Εουσέμπιο – Το μαύρο διαμάντι που εξόρυξαν οι Πορτογάλοι από τη Μοζαμβίκη
Πολλοί αναρωτιούνται τι θα μπορούσε να κάνει ο Εουσέμπιο σε μια καλύτερη εθνική, αλλά το ίδιο ερώτημα μπορεί να τεθεί κι από την ανάποδη: τι θα μπορούσε να πετύχει η -παντελώς άσημη- εθνική Μοζαμβίκης, αν είχε αυτή τον Εουσέμπιο στη σύνθεσή της;
Σήμερα συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια από το θάνατο του Εουσέμπιο, του μαύρου διαμαντιού που ανακάλυψαν οι Πορτογάλοι στην αποικία τους, στη Μοζαμβίκη, και έγινε ο μεγαλύτερος παίκτης που ανέδειξαν οι Λουζιτανοί στον περασμένο αιώνα. Ένας πραγματικός πάνθηρας μες στο γήπεδο, με τρομερή ταχύτητα, ευελιξία και δύναμη, που τον καθιστούσαν σχεδόν ακαταμάχητο, κι ένα από τα πιο λαμπερά αστέρια στην ιστορία του αθλήματος.
Ο Εουσέμπιο γεννήθηκε το Γενάρη του 1942, στην πρωτεύουσα Μαπούτο, που τότε λεγόταν Λορέντσο Μάρκες. Είχε λευκό πατέρα (σιδηροδρομικός εργάτης), αλλά έμεινε ορφανός σε μικρή ηλικία και είχε δύσκολα παιδικά χρόνια. Έκανε τα πρώτα του βήματα στο ποδόσφαιρο, παίζοντας με αυτοσχέδιες μπάλες από κάλτσες και εφημερίδες. Αυτά που κάποιοι βλέπουν νοσταλγικά ως “χρόνια της αθωότητας”. Αλλά το χειρότερο είναι πως συνεχίζουν να υπάρχουν ακόμα στις μέρες μας, αφού ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει, παρά το επίσημο τέλος της αποικιοκρατίας.
Η θυγατρική ομάδα της Μπενφίκα στη Μοζαμβίκη απέρριψε τον Εουσέμπιο, αλλά η “μαμά-εταιρία” έκανε τα πάντα για να διορθώσει το λάθος και να αρπάξει τον Εουσέμπιο από την αντίστοιχη θυγατρική της Σπόρτινγκ Λισσαβόνας. Ο Εουσέμπιο πήγε σε μια ομάδα που ήταν ήδη Πρωταθλήτρια Ευρώπης, αλλά κατάφερε στην πρώτη χρονιά του να την οδηγήσει σε ένα ακόμα τρόπαιο, εναντίον της Ρεάλ Μαδρίτης, απέναντι στην οποία πέτυχε δύο γκολ.
Αυτό ήταν το ξεκίνημα μιας μεγάλης καριέρας, στην οποία είχε κατά μέσο όρο σχεδόν ένα προσωπικό του τέρμα ανά εμφάνιση, και μια σειρά από προσωπικές διακρίσεις και ομαδικούς τίτλους. Πήρε δύο φορές το χρυσό παπούτσι -ως κορυφαίος σκόρερ στα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα- και έγινε ο πρώτος έγχρωμος παίκτης που κατέκτησε τη “Χρυσή Μπάλα” του France Football, τον τίτλο για τον καλύτερο παίκτη της χρονιάς, το 1965. Έφτασε άλλες τρεις φορές με την Μπενφίκα στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, χωρίς να καταφέρει να σηκώσει ξανά τη μεγάλη κούπα. Ενώ στο ενδιάμεσο, οδήγησε την Πορτογαλία στη μεγαλύτερή της επιτυχία σε Μουντιάλ -στο οποίο προκρίθηκε για πρώτη φορά, χάρη στις δικές του εμφανίσεις.
Ο Εουσέμπιο ήταν το “αντίπαλο δέος” στην κυριαρχία του Πελέ, και το απέδειξε στη φάση των ομίλων, όπου η Πορτογαλία νίκησε και άφησε εκτός συνέχειας τους Βραζιλιάνους, με τα πολλά προβλήματα τραυματισμών. Στην προημιτελική φάση, οι Πορτογάλοι βρέθηκαν στο ημίωρο πίσω στο σκορ, με 3-0, από τη ΛΔ της Κορέας, τη μεγάλη έκπληξη εκείνης της διοργάνωσης, αλλά με τέσσερα γκολ του Εουσέμπιο, κατάφεραν μια επική ανατροπή, με σκορ 5-3. Στα ημιτελικά σκόνταψαν στο εμπόδιο της διοργανώτριας Αγγλίας, που θα έφτανε στην κατάκτηση του τίτλου, χρύσωσαν όμως το χάπι νικώντας στο μικρό τελικό τη μεγάλη ομάδα των Σοβιετικών.
Ο Εουσέμπιο σκόραρε σε όλα αυτά τα παιχνίδια, σημειώνοντας συνολικά εννιά τέρματα σε έξι εμφανίσεις (τα τέσσερα εξ αυτών με πέναλτι), που του έδωσαν τον τίτλο του πρώτο σκόρερ της διοργάνωσης. Δυστυχώς αυτό το Μουντιάλ ήταν η μοναδική εμφάνιση του Εουσέμπιο σε μεγάλη διεθνή διοργάνωση, αφού το επίπεδο της εθνικής Πορτογαλίας ήταν μάλλον χαμηλό και όχι ιδιαίτερα ανταγωνιστικό. Πολλοί αναρωτιούνται τι θα μπορούσε να κάνει ο Εουσέμπιο σε μια καλύτερη εθνική, αλλά το ίδιο ερώτημα μπορεί να τεθεί κι από την ανάποδη: τι θα μπορούσε να πετύχει η -παντελώς άσημη- εθνική Μοζαμβίκης, αν είχε αυτή τον Εουσέμπιο στη σύνθεσή της;
Ο Εουσέμπιο συνέδεσε το όνομά του με την Μπενφίκα, αλλά έκλεισε τη μεγάλη καριέρα του με μερικές εμφανίσεις σε μικρότερες πορτογαλικές ομάδες και στο αμερικάνικο πρωτάθλημα -όπου καταλήγουν πολλοί ποδοσφαιριστές, για να κολλήσουν τα τελευταία τους ένσημα. Το άγαλμά του κοσμεί το στάδιο Ντα Λουζ (του Φωτός), την έδρα της Μπενφίκα, όπου τέθηκε σε δημόσιο προσκύνημα η σορός του, το Γενάρη του 14′.
Ενδιάμεσα, ο Εουσέμπιο ήταν ένα είδος εθνικού εκπροσώπου της Πορτογαλίας, και μας είναι οικεία η εικόνα του στην εξέδρα των επισήμων, στον τελικό του EURO του 04′, με το θρίαμβο της Εθνικής μας επί των διοργανωτών. Δυστυχώς, όμως, δεν έζησε αρκετά για να προλάβει να δει την Πορτογαλία να κατακτά την κορυφή της Ευρώπης, στο EURO του 16′ στη Γαλλία, και να ξεπερνά τα κατορθώματα της δικής του γενιάς.