«Umberto D.: Ό,τι μου Αρνήθηκαν οι Άνθρωποι» του Βιτόριο Ντε Σίκα
«Δεν θα δίσταζα να βεβαιώσω ότι σπάνια ο κινηματογράφος έφτασε τόσο μακριά ως προς τη συνειδητοποίηση του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος (όπως επίσης του τι να είσαι σκύλος)». Αντρέ Μπαζέν, για το αριστούργημα του Βιτόριο Ντε Σίκα.
«Umberto D.: ό,τι μου Αρνήθηκαν οι Άνθρωποι» του Βιτόριο Ντε Σίκα
Η εναρκτήρια σεκάνς της ταινίας ξεκινά με μία πανοραμική λήψη από πολύ ψηλά μιας μεγάλης πόλης της Ιταλίας, των ψηλών κτιρίων της, των δρόμων, των μεταφορικών μέσων. Ταυτόχρονα αποδίδεται το βάθος πεδίου από όπου ξεπροβάλλει μια μικρή ομάδα μικροσκοπικών διαδηλωτών, έτσι τους βλέπουμε από ψηλά, για να αρχίσει σιγά σιγά η κάμερα να χαμηλώνει και να πλησιάζει την πορεία διαμαρτυρίας των συνταξιούχων, μέχρις ότου πλησιάσει με πολύ κοντινά πλάνα τα πλακάτ που κρατούν οι διαδηλωτές, όπου και διαβάζουμε τα αιτήματα τους που δεν είναι άλλα από τη διεκδίκηση υψηλότερων συντάξεων για μία αξιοπρεπή ζωή. Και όταν πλέον τα πλάνα γίνονται ακόμη πιο κοντινά παρατηρούμε προσεχτικά τα πρόσωπα των ανθρώπων που φωνάζουν τα αιτήματά τους. Άνθρωποι που δούλευαν πάνω από 30 χρόνια και διαπιστώνουν -διαχρονική πλέον αυτή η διαπίστωση- ότι οι συντάξεις τους δεν επαρκούν για την κάλυψη των βασικών τους αναγκών. Και εδώ μας συστήνεται και ο πρωταγωνιστής, ο ήρωάς μας ο Ουμπέρτο που βρίσκεται με το σκυλάκι του ανάμεσα στους διαδηλωτές.
Το πλαίσιο έχει στηθεί. Τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της εργατικής τάξης σε πρώτο πλάνο -αποτελούν άλλωστε την βασική πηγή άντλησης των θεματικών του νεορεαλιστικού κινηματογράφου. Γνωρίζουμε, λοιπόν εξαρχής τις συνθήκες ζωής του ήρωα. Τι μένει; Να τον γνωρίσουμε από κοντά. Και τη γνωριμία μας μαζί του αναλαμβάνουν φυσικά οι Βιτόριο Ντε Σίκα και ο σεναριογράφος του Τσεζάρε Τζαβατίνι που καταφέρνουν, τηρώντας πιστά τις αρχές του νεορεαλισμού και τα βασικά δομικά στοιχεία που τον συνιστούν, να καταγράψουν και να νοηματοδοτήσουν τις απλές καθημερινές στιγμές του ήρωά τους ενσωματώνοντάς τες σε μία ευρύτερη θεώρηση του κόσμου που τον περιβάλλει. Υπάρχει καλύτερος τρόπος να γνωρίσουμε κάποιον;
Ο Ουμπέρτο παρέα με τον σκύλο του, τον Φλικ προσπαθεί να τα βγάλει πέρα κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής οικονομικής ανάκαμψης της Ιταλίας. Κινδυνεύει άμεσα να βρεθεί στον δρόμο γιατί η πενιχρή του σύνταξη δεν είναι αρκετή για να καλύψει τα έξοδα ενοικίου του. Η σπιτονοικοκυρά του αδιαφορεί παντελώς για την οικονομική αδυναμία του νοικάρη της απορροφημένη στην απάτη του μεταπολεμικού ονείρου που κάνει την ίδια αλλά και το σύνολο των ανθρώπων που συναναστρέφεται ο Ουμπέρτο, πρώην συναδέλφους του και γνωστούς του – πλην της υπηρέτριας – να αδιαφορούν για το πρόβλημά του.
Η επιλογή μη επαγγελματιών ηθοποιών που γίνεται αφού η αισθητική του νεορεαλισμού ζητά από τον ηθοποιό πριν εκφράσει να «είναι», τα εξωτερικά γυρίσματα στον δρόμο και όχι σε όμορφες και γραφικές περιοχές, αλλά εκεί που συναντάμε την εργατική τάξη, κυριαρχούν και σε αυτή την ταινία του Ντε Σίκα όπως άλλωστε και στον “Κλέφτη ποδηλάτων”. Αυτό όμως που ξεχωρίζει ιδιαίτερα στο κινηματογραφικό αυτό είδος και που ο Ντε Σίκα αξιοποιεί στον μέγιστο βαθμό, είναι η αφηγηματική δομή που διαρθρώνεται δημιουργώντας ένα συμπαγές πλέγμα από τις ανθρώπινες στιγμές του ήρωα.
Μία αφήγηση που σέβεται απόλυτα αυτές τις στιγμές καθώς και τη χρονική αλληλουχία μέσα από την οποία η μία διαδέχεται την άλλη. Καμία ανθρώπινη στιγμή του Ουμπέρτο δεν είναι κατώτερη από την άλλη. Ούτε όταν τον βλέπουμε να βάζει το θερμόμετρό του στο δωμάτιό του ούτε όταν τον βλέπουμε να συνομιλεί με την υπηρέτρια για την εγκυμοσύνη της που την κρατά κρυφά από την κυρία της, γνωρίζοντας ότι αν την μάθει θα την διώξει, ούτε όταν απευθύνεται στη σπιτονοικοκυρά του ζητώντας της να του δώσει χρόνο για να εξοφλήσει τα χρωστούμενα της προκειμένου να αποφύγει την έξωση ούτε όταν είναι έτοιμος να θέσει σε εφαρμογή καθοριστικές αποφάσεις για το μέλλον του. Κάθε γεγονός της ζωής του ήρωα μας αναλύεται διεξοδικά και με τον τρόπο αυτό τον παρακολουθούμε από πολύ κοντά σαν να βρισκόμαστε στο μυαλό του.
Και παρακολουθώντας τον από τόσο κοντά καταλαβαίνουμε ότι το πρόβλημά του δεν είναι μόνο να βρει τα χρήματα που του χρειάζονται για να αποφύγει την έξωση, όσο να βρει λίγη ζεστασιά, λίγη φροντίδα και κατανόηση από ανθρώπους που γνώριζε όταν βρισκόταν στην ενεργή δράση πριν συνταξιοδοτηθεί, δουλεύοντας ως δημόσιος υπάλληλος και πριν το κράτος τον θέσει στο περιθώριο με τα ψίχουλα σύνταξης που του πετά. Και μέσα σε αυτή τη μάταιη αναζήτηση προσπαθεί ως το τέλος να διατηρήσει αλώβητη την αξιοπρέπειά του που δεν την αφήνει έρμαιο σε μία σκληρή κοινωνική πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που κατά τη διάρκεια της διαδρομής του θα αποκαλύψει το ηθικό και ψυχολογικό δράμα του ήρωα που τελικά οδεύει μπρος την απόλυτη μοναξιά του.
Και αν ο Ουμπέρτο καταλήγει μόνος -η ζεστή παρουσία της υπηρέτριας δεν καταφέρνει να τον απομακρύνει από τη μοναχική του διαδρομή- έξω από τον κόσμο των ανθρώπων υπάρχει η παρουσία του αγαπημένου του σκύλου. Μία παρουσία που αποτελεί σπουδαίο σκηνοθετικό εύρημα. Μία σιωπηλή παρουσία που στέκεται υπομονετικά ακολουθώντας τον κύριο του παντού προσφέροντάς του αφειδώς την αγάπη του. Η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στους δύο δεν είναι μια απλή συντροφική σχέση, μία σχέση παρηγοριάς. Κρύβει κάτι πολύ πιο βαθύ που σημαδεύει τον δεσμό που υπάρχει ανάμεσα στον Ουμπέρτο και τον σκύλο του. Κρύβει τη σχέση ισότητας. Αυτό που αναζητά στη ζωή του ο Ουμπέρτο. Να αντιμετωπίζεται ως ίσος προς ίσον…
Μια βαθιά ανθρώπινη και βαθιά συγκινητική ταινία, ύμνος στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια ένα αριστούργημα του νεορεαλιστικού κινηματογράφου, από έναν σκηνοθέτη που αγαπά σε βάθος τον άνθρωπο. Ο Αντρέ Μπαζέν αποδίδει πολύ συνοπτικά τον λόγο για τον οποίο η ταινία αυτή κατατάσσεται στην κορυφή των αριστουργημάτων του παγκόσμιου κινηματογράφου, γράφοντας τα εξής: «Δεν θα δίσταζα να βεβαιώσω ότι σπάνια ο κινηματογράφος έφτασε τόσο μακριά ως προς τη συνειδητοποίηση του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος (όπως επίσης του τι να είσαι σκύλος)».
Νομίζω ότι καλύτερα δεν θα μπορούσε να αποδοθεί…
Η ταινία προβάλλεται σε πλήρη αποκατεστημένη επανέκδοση από 22/6 στον κινηματογράφο Studio.