Ζαν Ντιλμάν / «Jeanne Dielman, 23 quai du Commerce, 1080 Bruxelles» της Σαντάλ Ακερμάν
Η ταινία που το έγκριτο κινηματογραφικό περιοδικό Sight & Sound την κατατάσσει στην καλύτερη όλων των εποχών του παγκόσμιου κινηματογράφου
Ζαν Ντιλμάν / «Jeanne Dielman, 23 quai du Commerce, 1080 Bruxelles» της Σαντάλ Ακερμάν (1975)
«Η τελευταία μου προσπάθεια για μια αυτοπροσωπογραφία. Το όνομά μου είναι Σαντάλ Ακερμάν. Γεννήθηκα στις Βρυξέλλες. Και αυτή είναι η αλήθεια.» (Σαντάλ Ακερμάν)
Και την αλήθεια της, η Σαντάλ Ακερμάν την κινηματογραφεί για τρεις ώρες στην ταινία «Jeanne Dielman, 23 quai du Commerce, 1080 Bruxelles» αφού η ηρωίδα της, η Ζαν Ντιλμάν είναι ακριβώς αυτό που μας παρουσιάζει η Ακερμάν στην αυτοπροσωπογραφία της. Η Ζαν Ντιλμάν, που κατοικεί σε ένα διαμέρισμα των Βρυξελλών παραδίδοντας όμως σε εμάς τη σκυτάλη να ανακαλύψουμε αυτή την αλήθεια. Καθόλου εύκολο το πόνημα…
Τρεις ώρες παρακολουθούμε την καθημερινότητα της Ζαν που ζει με τον έφηβο γιο της -τον άνδρα της τον έχει χάσει αρκετά χρόνια πριν- σε ένα διαμέρισμα των Βρυξελλών. Μία πολύ συνηθισμένη γυναίκα που φροντίζει και τακτοποιεί τα πάντα στο σπίτι, είναι ο ορισμός της τέλειας νοικοκυράς έχοντάς τα όλα υπό έλεγχο, προγραμματισμένα και σε απόλυτη τάξη. Παρακολουθούμε με εξονυχιστική λεπτομέρεια τις κινήσεις της που επαναλαμβάνονται με την ίδια ακρίβεια καθημερινά, διατηρώντας τη ρουτίνα αναλλοίωτη και τους δύο πρωταγωνιστές, μητέρα και γιο, να δείχνουν ικανοποιημένοι από τη σταθερότητα και την ασφάλεια που τους παρέχει η ατάραχη και αδιασάλευτη ηρεμία, προϊόν της αέναης επανάληψής της. Μέσα σε αυτή την καθημερινότητα της, η Ζαν περιλαμβάνει και τις ημερήσιες επισκέψεις των αντρών στο διαμέρισμά της,αφού για να εξοικονομήσει τα προς το ζην και να εξασφαλίσει τα καλύτερα για το μεγάλωμα και τη μόρφωση του έφηβου γιου της, ασκεί το επάγγελμα της πόρνης. Ενσωματωμένο και αυτό στη ρουτίνα της καθημερινότητάς της το αντιμετωπίζει όπως αντιμετωπίζει τις δουλειές του σπιτιού της. Εντελώς μηχανικά χωρίς καμία συναισθηματική σύνδεση. Αποστασιοποιημένα. Ρομποτοποιημένα. Αλλού το σώμα της, αλλού η ίδια.
Ο κινηματογραφικός χρόνος στην ταινία της Ακερμάν ταυτίζεται με τον πραγματικό. Αυτό το έχουμε δει και στην ταινία της Ανιές Βαρντά (Η Κλεό από τις 5 έως τις 7) αλλά και σε πολλές ταινίες του νεορεαλιστικού κινηματογράφου και της αβάν-γκαρντ κινηματογραφικής γραφής. Αυτή η ταύτιση των χρόνων δημιουργεί εκ προοιμίου μία απεύθυνση σε ένα απαιτητικό κοινό, αφού η εξωτερική δράση εκλείπει παντελώς. Άρα απαιτεί από το κινηματογραφικό κοινό να επικεντρωθεί και να εστιάσει στην εσωτερική δράση που διαδραματίζεται στον ψυχικό κόσμο της Ζαν. Δύσκολο το εγχείρημα, που όμως η Ακερμάν καταφέρνει να το φέρει εις πέρας. Ίσως για αυτό η ταινία της κατατάχτηκε από το κινηματογραφικό περιοδικό Sight & Sound, στο νούμερο 1 των 100 καλύτερων ταινιών του παγκόσμιου κινηματογράφου ξεπερνώντας και τον «Πολίτη Κέην» και τον «Δεσμώτη του Ιλίγγου». Και για έναν άλλον λόγο, κατά τη γνώμη μου ακόμη πιο σημαντικό. Γιατί κατορθώνει μέσα από τη γλώσσα του κινηματογράφου να αντιταχθεί απέναντι στον ανδρικό λόγο και την ανδρική γραφή που αναπαρήγαγε μέχρι τον 20ο αιώνα τα πρότυπα των φύλων καθώς και την υπεροχή του ανδρικού, και να ανταποκριθεί στο κάλεσμα της Helene Cixous- Γαλλίδα συγγραφέας, φεμινίστρια και θεωρητικός – η οποία υποστήριζε (στο επίπεδο της λογοτεχνικής γραφής αναφερόμενη εκείνη) ότι οι γυναίκες πρέπει να βρουν και να διεκδικήσουν τον δικό τους χώρο στη γλώσσα. Να ανακαλύψουν μία άλλη εντελώς διαφορετική επαναστατική γραφή που να προέρχεται κυρίως από το βίωμά τους, από την εμπειρία τους.
Ακριβώς αυτή τη γραφή τη συναντάμε στον κινηματογράφο της Ακερμάν όπου συναντάμε επίσης και τις βασικές θέσεις της Μπάτλερ σύμφωνα με την οποία το φύλο αποτελεί μια σειρά από επιτελεστικές πράξεις. Όταν η Τζούντιθ Μπάτλερ, η Αμερικανίδα φιλόσοφος, ασκούσε κριτική στις φεμινίστριες τα βέλη της στόχευαν στην προσπάθειά τους να υποστασιοποιήσουν και να ταυτοποιήσουν την έννοια της γυναίκας, ενώ η η ίδια προέτασσε την ιδέα μιας ρευστότητας στην έμφυλη ταυτοποίηση ως αντανάκλαση ότι το φύλο ανάγεται στην επιτέλεση. Μία επιτέλεση που βασίζεται στην επανάληψη και σε ένα είδος σωματικής ιδέας περί του φύλου.
Κάτι που βρίσκεται πολύ κοντά στη θεωρία Queer που επίσης αντιμετωπίζει το φύλο ως επιτέλεση και και που θέτει στο τραπέζι σημαντικά και ουσιώδη ζητήματα, όπως πώς ένας καλλιτέχνης-δημιουργός συλλαμβάνει και αποδίδει την πραγματικότητα των έμφυλων ταυτοποιήσεων, ποιες είναι οι κυρίαρχες έμφυλες ταυτοποιήσεις την εποχή της παραγωγής του έργου του, ποια η διαλεκτική σχέση του δημιουργού με τις εν λόγω ταυτοποιήσεις αν δηλαδή συντάσσεται με αυτές ή αντιστέκεται, πώς σχετίζονται αυτές οι ταυτοποιήσεις με τον κόσμο της επιθυμίας και της σεξουαλικότητας και σε ποιους τελικά απευθύνεται το έργο του.
Οι απαντήσεις σε όλα αυτά τα ζητήματα δίνονται στο έργο της Ακερμάν που ο κινηματογράφος της πλαισιώνεται από τα παραπάνω ρεύματα και θεωρίες.
Η Ζαν δεν ταυτοποιείται με την έμφυλη ταυτότητά της. Είναι μία ταυτότητα που της έχει αποδοθεί σε αυστηρά δομημένες πατριαρχικές κοινωνίες και η ίδια απλά ανταποκρίνεται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο στη διεκπεραίωση του έργου που της έχει ανατεθεί μέσω αυτής της ταυτότητας. Οι εξουσιαστικές σχέσεις αναπαράγονται, ο γιος είναι ο αφέντης -αντικαθιστά τον πατέρα που λείπει- και ο ελεγκτής τού αν και κατά πόσο η μητέρα του, Ζαν ανταποκρίνεται σωστά στον ρόλο της. Η ρευστότητα όμως αυτού του ρόλου αρχίζει να διαφαίνεται όταν προβάλλει σιγά σιγά η εσωτερική της αντίσταση που μπορεί να κινητοποιείται από μια ασήμαντη τυχαιότητα, (για παράδειγμα οι πατάτες που παράβρασαν, η αναμονή στο τραπέζι του φαγητού που δεν είναι έτοιμο στην προγραμματισμένη ώρα του γιατί μπορεί η νοικοκυρά να αφαιρέθηκε και να βγήκε λίγο εκτός χρόνου) από κάποιους νεκρούς χρόνους όπου η ρουτίνα «ξέχασε» να καλύψει, από κάποιες ασήμαντες προσωπικές ματαιώσεις, όπως εκείνη της προσμονής ενός δώρου και της απογοήτευσης που εισπράττεται όταν κάτι άλλο περίμενες -χωρίς ίσως να ξέρεις και τι ακριβώς, αλλά σίγουρα κάτι άλλο…- από κάποιες αναδύσεις μιας καταπιεσμένης σεξουαλικότητας που με κάποιο τρόπο έρχονται στην επιφάνεια σε απρόσμενες στιγμές όταν η ηρωίδα μας ξεχνιέται ή αφήνεται να ξεχαστεί…
Και τότε συμβαίνει η μεγάλη ανατροπή σε ένα συγκλονιστικό φινάλε (όχι όμως απρόβλεπτο γιατί η υποβόσκουσα βία που γεννιέται από την αφόρητη καταπίεση του «εγώ» έχει ήδη αποδοθεί σκηνοθετικά καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας με τον πιο ήσυχο, γνώριμο και πολύ σκληρό συνάμα τρόπο) που επιβεβαιώνει το ψεύτικο, την υποκρισία και το μεγάλο λάθος της άκριτης αποδοχής – της αποδοχής της έμφυλης ταυτότητας, αυτής που αναπαράγει τα μοτίβα που μπορεί να διαφέρουν από εποχή σε εποχή, δεν παύουν όμως να είναι θεσμοί, όπως αυτός της οικογένειας και των συγγενικών δεσμών, που οριοθετούν τις συμπεριφορές των μελών καθώς και της εξουσίας και του ηγετικού ρόλου των προσώπων που μετέχουν σε αυτή.
Δεν ξέρω αν θα πρότεινα την ταινία, γιατί εξαρτάται από τη στιγμή και τη διάθεση του κάθε θεατή καθώς και την ετοιμότητα του να παρακολουθήσει τρεις ώρες μια γυναίκα που δεν κάνει τίποτα πέρα από τις οικιακές της εργασίες. Αυτό όμως που μπορώ να πω μετά βεβαιότητας σχεδόν, είναι ότι ο κινηματογράφος της Ακερμάν ανήκει στα πιο ειλικρινή φεμινιστικά δείγματα γραφής, γιατί μελετά πολυπρισματικά τους ρόλους των δύο φύλων κάτω από τη σκοπιά όλων των κοινωνικοπολιτικών και ατομικών παραγόντων που καθορίζουν τη δράση των δύο φύλων επαναπροσδιορίζοντας τη θέση και τη στάση του καθενός, η οποία διαμορφώνεται από τη διαφορά θέσης. Mία διαφορά όμως, που εύκολα μπορεί να αναστραφεί και ο ισχυρός να βρεθεί στη θέση του ανίσχυρου ή το αντίθετο, ο ανίσχυρος να οικειοποιηθεί στάσεις και συμπεριφορές του ισχυρού και να βρεθεί στη θέση του δεύτερου. Και γιατί επιχειρεί να αναλύσει σε βάθος τα αίτια που αποδίδουν στη γυναίκα ρόλους και ταυτίσεις με θέσεις για τις οποίες η ίδια δεν ρωτήθηκε ποτέ. Και μέσω της ανακάλυψης αυτών των αιτίων να την ταρακουνήσει και να την κάνει να ορθώσει τη δική της φωνή αντίστασης.
Η ταινία προβάλλεται στον κινηματογράφο «Κάρμεν».