Ο μεγάλος Λεμπόφσκι
Με τη δική τους κινηματογραφική φόρμα, τη σάτιρα, το μαύρο χιούμορ και τις απίστευτες ατάκες να πέφτουν η μία μετά την άλλη, οι αδελφοί Κοέν μας παραδίδουν μια από τις πιο απολαυστικές τους ταινίες, που μας δίνεται η δυνατότητα να την ξαναδούμε αφού επαναπροβάλλεται σε πολλά θερινά σινεμά.
Ο μεγάλος Λεμπόφσκι/ The Big Lebowski του Τζόελ Κοέν, 1998
Τα λόγια του εκατομμυριούχου Λεμπόφσκι, σε μία από τς πρώτες σεκάνς της ταινίας, προς τον συνονόματό του άνεργο φτωχό Λεμπόφσκι (ο Τζεφ Μπρίτζες που ενσαρκώνει τον ρόλο του συνονόματου Λεμπόφσκι δίνει πραγματικά ρεσιτάλ ερμηνείας) που στέκει χαλαρά απέναντί του με το ατημέλητο look, καθόλου δεν πτοούν τον δεύτερο. Ο κουστουμαρισμένος κύριος που κάθεται απέναντί του τον αποκαλεί ρεμάλι και του εκτοξεύει ένα λογίδριο λέγοντάς του ότι «η επανάστασή σας κύριε Λεμπόφσκι, απέτυχε και τα ρεμάλια σαν εσάς θα είναι πάντα χαμένα», ενώ ταυτόχρονα του συνιστά να βρει κάποια δουλειά όπως και οι γονείς του γιατί «στον κόσμο μας ο καθένας είναι υπεύθυνος για αυτό που είναι». Ο φτωχός Λεμπόφσκι, που θέλει να τον αποκαλούν «μάγκα», ακούγοντας αυτά τα λόγια φορά τα μαύρα γυαλιά του και αποχωρεί, εξοργίζoντας αφόρητα τον μεγιστάνα Λεμπόφσκι, φροντίζοντας πρώτα όμως να του πετάξει κατάμουτρα αυτό το απλό: «δεν βαριέσαι!»
Ένα «δεν βαριέσαι» που για τον ίδιο αποτελεί στάση ζωής, γιατί και ο ίδιος βαριέται αφόρητα τους υποκριτικούς και ανούσιους λόγους. Δεκάρα δεν δίνει στο άκουσμα αυτών των λόγων και αποχωρεί από το πολυτελές δωμάτιο μέσα στο οποίο σε ελάχιστα λεπτά αποκαλύπτεται η γύμνια, η ανηθικότητα, η ξεφτίλα όχι του ίδιου φυσικά αλλά του μεγάλου Λεμπόφσκι που νομίζει ότι ο πλούτος του και η κοινωνική του θέση του δίνουν το δικαίωμα να διεκδικεί το αλάθητο των πράξεων και των λόγων του, προκειμένου να στηρίξει ένα διεφθαρμένο ως το κόκαλο σύστημα το οποίο και εκπροσωπεί.
Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά σε ελάχιστο χρόνο, εμείς ήδη έχουμε μπει στο άναρχο σύμπαν των αδελφών Κοέν που μέσα από το μαύρο χιούμορ τους και την εντονότατη πολιτική τους σάτιρα αναδεικνύεται όλο το πλαίσιο του παραλογισμού μέσα στο οποίο θα εκτυλιχτεί η ιστορία ή για την ακρίβεια η ανυπαρξία της ιστορίας. Γιατί μια δομημένη ιστορία με αρχή μέση και τέλος απαιτεί συγκροτημένους ήρωες. Και εδώ συγκροτημένοι ήρωες δεν υπάρχουν. Είναι όλοι διαλυμένοι και κατακερματισμένοι από μία Αμερική που η ιμπεριαλιστική της πολιτική έχει αφήσει το αποτύπωμά της σε κάθε έναν χωριστά. Και το πολιτικό πλαίσιο οι Κοέν δεν το αφήνουν έξω από την ταινία τους γιατί αυτό στην πραγματικότητα είναι η πραγματική ιστορία πάνω στην οποία οι ανθρώπινες φιγούρες σαν μαριονέτες προσπαθούν να ανταποκριθούν σε ετροκαθορισμένους ρόλους.
Βρισκόμαστε στο 1990, χρονολογία έναρξης του Πρώτου πολέμου του Κόλπου. Θα μπορούσαμε άνετα να βρισκόμαστε και στο 1950, όταν ξεκίνησε ο πόλεμος της Κορέας ή στο 1962 τη χρονιά που ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Κένεντι, αποφάσισε να στείλει στη Σαϊγκόν τους πρώτους στρατιώτες ή και μεταγενέστερα του χρόνου που στήνεται η ταινία, το 2003 χρονολογία που οι ΗΠΑ υπό την προεδρία του Τζορτζ Μπους του νεώτερου ξεκινούν στρατιωτική επέμβαση στο Ιράκ. Οι χρονολογίες ίσως δεν έχουν και τόσο σημασία όσο η γραμμική εξέλιξη της ιστορίας που ακολουθεί ο αμερικανικός επεκτατισμός και οι επιπτώσεις αυτού στους ανθρώπους.
Ο εκατομμυριούχος Λεμπόφσκι που διακηρύσσει ότι κατάφερε να γίνει μεγάλος και τρανός με δική του αποκλειστική ευθύνη, δεν θέλει να αντιληφθεί το γεγονός ότι η πορεία της ζωής του ξεκίνησε από μια αρχή που καθορίστηκε από άλλους. Η αναπηρία του που προκλήθηκε από τη συμμετοχή στον πόλεμο της Κορέας αποτελεί το σημείο εκκίνησης της ζωής του και όλη του η πορεία είναι μια προσπάθεια κοινωνικής εξαργύρωσης, όπου προσπαθεί διαρκώς να αποδείξει σε αυτούς που τον κατέστησαν ανάπηρο, ότι μπορεί να ανταποκριθεί στο κατεστημένο που του στέρησε τη δυνατότητα να περπατά. Εγκλωβισμένος λοιπόν σε αυτό και χρησιμοποιώντας κατά γράμμα τις μεθόδους της διαφθοράς και της ανηθικότητας αυτού του κατεστημένου, νομίζει ότι έχει γίνει μεγάλος και τρανός και ότι παρά την αναπηρία του «έχει σταθεί στα πόδια του».
Σκέτη υποκρισία όλο αυτό που ο ίδιος δεν την αντιλαμβάνεται, ο μικρός όμως Λεμπόφσκι (ο αποκαλούμενος «μάγκας») την έχει αντιληφθεί εδώ και πολύ καιρό και για αυτό δεκάρα δεν δίνει για τα μεγαλεία του κυρίου Λεμπόφσκι. Το μόνο που τον απασχολεί είναι να έχει την ησυχία του να πίνει το White Russian του, να καπνίζει το τσιγαριλίκι του και να περνά τις ώρες του στο μπόουλινγκ με την παρέα του και με τον φίλο του τον Γουόλτερ, έναν οξύθυμο τύπο πάλαι ποτέ βετεράνο του Βιετνάμ. Μία αντιφατική προσωπικότητα που φυσικά και αυτόν οι επιπτώσεις του πολέμου του Βιετνάμ τον έχουν οδηγήσει στη διαμόρφωση μίας στάσης ζωής που δεν μπορεί με τίποτα να συμπλεύσει με την κανονικότητα μιας κοινωνίας και ενός πολιτικού συστήματος που πρώτα τραυματίζει τους ανθρώπους και εν συνεχεία τους περιθωριοποιεί. Αυτόν τον κόσμο της περιθωριοποίησης, όμως, θέλουν να σώσουν οι συνειδητά οι περιθωριοποιημένοι κάτοικοί του.
Σύγκρουση λοιπόν των δύο κόσμων από όπου κανένας δεν βγαίνει νικητής όσο και να προσπαθεί να αποδείξει ότι με την μαγκιά του και την ψευδαίσθηση στην οποία έχει υποβάλλει τον εαυτό του, είναι κύριος της κατάστασης. Η κατάσταση έχει ξεφύγει προ πολλού. Το πλαίσιο είναι εξαρχής λάθος. Ο μάγκας-Λεμπόφσκι δείχνει να κατανοεί την όλη κατάσταση, κάτι όμως που τον οδηγεί συνειδητά στην παραίτηση. Και μπορεί βέβαια η παραίτηση να μην δίνει καμία λύση, ωστόσο η συνειδητοποίηση της κατάστασης, είναι ένα πρώτο βήμα. Τα λόγια του μοναχικού καουμπόι-παρατηρητή, στην τελευταία σκηνή, μας βρίσκουν σύμφωνους: «θέλουμε πάντα να υπάρχουν οι “μάγκες” της ιστορίας. Αυτοί που τουλάχιστον κατανοούν». Είναι και αυτό κάτι, είναι ίσως η εκκίνηση για το γράψιμο μιας άλλης ιστορίας…
Με τη δική τους κινηματογραφική φόρμα, τη σάτιρα, το μαύρο χιούμορ και τις τις απίστευτες ατάκες να πέφτουν η μία μετά την άλλη- η καλύτερή μου, αυτή που ο ίδιος ο φτωχός Λεμπόφσκι, λέει για τη γυναίκα του εκατομμυριούχου Λεμπόφσκι: «η γυναίκα του χρωστάει παντού και το δικό μου χαλί κατουρούν;» τόσο οικείο και αληθινό, αφού πάντα άλλοι κλέβουν και άλλοι την πληρώνουν· με ανεπανάληπτες ερμηνείες όλων των ηθοποιών: δεν είναι μόνο του Τζεφ Μπρίτζες αλλά και των Τζον Γκούντμαν, Στιβ Μπουσέμι, Τζον Τορτούρο, Ντέιβιντ Χάντλστον, Τάρα Ριντ, Σαμ Έλιοτ, Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν (εξαιρετικότατος, αν και σε δεύτερο ρόλο και αυτός, όπως και οι περισσότεροι από τους προαναφερθέντες ), οι Κοέν μας παραδίδουν μια από τις πιο απολαυστικές τους ταινίες, που μας δίνεται η δυνατότητα να την ξαναδούμε αφού επαναπροβάλλεται σε πολλά θερινά σινεμά.