«Είσαι κομμουνιστής… Εκεί είναι η θέση σου…» – Αυτόπτες μάρτυρες περιγράφουν το Μπλόκο της Κοκκινιάς
“Τραντάζεται ο Πειραιάς από το οργισμένο κλάμα. Τρελλαίνονται πολλοί απ’ το κακό που γίνεται. Αφάνταστο, πρωτάκουστο, άγριο το έγκλημα. Και στο τέλος σέρνουν μαζί τους οι καννίβαλοι πάνω από 6000 άντρες, νέους, παιδιά για το Χαϊδάρι…”
(…) Ενας παλιός Κοκκινιώτης αγωνιστής ο Μανόλης Βαφείδης ξαναθυμάται όλα όσα έζησε κείνο το πρωινό. Από πολλές μέρες, όπως μας λέει, κυκλοφορούσαν φήμες πώς θα γινόταν μπλόκο στην Κοκκινιά. Ετσι ο κόσμος είχε σκορπίσει. (…) Τραβήξανε όμως οι μέρες. Κι ο κόσμος ξαναγύρισε σπίτια του.
– Θάτανε γύρω στις 4 τα χαράματα όταν πάνω από 4000 Γερμανοί, τσολιάδες [σημ. άντρες των Ταγμάτων Ασφαλείας και χαφιέδες] πιάσανε όλα τα περάσματα. Κύκλωσαν την Κοκκινιά.
Το Μπλόκο της Κοκκινιάς στις 17 Αυγούστου 1944 ήταν μια ολόκληρη επιχείρηση. Την είχανε προσχεδιάσει και είχανε προκαθορίσει, με κάθε λεπτομέρεια ποια σημεία θάπιανε κάθε τμήμα. (…)
«Πέφτουν» φωτοβολίες. Ακούγονται ριπές πολυβόλων. Η Κοκκινιά ξυπνάει βαθιά χαράματα. (…)
– Υστερα από λίγο, προσθέτει ο Μ. Βαφείδης, ακούγονται τα χωνιά που μ’ αυτά οι Γερμανοί και οι τσολιάδες καλούσανε όλους τους Κοκκινιώτες, τους άντρες, από 14 ως 60 χρονών να παρουσιαστούνε με τις ταυτότητες τους στην πλατεία της Οσίας Ξένης. Για όσους δεν θα παρουσιάζονταν και θα τους έβρισκαν στο σπίτι απειλούσαν να κάψουν το σπίτι και να τους εκτελέσουν.
(…)
Ο Μ. Βαφείδης θα μείνει κρυμμένος [σημ. όπως και άλλοι αγωνιστές με εντολή της Οργάνωσης], μαζί μ’ έναν άλλον Κοκκινιώτη ως το μεσημέρι. Κείνη την ώρα θα εγκαταλείψει το υπόγειο και θα τραβήξει για να βγει στον Κορυδαλλό. (…)
Ο ίδιος θα δόσει την εικόνα της Κοκκινιάς το βράδυ, σαν τραβήχτηκαν οι Γερμανοί και οι τσολιάδες.
– Λίμνη από αίμα. Θρήνος στα σπίτια για τους εχτελεσμένους, για κείνους που τους πήρανε στο Χαϊδάρι.
Ποτάμι ματωμένο από την πλατεία στο Γ’ Νεκροταφείο
Ηταν ένα ματωμένο ποτάμι, που ξεκίναγε από την πλατεία μας κι έφτανε ως το Γ’ Νεκροταφείο… Αυτά, ανάμεσα στ’ άλλα θα θυμηθεί για τη μέρα εκείνη η Ελλη Κροβήλα. Τότε ήταν πολύ μικρή. (…)
Υστερα από 36 χρόνια με αφάνταστη τρυφεράδα αναπλάθει τη μορφή ενός αγωνιστή, θείου και νονού της, του Αποστόλη Περιζίδη, που τον είδαν για στερνή φορά να φεύγει. Και δεν τον ξανάδαν. (…)
«… Ο θείος μου είχε “πάσο”, που σήμαινε πώς δούλευε σε εργοστάσιο επιταγμένο από τους Γερμανούς. Το γερμανικό αυτοκίνητο ήρθε να πάρει τους εργαζόμενους. Ο νουνός μου τότε ανέβηκε πάνω όπως κι άλλοι εργάτες. Ετρεξε όμως ο Μπατράνης – δεν φορούσε μάσκα – και τον σταματά.
– Που πας ρε; Πάς να το σκάσεις; Είσαι κομμουνιστής… Εκεί είναι η θέση σου… Και δείχνει τη μάντρα που τράνταξε συνέχεια το κροτάλισμα των πολυβόλων που εχτελούσαν.
Κύλησαν μερικά δευτερόλεφτα… Και δίχως καθυστέρηση ο θείος έκανε τη δική του επιλογή. Καθώς ήταν χλωμός από την αρρώστια του απαντά:
– Ναι! Εκεί πάνε οι άντρες…»
(…)
Το ξεδιάλεγμα στην Οσία Ξένη συνεχίζεται και το πολυβόλο δουλεύει ασταμάτητα στη Μάντρα. Μα την ίδια ώρα οι Γερμανοί και οι τσολιάδες αποζητούνε μια ελασίτικη ομάδα στη Νεάπολη. Τελικά – κι όχι φυσικά από μόνοι τους – θα την επισημάνουν σε ένα σπίτι που βρίσκεται στην οδό Τροίας – Αθηνών. Είναι το σπίτι της Καίτης Μυράτ. Το χτυπάνε με όλμους. Οι ελασίτες απαντάνε και τραυματίζουν έναν Γερμανό αξιωματικό. Από τους όλμους θα σκοτωθεί η Καίτη Μυράτ. Και θα πιαστούν οι ελασίτες μαζύ τους και η Διαμάντω. Τους ελασίτες τους εκτελούν όλους επί τόπου. Τη Διαμάντω την κατεβάζουν «θριαμβευτές» στην πλατεία. Καίνε ολόγυρα τα σπίτια. (…)
Η Κοκκινιά θυμάται πάντα την Αθηνά Μαύρου, την επονίτισσα που εχτελέστηκε εκείνο το πρωί. Δεν είχε καλά – καλά κλείσει τα 17 χρόνια. Αρραβωνιασμένη, με τα δικά της όνειρα που τελείωσαν στην πλατεία της Οσίας Ξένης.
«…Θάταν εξήμισυ το πρωί σαν ο προδότης με τους Γερμανούς χτύπησε την πόρτα του σπιτιού της. Ποια είναι η Αθηνά; Μούγκρισε ο προδότης με τη μάσκα. «Εγώ είμαι» αποκρίθηκε η αδελφή της. Μα η Αθηνά πετάχτηκε στη μέση κι αγέρωχη φώναξε στους δήμιους, που καρτερούσαν. «Οχι, εγώ είμαι, τι θέλετε;».
Ζητάνε να την πάρουν καθώς είναι, μισοντυμένη. Μα εκείνη αντιστέκεται. Δεν τους αφήνει να πλησιάσουν όσπου να ντυθεί. Σαν φτάνει στη μάντρα κάποιοι συναγωνιστές της της λένε πώς μπορεί να φύγει. Η Αθηνά δεν δέχεται. «Θα μείνω εδώ μαζύ σας με τ’ άλλα παιδιά. Και ό,τι γίνει για όλους».
Η Αθηνά εμψυχώνει. Και σαν μερικοί κλονίζονται η επονίτισσα της Κοκκινιάς τους φωνάζει: «Κλειστό το στόμα. Μην κάψετε κι άλλα σπίτια». (…)
Μερικές στιγμές αργότερα είναι η σειρά του Στέλιου Καζακίδη. (…) Ολοι ακούνε την προσφορά που του γίνεται μεγαλόφωνα.
Μίλησε, πες ποιους γνωρίζεις…. Και θα φύγεις.
Αδέλφια ψηλά τα κεφάλια!
Γκεσταπίτες και προδότες εξακολουθούν να τον γυροφέρνουν. Τα κεφάλια σκύβουνε καθώς περνά μπροστά από τις γραμμές.
Μα ο Καζακίδης μοιάζει να ζει σ’ άλλους κόσμους. Κάποια στιγμή οι πατριώτες που βρίσκονται στην πλατεία άκουσαν τη φωνή του δυνατή ήρεμη.
– Αδέλφια ψηλά τα κεφάλια σας… Δεν πρόκειται να προδώσω κανέναν.
Τον τραβήξανε στη μάντρα. (…)
Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι ένα μικρό μέρος του αφιερώματος που επιμελήθηκε ο Νίκος Καραντηνός και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα μας στις 24/8/1980.
Με μαρτυρίες αλλά και αποσπάσματα από βιβλία και εφημερίδες της εποχής, αποτύπωνε τόσο τη φρίκη και το μέγεθος του εγκλήματος των ναζί και των συνεργατών τους, όσο και το μεγαλείο του λαού της Κοκκινιάς, το σθένος των αγωνιστών της συνοικίας.
Το μπλόκο της 17ης Αυγούστου 1944 ήταν το μεγαλύτερο απ’ τα τρία μπλόκα που έγιναν μέσα στο 1944 στην Κοκκινιά. Στην κάλυψη της βαθιάς νύχτας, περίπου 2.500 Γερμανοί και ταγματασφαλίτες, με τανκς και βαρύ πυροβολικό, μπήκαν στις γειτονιές της Κοκκινιάς.
«Ολόκληρα τετράγωνα παραδίδονται στις φλόγες», έγραψε η παράνομη εφημερίδα «Τα Νιάτα», του Συμβουλίου της ΕΠΟΝ Αθήνας. «Σπαραχτικές κραυγές ακούγονται απ’ τα σπίτια. Γυναίκες καίγονται ζωντανές. Πάνω από 150 παληκάρια βασανίζονται, σφάζονται, τουφεκίζονται εκεί μπροστά στις μονάδες, στις αδελφές. Τραντάζεται ο Πειραιάς από το οργισμένο κλάμα. Τρελλαίνονται πολλοί απ’ το κακό που γίνεται. Αφάνταστο, πρωτάκουστο, άγριο το έγκλημα. Και στο τέλος σέρνουν μαζί τους οι καννίβαλοι πάνω από 6000 άντρες, νέους, παιδιά για το Χαϊδάρι…».
Παράλληλα με τις εκτελέσεις γινόταν μάχη στις γειτονιές. Μια ομάδα ανταρτών, με επικεφαλής την κομμουνίστρια Διαμάντω Κουμπάκη, κρύβονταν στο βόρειο τμήμα της πόλης. Οταν την πιάνουν κι αυτή, φωνάζει πριν την εκτελέσουν:
«Μια ζωή τη χρωστάμε, ας μην την πάρουν οι προδότες. Υπάρχουν χιλιάδες λεβέντες. Θα τους εκδικηθούν».
Βλ. περισσότερα:
– Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1939 – 1949, τόμ. Β1, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2018, σελ. 334 – 347.
– Σπύρος Α. Κωτσάκης, «Εισφορά στο χρονικό της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης στην Αθήνα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1986, σελ. 213 – 214.