«Δεν κιότεψα, δεν λύγισα» – Η ποιητική γραφή του Μίκη Θεοδωράκη στα τραγούδια του
Αποφεύγοντας τα μεγάλα λόγια και τους ύμνους για τον Μίκη Θεοδωράκη, ας αναφερθούμε στην ποίησή του και τους στίχους του, που συναντάμε στα τραγούδια του. Η ποιητική γραφή του στο μουσικό του έργο, ως βίωμα του ίδιου του Μίκη Θεοδωράκη, ταυτίζεται με την σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας.
Ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε στις 29 του Ιούλη 1925 στη Χίο και έφυγε από τη ζωή, πριν ακριβώς δυο χρόνια, σαν σήμερα, στις 2 του Σεπτέμβρη 2021. Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από τον Γαλατά Χανίων και της μητέρας του από την Κρήνη (Τσεσμέ) της Μικράς Ασίας.
Αποφεύγοντας τα μεγάλα λόγια και τους ύμνους για τον Μίκη Θεοδωράκη, ας αναφερθούμε στην ποίησή του και τους στίχους του, που συναντάμε στα τραγούδια του.
Έγραφε ο Μίκης Θεοδωράκης στίχους και ποιήματα από τα νεανικά του χρόνια.
Ποίηση και στίχους του βρίσκουμε στα μουσικά του έργα: “Αρχιπέλαγος”, “Μαγική Πόλη” με δύο τραγούδια, το Βάρκα στο γιαλό και το Φεγγάρι κάνει βόλτα. Επίσης στα έργα του “Το τραγούδι του νεκρού αδελφού”, “Χρυσοπράσινο φύλλο” με ένα τραγούδι το Μανούλα μου ο γιόκας σου, “Τα τραγούδια του αγώνα”, Τα τραγούδια του Αντρέα” με τα Είμαστε δυο, Είσαι Έλληνας, Καιρός να δεις (Σου είπαν ψέματα πολλά), Το σφαγείο.
Επίσης: “Ο ήλιος και ο χρόνος”, “Αρκαδία Ι” και “Αρκαδία VI”, “Στην Ανατολή” και “Διόνυσος”, καθώς και σε άλλα σκόρπια τραγούδια του.
Η ποιητική γραφή του στο μουσικό του έργο, ως βίωμα του ίδιου του Μίκη Θεοδωράκη, ταυτίζεται με την σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας.
Στην ποίησή του και στους στίχους του, βλέπουμε ανάγλυφα τις θυσίες, τους αγώνες, τις ελπίδες, κρυφές και φανερές, του λαού, αλλά και του ίδιου.
Τα νιάτα, οι έρωτες, η Κατοχή, ο εμφύλιος, οι γεμάτες από προδοσίες δεκαετίες του ’50 και ’60, η Χούντα, η Μεταπολίτευση, όσα έχουν συμβεί μέχρι τις μέρες μας, μέχρι εκεί που έζησε ο Μίκης Θεοδωράκης.
Το μουσικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη στο σύνολό του, είναι προέκταση της ζωής του και η ζωή του προέκταση της μουσικής του, όπως συμβαίνει άλλωστε στους μεγάλους συνθέτες.
Γράφει ο Μίκης Θεοδωράκης, στο υστερόγραφο του β’ τόμου “Οι δρόμοι του Αρχάγγελου”:
«Για αλλού ξεκινάει κανείς και αλλού πάει. Ξεκίνησα, όπως σας είπα, να σας μιλήσω βασικά για τη μουσική μου. Όμως στην πορεία είδα ότι η μουσική μου είναι η ζωή μου. Όλη η ζωή μου. Σε όλες τις λεπτομέρειες. Πώς να μιλήσεις για το λουλούδι, αν δεν μιλήσεις για το δέντρο. Και πώς να μιλήσεις για το δέντρο, αν δεν μιλήσεις για το χώμα. Τη μάνα γη. Τη μάνα ζωή. Έτσι λοιπόν σας μίλησα για τη μάνα ζωή μου…»
Όλοι μας αντλούμε δύναμη από διάφορες πηγές· πίνουμε νερό και προχωράμε. Μια από τις πηγές αυτές, σίγουρα είναι τα τραγούδια αλλά και ολόκληρο το έργο του Μίκη Θεοδωράκη.
Βουνά σας χαιρετώ
Από τον δίσκο του Μίκη Θεοδωράκη “Στην Ανατολή” (1974)
Ερμηνεύει ο Στέλιος Καζαντζίδης με την Χαρούλα Αλεξίου
Βουνά, βουνά σας χαιρετώ
φεύγω μακριά
για ταξίδι μεγάλο
δίχως πηγαιμό, δίχως γυρισμό.
Δεν κιότεψα δεν λύγισα
και τη ζωή αψήφησα.
Μονάχα μια καρδιά πονώ
μόνο μία καρδιά
αυτή μόνο θα νιώσει
το σκληρό καημό απ’ το χωρισμό.
Το 1974 κυκλοφορεί ο δίσκος “Στην Ανατολή”, με τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Με δικούς του στίχους είναι τα τραγούδια Άστατο πουλί, Δέκα παληκάρια, Μες στην ταβέρνα, Φωτιές φωτιές, Βουνά σας χαιρετώ και Στην Ανατολή.
Ο ίδιος ο Μ. Θεοδωράκης αναφέρει:
«…Κι έτσι έγραψα το τραγούδι “Στην Ανατολή” εμπνευσμένο από τις γειτονιές όπου έζησα και ανήκα κι εγώ. Τις λέγαμε τότε, τον καιρό της Κατοχής, Ανατολικές Συνοικίες. Εκεί ανήκα κι εγώ και εκεί δώσαμε τις μάχες ενάντια στον καινούργιο καταχτητή, τους Άγγλους ιμπεριαλιστές, στα Δεκεμβριανά και εκεί πάλι θ’ αρχίσουμε σιγά σιγά την οργάνωση του Λαού και είμαι βέβαιος πως τίποτα δεν πήγε χαμένο…»
Στην Ανατολή
Στην Ανατολή γλυκοκελαηδεί
αχ το αηδονάκι, γκυκοκελαηδεί
Και μου λέει με πικρό καημό
Και μου λέει κάποιο μυστικό
Στην Ανατολή μελαχρινό παιδί
δεν μπορεί να κλάψει κι όλο τραγουδεί
….
Το έργο αυτό δεν ακούστηκε ανάλογα με την αξία του, με ευθύνη των τότε ΜΜΕ και της δισκογραφικής εταιρείας.
Ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης το θεωρεί από τα σπουδαιότερα έργα του.
Τα τραγούδια τα ερμηνεύουν ο Στέλιος Καζαντζίδης μαζί με την Χαρούλα Αλεξίου, σε στίχους Μίκη Θεοδωράκη, Μιχάλη Κακογιάννη, Γιάννη Καλαμίτση, Κώστα Στυλιάτη.
Μπουζούκι: Λάκης Καρνέζης, Χρήστος Νικολόπουλος.
***
Η απαγωγή
Ερμηνεύει η Μαίρη Λίντα και παίζει μπουζούκι ο Μανώλης Χιώτης, από τον δίσκο “Αρχιπέλαγος” (1960)
Θα πάρω μια βαρκούλα μανούλα μου
στον Κάτω Γαλατά
και στην Αθήνα θα’ ρθω καρδούλα μου
καβάλα στο νότια.
Και σαν θα ‘ρθει το δειλινό
στον κήπο σου θα μπω
να κόψω τα τριαντάφυλλα
να κόψω τ’ άστρα τ’ ουρανού
και τον Αυγερινό
Θα βάλω στη βαρκούλα μανούλα μου
λουλούδια και φιλιά
δυο γλάροι ταξιδεύουν καρδούλα μου
καβάλα στο βοριά.
Και νάτη η Κρήτη φάνηκε
γαλάζια και ξανθιά
στη θάλασσα στα μάτια της
στον ουρανό στην αγκαλιά
τον ήλιο στα μαλλιά.
Θ’ αράξω τη βαρκούλα μανούλα μου
μπροστά σε μια σπηλιά
θα σε ταΐζω χάδια καρδούλα μου
καβούρια και φιλιά.
Στη μάνα μου στον κύρη μου
λέγω και τραγουδώ
σας φέρνω την τριανταφυλλιά
σας φέρνω τ’ άστρα τ’ ουρανού
και τον Αυγερινό.
Το “Αρχιπέλαγος” είναι μια σειρά τραγουδιών, με στίχους Νίκου Γκάτσου, Οδυσσέα Ελύτη, Δημήτρη Χριστοδούλου, Πάνου Κοκκινόπουλου και Μίκη Θεοδωράκη.
Μεταξύ άλλων εμπεριέχει και τα τραγούδια: Σε πότισα ροδόσταμο, Μυρτιά, Είχα φυτέψει μια καρδιά, Ροδιά τετράκλωνη κ. ά.
Συμπεριλήφθηκε και το “Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου” με τη Μαίρη Λίντα, σε στίχους Νίκου Γκάτσου. Η πρώτη εκτέλεση ήταν με την Γιοβάννα.
Τραγούδια σε στίχους του ίδιου του Μίκη Θεοδωράκη, εκτός από την “Απαγωγή”, είναι και τα “Πάμε βόλτα στα Χανιά”, “Μαργαρίτα Μαργαρώ” και “Το παλικάρι”.
***
Πάμε βόλτα στα Χανιά
Από τον δίσκο “Αρχιπέλαγος” (1960)
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης – Καίτη Θύμη
Στο μπουζούκι ο Μανώλης Χιώτης
Το Σαββάτο το βράδυ φτάνει,
δωσ’ μου μάνα καινούρια αλλαξιά.
Τα παιδιά με προσμένουν στο λιμάνι
στο μπαλκόνι καθισμένη η κοπελιά.
Μοσχοβολούν οι γλάστρες
μοσχοβολάει ο σγουρός βασιλικός
μοσχοβολάει η αγάπη
κύμα με το κύμα μεγαλώνει ο ωκεανός.
Πάμε βόλτα στα Χανιά, στην κάτω γειτονιά
να πάρουμε μια βάρκα με πανιά.
Πάμε βόλτα στα Χανιά, στην κάτω γειτονιά
στη θάλασσα να βγούμε στ’ ανοιχτά.
Το Σαββάτο το βράδυ φως μου
είμαι πρίγκιπας, είμαι υπουργός,
έχω όλα τα πλούτη του κόσμου
δικιά μου η θάλασσα κι ο ουρανός δικός.
Το μπαλκονάκι σου δικό μου
δικές μου οι γλάστρες κι ο σγουρός βασιλικός
κι αν με κοιτάξεις στα μάτια
σκλάβος σου γίνομαι και υπήκοος πιστός.
***
Το 1962 κυκλοφορεί ο δίσκος “Το τραγούδι του νεκρού αδελφού”, που είναι κύκλος τραγουδιών από την ομώνυμη θεατρική παράσταση. Η προσωπική ματιά του Μίκη Θεοδωράκη, για τον εμφύλιο.
Εκείνη τη συγκεκριμένη εποχή, την πραγματικά δύσκολη, με όλο το φορτίο των ανάμικτων συναισθημάτων, δεν έτυχε αναγνώρισης. Όποια άποψη κι αν έχει ο καθένας γι’ αυτό το έργο, δε παύει να είναι ένα από τα κορυφαία του Μίκη Θεοδωράκη.
Προδομένη αγάπη
Ερμηνεία: Βέρα Ζαβιτσιάνου
Τα μεσάνυχτα που σμίγουνε οι ώρες,
προδομένη μου αγάπη,
τα μεσάνυχτα που σμίγουν οι καρδιές μας,
προδομένη μου αγάπη.
Νταν, νταν, νταν, νταν, νταν σημαίνει
νταν, το τέλος της αγάπης.
Δυο πουλιά, δύο περιστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια.
Τα μεσάνυχτα που είναι μακριά ο ήλιος,
προδομένη μου αγάπη,
τα μεσάνυχτα που είναι κοντά οι ζωές μας,
προδομένη μου αγάπη.
Τα μεσάνυχτα θα σε περιμένουν,
προδομένη μου αγάπη
σαν θα φύγει το φεγγάρι στο σκοτάδι,
προδομένη μου αγάπη.
Στον κύκλο τραγουδιών “Το τραγούδι του νεκρού αδελφού”, έπαιξαν οι μουσικοί: Κώστας Παπαδόπουλος, Λάκης Καρνέζης: μπουζούκια, Γάννης Διδίλης: πιάνο, Σταύρος Πλέσσας: κιθάρα, Γιάννης Βασιλόπουλος: κλαρίνο.
***
Στα περβόλια
Ερμηνεύει συγκλονιστικά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, από τον δίσκο του Μίκη Θεοδωράκη “Το τραγούδι του νεκρού αδελφού” (1962)
Οι στίχοι σ’ ολόκληρο το έργο είναι του Μίκη Θεοδωράκη. Σε ένα τραγούδι, το Κοιμήσου αγγελούδι μου (Νανούρισμα) οι στίχοι είναι του Κώστα Βίρβου.
Στα περβόλια μες στους ανθισμένους κήπους
σαν άλλοτε θα στήσουμε χορό
και το Χάρο θα καλέσουμε
να πιούμε αντάμα και να τραγουδήσουμε μαζί.
Κράτα το κλαρίνο και το ζουρνά
κι εγώ θα ‘ρθω με τον μικρό μου τον μπαγλαμά.
Αχ κι εγώ θα ‘ρθω…
Μες στης μάχης τη φωτιά με πήρες Χάρε
πάμε στα περβόλια για χορό.
Στα περβόλια, μες στους ανθισμένους κήπους
αν σε πάρω, Χάρε, στο κρασί
αν σε πάρω στο χορό και στο τραγούδι
τότες χάρισέ μου μιας νυχτιάς ζωή
Κράτα τη καρδιά σου μάνα γλυκιά
κι εγώ είμαι ο γιος που γύρισε
για μια σου ματιά
Αχ, για μια ματιά…
Για το μέτωπο σαν έφυγα, μανούλα
εσύ δεν ήρθες να με δεις.
Ξενοδούλευες και πήρα μόνος μου το τρένο
που με πήγε πέρ’ απ’ τη ζωή…
«…Έτσι το έδαφος ήταν έτοιμο για τα “μεγάλα ζεϊμπέκικα” όπως τ’ αποκαλώ, δηλαδή το Ένα δειλινό, Τον Παύλο και τον Νικολιό, Το όνειρο, Τα περβόλια και το Ενωθείτε. Πώς να μνημονεύσω και πώς να τονίσω καλύτερα το λαϊκό χορό των χορών, το ζεϊμπέκικο, από το να τον παντρέψω με την θεματολογία των πρόσφατων παθών του ελληνικού λαού; Ο ζεϊμπέκικος για τον πολύ κόσμο σημαίνει ταβέρνα, σπάσιμο πιάτων, διασκέδαση. Για μένα όμως, είχαν περάσει μόλις δέκα χρόνια απ’ τον καιρό που τον χορεύαμε στις σκηνές, στο Μακρονήσι, με τη σκέψη γεμάτη με άλλους είδους προσδοκίες και όνειρα. Εξ άλλου η δεκαετία του ’60 ήταν για πολύ κόσμο και προ παντός για τους νέους, ένα καινούργιο ξεκίνημα…»
Μίκης Θεοδωράκης
***
Στην περίοδο της Χούντας ο Μίκης Θεοδωράκης εξορίστηκε, με την οικογένειά του, στη Ζάτουνα της Αρκαδίας. Εκεί έμεινε από τον Αύγουστο του 1968 μέχρι το Νοέμβρη του 1969. Τότε γράφει και συνθέτει κύκλους τραγουδιών, τις “Αρκαδίες”, σε ποίηση Ανδρέα Κάλβου, Άγγελου Σικελιανού, Μάνου Ελευθερίου, Τάκη Σινόπουλου και άλλων.
Στην “Αρκαδία VI” υπάρχουν σε ποίηση δική του, το “Θούριον” και “Στον Άγνωστο Ποιητή”.
Στον Άγνωστο Ποιητή
Από την “Αρκαδία VI”
Γράφτηκε το 1969 στη Ζάτουνα
Ερμηνεία: Μαρία Φαραντούρη
Ρήγα Φεραίε σε σε κράζω.
Από την Αυστραλία στον Καναδά
κι από την Γερμανία στην Τασκένδη,
σε φυλακές, σε βουνά και σε νησιά,
διασκορπισμένοι οι Έλληνες.
Διονύσιε Σολωμέ σε σε κράζω.
Κρατούμενοι και κρατούντες,
δέροντες και δερόμενοι,
διατάσσοντες και διατασσόμενοι,
τρομοκρατούντες και τρομοκρατούμενοι,
κατέχοντες και κατεχόμενοι,
διηρημένοι οι Έλληνες.
Αντρέα Κάλβε σε σε κράζω.
Λαμπερότατος ο ήλιος απορεί,
απορούν τα βουνά και τα έλατα,
οι ακρογιαλιές και τ’ αηδόνια,
λίκνο ομορφιάς και μέτρου η πατρίς μου,
σήμερα τόπος θανάτου.
Κωστή Παλαμά σε σε κράζω.
Ποτέ άλλοτε τόσο φως έγινε σκότος,
τόση ανδρεία φόβος,
τόση αδυναμία η δύναμη,
τόσοι ήρωες μαρμάρινες προτομές,
πατρίς του Διγενή και του Διάκου η πατρίς μου,
σήμερα χώρα υποτελών.
Νίκο Καζαντζάκη σε σε κράζω.
Κι όμως αν λησμονήσουν οι θνητοί
που μιλούν ακόμα τη γλώσσα του Ανδρούτσου,
η μνήμη κατοικεί πίσω από τα σίδερα και τις σκοπιές,
η μνήμη κατοικεί μέσα στα λιθάρια,
φωλιάζει στα κίτρινα φύλλα
που σκεπάζουν το κορμί σου Ελλάδα.
Άγγελε Σικελιανέ σε σε κράζω.
Η ψυχή της πατρίδας μου είσ’ εσύ πολύμορφο ποτάμι,
τυφλό από το αίμα, κούφιο από το δόγκο,
ανήμπορο από το μέγα μίσος και τη μεγάλη αγάπη,
που εξίσου εξουσιάζουν την ψυχή σου.
Η ψυχή της πατρίδας μου είναι
δυο χειροπέδες σφιγμένες σε δυο ποτάμια,
δυο βουνά δεμένα με σκοινιά
στον πάγκο της ταράτσας,
ο Αργίτικος κάμπος φουσκωμένος από το μαστίγιο
και ο Όλυμπος κρεμασμένος πισθάγκωνα
από το κατάρτι του αεροπλανοφόρου για να ομολογήσει.
Η ψυχή της πατρίδας μου είναι αυτός ο σπόρος
που άπλωσε ρίζες πάνω στο βράχο.
Είσ’ εσύ μάνα, γυναίκα, κόρη,
που αγναντεύεις τη θάλασσα και τα βουνά
και κρυφοβάφεις μ’ αίμα
τα κόκκινα αυγά της Αναστάσεως
που εγκυμονούν οι καιροί και οι άντρες.
Αν ποτές να ‘ρθει στη δύστυχη χώρα μου,
Πάσχα των Ελλήνων.
Άγνωστε Ποιητή σε σε κράζω.
***
“Τα τραγούδια του αγώνα” (1974)
Ερμηνεύουν: Μαρία Φαραντούρη, Μαρία Δημητριάδη, Λάκης Καραλής και ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης.
Ποίηση: Μίκης Θεοδωράκης, Αλέκος Παναγούλης, Γεωργία Δεληγιάννη – Αναστασιάδη, Νότης Περγιάλης, Μάνος Ελευθερίου, Ανδρέας Κάλβος (Αρκαδία IV).
Τα τραγούδια σε ποίηση του ίδιου του Μίκη Θεοδωράκη είναι: “Όταν χτυπήσεις δύο φορές”, “Μην ξεχνάς τον Ωρωπό”, “Διότι δεν συνεμορφώθην”.
Το εξώφυλλο του δίσκου είναι της Ξανθίππης Μίχα – Μπανιά.
Μην ξεχνάς τον Ωρωπό
Από “Τα τραγούδια του αγώνα” (1974)
Ερμηνεύουν: Μίκης Θεοδωράκης, Μαρία Δημητριάδη, Λάκης Καραλής
Το “Μην ξεχνάς τον Ωρωπό” και το “Διότι δεν συνεμορφώθην” σε στίχους του Μίκη Θεοδωράκη, είναι τραγούδια γραμμένα στον Ωρωπό, το φθινόπωρο του ’69. Τα τραγουδούσαν καθημερινά, όλοι οι κρατούμενοι στην αυλή και στην τραπεζαρία.
***
Από το “Ο ήλιος και ο χρόνος”
Η πρώτη ηχογράφηση έγινε στο Παρίσι το 1971
Πρώτη κυκλοφορία σε βινύλιο στην Ελλάδα το 1975
Ερμηνεύουν: Αντώνης Καλογιάννης, Μαρία Δημητριάδη
Απαγγελία: Georges Wilson
Ήλιε, θα σε κυτάξω στα μάτια
Έως ότου ξεραθεί η όρασή μου
να γεμίσει κρατήρες με σκόνη
να γίνει σελήνη δίχως διάστημα,
κίνηση, ρυθμό,
χαμένων διάτων, διάτων εσβεσμένος
από αιώνες καταδικασμένος
ν’ ακούει φωνές ανθρώπων
ν’ ανασαίνει πτωμαΐνη λουλουδιών
ο άνθρωπος πέθανε, ζήτω ο άνθρωπος
***
Από το ποιητικό και μουσικό έργο “Ο ήλιος και ο χρόνος”
Ερμηνεία: Μαρία Φαραντούρη
Απαγγελία: Georges Wilson
Επουράνιοι ποταμοί, υπόγειοι χείμαρροι
κατεβαίνουν καλπάζοντας οδός ονείρων Ομόνοια
Σίλβα Σίλβα
Τα νερά τους ξανθά, δύο στρώματα ξανθά,
δυο στρώματα πράσινα
Στη μέση εγώ κόκκινη ακρίδα
Φτερά φυσαρμόνικες, ήχοι από νερό
σαύρες, φεγγάρια βουτούν, βυθίζονται πνίγονται
κάγκελα, κάγκελα, κάγκελα
***
Ο ήλιος και ο χρόνος
Κύκλος ποιημάτων του Μίκη Θεοδωράκη
(αποσπάσματα)
….
Ο χρόνος διαλύεται μέσα στη στιγμή
το ελάχιστο γίνεται ο μέγιστος τύραννος
Βασανίζει ανθισμένες πληγές
γεμάτα χαμόγελα και υποσχέσεις
για κάτι άλλο – αυτό το άλλο
είναι που ζούμε κάθε στιγμή
νομίζοντας ότι ζούμε το άλλο
όμως το άλλο δεν υπάρχει
είμαστε εμείς η Μοίρα μας
που μας λοξοκοιτάζει – Σφίγγα
που ξέχασε το αίνιγμα
δεν έχουμε τίποτα να λύσουμε, τίποτα
δεν υπάρχει αίνιγμα
δεν υπάρχει διαφυγή
από τον πύρινο κύκλο του Ήλιου και του θανάτου
του ήλιου και του θανάτου
….
Τα κελιά ανασαίνουν
τα κελιά που βρίσκονται ψηλά
τα κελιά που βρίσκονται χαμηλά
Η βροχή μας ενώνει
Ο ήλιος ντράπηκε να φανεί Νίκο
Γιώργο κρατιέμαι από ένα λουλούδι
….
Επάνω στο ξερό χώμα της καρδιάς μου
εφύτρωσε ένας κάκτος
πέρασαν πάνω από είκοσι αιώνες
που ονειρεύομαι γιασεμί
Τα μαλλιά μου μύρισαν γιασεμί
η φωνή μου είχε πάρει
κάτι από το λεπτό άρωμά του
Τα ρούχα μου μύρισαν γιασεμί
Η ζωή μου είχε πάρει
κάτι από το λεπτό άρωμά του
Όμως ο κάκτος δεν είναι κακός
Μονάχα δεν το ξέρει και φοβάται
Κυτάζω τον κάκτο μελαγχολικά
Ποτέ πέρασαν κιόλας τόσοι αιώνες
θα ζήσω άλλους τόσους
ακούγοντας τις ρίζες να προχωρούν
μέσα στο ξερό χώμα της καρδιάς μου
….
Ποτέ, ποτέ, ποτέ, δεν θα μπορέσω
να ξεδιπλώσω όλες τις σημαίες
πράσινες, κόκκινες, κίτρινες, μπλε,
μωβ, θαλασσιές
Ποτέ, ποτέ, ποτέ, δεν θα μπορέσω
να μυρίσω όλα τ’ αρώματα
πράσινα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε,
μωβ, θαλασσιά
Ποτέ, ποτέ, ποτέ, δεν θα μπορέσω
ν’ αγγίξω όλες τις καρδιές
όλες τις θάλασσες να ταξιδέψω
Ποτέ, ποτέ, ποτέ, δεν θα γνωρίσω
τη μια σημαία, τη μοναδική
εσένα Τάνια
Δεν θα γνωρίσω τη μια σημαία τη μοναδική
εσένα Τάνια
….
Ανάμεσα σε μένα και τον ήλιο
δεν υπάρχει
παρά μόνο η διαφορά του χρόνου
Ανατέλλω και δύω
υπάρχω και δεν υπάρχω
με βλέπουν
χωρίς να μπορώ να δω τον εαυτό μου
….
Τα ποιήματα τα έγραψε, υπό την απειλή του θανάτου, σε κελί της Κρατικής Ασφάλειας Αθηνών, από τον Αύγουστο του 1967 και όσο χρόνο τον κρατούσαν εκεί. Κάποια ποιήματα τα μελοποίησε και ηχογραφήθηκαν, για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε δίσκο το 1975.
Σε αυτόν το δίσκο τραγουδούν: Μαρία Φαραντούρη, Μαρία Δημητριάδη, Αντώνης Καλογιάννης, Πέτρος Πανδής.
***
Από τον δίσκο “Της εξορίας” (1976)
Μίκης Θεοδωράκης – Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Σε αυτόν το δίσκο υπάρχουν τραγούδια με στίχους των Μανώλη Αναγνωστάκη, Τάσου Λειβαδίτη, Πάνου Λαμψίδη, Γιάννη Νεγρεπόντη και άλλα δύο σε στίχους του Μίκη Θεοδωράκη: “Πέτρουλας”, “Χτύπα, χτύπα”.
Θάλασσες μας ζώνουν
(Το τραγούδι της εξορίας)
Στίχοι: Μίκης Θεοδωράκης και άλλων εξόριστων
Θάλασσες μας ζώνουν, κύματα μας κλειούν
σ’ άγριους βράχους πάνω, τα νιάτα μας φρουρούν
Στείλαν του λαού μας τ’ άξια τα παιδιά
για να λυγίσουν σε δεσμά βαριά
Στων φρουρών το πείσμα θα σταθούμε ορθοί
στις καρδιές ατσάλι, φλόγα στην ψυχή
Μάνα μη στενάζεις, μάνα μη θρηνείς
τώρα πέφτουν οι θρόνοι και τραντάζει η γης
Η αυγή χαράζει πάνω στα βουνά
ο εχθρός λουφάζει, φτάνει η λευτεριά
Χτυπάτε τους αδέλφια, χτυπάτε δυνατά
σαν χτυπάει ο Μάρκος, (ο λαός μας), σειέται γη στεριά
Απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του Μίκη Θεοδωράκη “Οι δρόμοι του Αρχάγγελου”
Ικαρία 1947
….
«Οπότε ανοίγει τις μπουκαπόρτες και ορμά το νεράκι της θάλασσας. Όταν το έφτασε ως τα γονατά μας, τις έκλεισε. Να όμως που εμείς δεν μπορούσαμε πια να καθίσουμε να ξεκουραστούμε. Έτσι λοιπόν, όρθιοι ακούμε το πλοίο να ξύνει τον πάτο της θάλασσας και να ακινητοποιείται. Ανοίγει η μπροστινή πόρτα κι ακριβώς απέναντι βλέπουμε την επιγραφή ΚΟΙΝΟΤΗΣ ΑΓΙΟΥ ΚΗΡΥΚΟΥ…
…πρότεινα στον θάλαμο να γράψουμε όλοι μαζί ένα τραγούδι. Λέω τον πρώτο στίχο, για να κινήσω τη μηχανή: “Θάλασσες μας ζώνουν”, “κύματα μας κλειούν” λέει ένας άλλος. Ο καθένας έβρισκε κι ένα στίχο και τέλος διαλέγαμε τον καλύτερο. “Σ’ άγριους βράχους πάνω τα νιάτα μας φρουρούν – στείλαν του λαού μας – τ’ άξια τα παιδιά – για να λυγίσουν σε δεσμά βαριά.” Την άλλη μέρα πήρα τους στίχους και πήγα στο βράχο. Το βράδυ τους τραγούδησα το νέο μας τραγούδι. Το μάθαμε τόσο ωραία – με τριφωνίες – που βγήκαμε στην αυλή που δέσποζε πάνω από τη χαράδρα και το τραγουδούσαμε δυνατά, να μας ακούσουν και οι άλλοι…Έτσι γράφτηκε και τραγουδήθηκε “Το τραγούδι της εξορίας”. Έγραψα τότε κι άλλα δύο τραγουδάκια. Το ένα για το άρθρο δέκα, που μας διατάζει “να μην έχουμε γυναίκα” και το άλλο για τους “τρεις αρραβωνιασμένους στην Ικαρία” σε ρυθμό καλαματιανό, που το χορεύαμε στις μουσικοχορευτικές μας εσπερίδες. Σ’ αυτές παίρναν μέρος και οι ντόπιοι. Έφερναν τα όργανά τους. Τραγουδούσαν και χόρευαν ικαριώτικος χορούς…»
***
Χαίρε
Από τον δίσκο “Χαιρετισμοί” (1982), με την Δήμητρα Γαλάνη
Συμμετέχει η Χορωδία της Τερψιχόρης Παπαστεφάνου
Είναι τραγούδια σε ποίηση Γιάννη Θεοδωράκη, Αγγελικής Ελευθερίου και ένα, το τελευταίο του Μίκη Θεοδωράκη, το “Χαίρε”.
Στην άκρη του καλοκαιριού
θα ‘ρθω να σ’ ανταμώσω
το πέλαγο, τα κύματα
στα πόδια σου ν’ απλώσω.
Χαίρε πέτρινο λουλούδι
με το χρώμα της φωτιάς
χαίρε κόκκινο τραγούδι
απ’ το αίμα της καρδιάς.
Στην άκρη του καιρού
θα στήσω τη μορφή σου
με πίκρα και με λησμονιά
θα δέσω την ψυχή σου.
Η έκδοση του δίσκου έγινε το 1982, όπου και το απόσπασμα από την σημείωση του Μίκη Θεοδωράκη:
«Το καλοκαίρι φέτος ήταν ψυχρό. Τη νύχτα ο Ευάγγελος ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά. Κάθισε στο κρεββάτι και δίχως να σκέφτεται έβαλε τις χοντρές του μπότες. Έριξε πάνω από τις πιτζάμες το πουλόβερ και βγήκε στον κήπο. Κάθησε σε μια πέτρα, αντικριστά στο άστρο Ιχώρ και ονειρεύτηκε:
Ήταν μόνος σ’ έναν απέραντο κάμπο. Καθώς ρόδιζε η ανατολή, είδε μια μεγάλη μαύρη γραμμή στη ρίζα του ορίζοντα. Ήταν τα τείχη. Δεν άκουσε λάλημα πετεινού, ούτε κελάηδισμα πουλιών. Όμως, καθώς το φως προχωρούσε, ανέβαινε, μέσα από το χώμα ένα βουητό σαν μουρμούρισμα από χίλια στόματα μαζί, όμως σε διαφορετικούς τόνους το καθένα. Ήταν τα τείχη που τραγουδούσαν. Τότε γύρισε την πλάτη στα τείχη και είδε τη σκιά του να μεγαλώνει και να προχωρεί γρήγορα σαν φίδι μέσα στον κίτρινο κάμπο. Ξαφνικά άκουσε ένα δυνατό ήχο, σαν έκρηξη μπόμπας, κατάλαβε ότι ο ίσκιος του τσακίστηκε πάνω στα τείχη. Τότε μόνο σκέφτηκε ότι όλος ο κόσμος ήταν ζωσμένος με τα τείχη. Δεν έκλαψε, μόνο σήκωσε το να δει τον ουρανό. Όμως, πράγμα παράξενο, ουρανός δεν υπήρχε…»
***
Διόνυσος
Από το ένθετο του δίσκου “Διόνυσος” που ηχογραφήθηκε τον Δεκέμβρη του 1984 και κυκλοφόρησε τον Φλεβάρη του 1985.
ΚΑΤΑΤΟΠΙΣΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ – ΠΑΡΑΓΩΓΟΥ
Ο Διόνυσος, όπως είναι γνωστό, έλαβε μέρος στη μάχη Μακρυγιάννη, τον Δεκέμβρη του 1944. Στις 10 του Δεκέμβρη ο Αγγλικός στρατός κατέλαβε την Ακρόπολη. Παρά την υπόσχεσή τους ότι θα σεβαστούν το ιερό μνημείο, από κει π ι σ ώ π λ α τ α, ήρθε το θανάσιμο πλήγμα. Ο Διόνυσος κηδεύτηκε την ίδια μέρα, στις 10 του Δεκέμβρη μαζί με δεκάδες άλλα αγόρια και κορίτσια, που είχαν προσφέρει κι αυτά τα νειάτα τους στην Άνοιξη.
Η φανταστική πομπή ξεκίνησε από τη γωνία Τζιραίων και Συγγρού και σε συνέχεια ακολούθησε προς τ’ αριστερά την Διονυσίου του Αρεοπαγίτου.
Ήταν φυσικό η ζωή της Ελλάδας να κινηθεί από τότε με άξονα την πομπή του Διονύσου. Οι Έλληνες φώναζαν: ο Διόνυσος Ζει – ο Λαμπράκης Ζει – ο Πέτρουλας Ζει – ο Παναγούλης Ζει – και ούτω κάθ’ εξής. Γιατί φυσικά ο Διόνυσος παρ’ ότι νεκρός διατηρούσε, ως ημίθεος, ολοζώντανη τη παρουσία του.
Περιστοιχισμένος πάντοτε από εφήβους και νύμφες διέτρεχε τη χώρα, που θεϊκή μοίρα τον είχε καταδικάσει έκτοτε σε χίλιες δυο δοκιμασίες.
Φυσικά χάρη στο πνεύμα του Διονύσου η ψυχή των ελλήνων, ετρέφετο με φως έτσι ώστε πάντοτε να είναι νικητής ο Λαός. Να όμως που η πορεία ύστερα από 40 χρόνια οδηγήθηκε αντί για τους ανθισμένους λειμώνες – όπως όλοι το εφαντάζοντο – στην ΠΝΥΚΑ όπου ήδη έχουν συναθροιστεί οι κάθε λογής θανάσιμοι εχθροί του Διονύσου για να τον καταδικάσουν.
Ο δημιουργός του έργου “ΔΙΟΝΥΣΟΣ” προσπαθεί να περιγράψει τα συγκεκριμένα συμβάντα, ενώ από την άλλη πλευρά προσπαθεί να καταγράψει τις μνήμες, τις γνώμες και τα σχόλια που περνούν από την σκέψη του Διόνυσου κατά τη διάρκεια της Δίκης και λίγα λεπτά πριν από το τελειωτικό τ έ λ ο ς.
Ο “ΣΕΙΡΙΟΣ” παρακάλεσε τον ποιητή και συνθέτη να μας περιγράψει ιδιοχείρως τις σκέψεις του έργου.
*
Ακολουθούν στο ένθετο του δίσκου, ιδιόχειρα σχεδιαγράμματα του Μίκη Θεοδωράκη. Εδώ παρουσιάζεται το τέλος.
[Ο “Σείριος” είναι δισκογραφική εταιρεία που ίδρυσε ο Μάνος Χατζιδάκις]
***
Ερμηνεία: Θανάσης Μωραΐτης και χορωδία, υπό την διεύθυνση του Αντ. Κοντογεωργίου
Από τον δίσκο “Διόνυσος” που κυκλοφόρησε το 1985
Το εξώφυλλο το ζωγράφισε ο Μποστ
VIII Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Α Καλά βουνά
Β Το ταξίδι
(Ο Διόνυσος δεν βλέπει πια τους δικαστές του. Το βλέμμα του αγκαλιάζει τα αγαπημένα βουνά.
Τέλος κλείνει τα μάτια, όρθιος, και αφήνει τη σκέψη του να αποχαιρετήσει τους φίλους)
Το ταξίδι
Μια δρασκελιά Πετράλωνα – Θησείο
δυο δρασκελιές Συγγρού – Καισαριανή
Βαθειά, μες στου μυαλού μου το αρχείο
συννεφιασμένη είναι πάντα η Κυριακή
Μη με κοιτάς με μάτια βουρκωμένα
μες στην καρδιά μου τάχω σφραγισμένα
τα όνειρά μας τα χαμένα
Πρωί πρωί θα σεργιανίσω
θα πάρω δρόμο μακρινό
τους φίλους μου θ’ αποχαιρετήσω
να ξαποστάσω πριν να ‘ρθει το δειλινό
Στο μακρινό ταξίδι μου, θα πάρω
όταν θα μείνω μόνος, με το Χάρο,
το τελευταίο μου τσιγάρο.
IX Η ΠΟΜΠΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…
Στον “Διόνυσο” βγαίνει από τον Μίκη Θεοδωράκη, μια απογοήτευση, για όσα έχουν συμβεί στη χώρα μας.
Όμως τι άλλο να σημαίνουν τα λόγια του «μες στην καρδιά μου τάχω σφραγισμένα / τα όνειρά μας τα χαμένα»; Ότι τίποτα δεν χάθηκε, ότι τα πράγματα, αποκλείεται να παραμείνουν ως έχουν. Οι αγώνες του λαού συνεχίζονται…
***
Επιμέλεια αφιερώματος: Στρατής Γαλιάτσος