«Δύο Σπιτφάιερ κυνηγάνε τον Βρατσάνο!» – Η Jawa που έσωσε τον θρυλικό μπουρλοτιέρη του ΔΣΕ
Αυτή η μοτοσικλέτα είχε την ιστορία της. Είχαμε ζητήσει από την Τσεχοσλοβακία και μας είχαν στείλει έξι μοτοσικλέτες Γιάβα, γιατί θέλαμε να κάνουμε έναν ουλαμό αιφνιδιασμού. Με ειδοποίησαν πως τις είχαν στο Δυρράχιο της Αλβανίας και πήγα να τις δω. Ήταν λυμένες σε κιβώτια και παρακάλεσα να μου συναρμολογήσουν μία. Σε δυόμισι ώρες ήταν έτοιμη, την ανεβαίνω και δρόμο…
Ο Αντώνης Αγγελούλης (1919-2008), ο θρυλικός μπουρλοτιέρης «Βρατσάνος» (όπως ήταν το ψευδώνυμό του), διοικητής του Τάγματος Μηχανικού Ολύμπου του ΕΛΑΣ και στη συνέχεια της Ταξιαρχίας Μηχανικού – Σαμποτέρ του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, διακρίθηκε για τη βαθιά γνώση, τον σχεδιασμό, την πονηριά, την εφευρετικότητα και τον απαράμιλλο ηρωισμό στην εκτέλεση σαμποταριστικών επιχειρήσεων, που προκάλεσαν τεράστιες απώλειες και προβλήματα στον εχθρό και ανάγκασαν τους στρατηγούς εχθρών και συμμάχων να τον αντιμετωπίζουν με θαυμασμό και σεβασμό.
Σε μια από τις ελάχιστες φωτογραφίες του από την εποποιία του ΔΣΕ στο Γράμμο και το Βίτσι, ο Βρατσάνος διακρίνεται πάνω σε μια μοτοσικλέτα και είναι άξιο απορίας πώς βρέθηκε εκεί και κυρίως πώς συντηρούνταν στις τάξεις ενός στρατού με τρομερές ελλείψεις στον τομέα του Μηχανικού και βέβαια σε καύσιμα, σε αντίθεση με τον κυβερνητικό στρατό που απολάμβανε πακτωλούς δολαρίων και υπερσύγχρονου εξοπλισμού σε όλους τους τομείς και κάθε επίπεδο.
Οι απορίες αυτές λύνονται στις σελίδες του βιβλίου της μαχήτριας του ΔΣΕ Κατίνας Λατίφη «Τα απόπαιδα» (εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1999) όπου μεταξύ άλλων εξιστορεί τα βιώματά της στο βουνό. Η μοτοσικλέτα του Βρατσάνου ήταν μια γιάβα, δηλαδή κατασκευής του εργοστασίου Jawa που ιδρύθηκε στην Τσεχοσλοβακία στα 1927. Μετά από μια μικρή έρευνα στο διαδίκτυο βρήκαμε φωτογραφίες από μια Jawa 250 μοντέλο του 1948, που δεν αποκλείεται να είναι όμοια με αυτή που οδηγούσε ο Βρατσάνος στο Γράμμο!
Στο απόσπασμα του βιβλίου που παραθέτουμε, η Κατίνα Λατίφη διηγείται κι ένα απίστευτο περιστατικό. Ο Βρατσάνος καταφέρνει πάνω στη μοτοσικλέτα του να ξεφύγει από τα πυρά δυο Σπιτφάιερ (από τα πιο διάσημα καταδιωκτικά αεροσκάφη όλων των εποχών), που τον σημαδεύουν, αποδεικνύοντας για πολλοστή φορά τις δαιμόνιες ικανότητές του, γιατί το όνομά του έγινε θρύλος και τραγουδήθηκε απ’ το λαό μας κι ο ίδιος πέρασε στο πάνθεον των ηρώων του ένοπλου λαϊκού-επαναστατικού μας κινήματος.
***
Φτάνοντας στον αυχένα που είναι το πέρασμα για τις Πρέσπες συναντήσαμε τον διοικητή των σαμποτέρ Αντώνη Βρατσάνο με ομάδα μαχητών του, να μας φωνάζουν έξαλλα να περάσουμε γρήγορα γιατί το μέρος είχε υπονομευτεί με εκρηκτικά και ήταν έτοιμο για ανατίναξη ώστε να εμποδιστούν τα τανκς να περάσουν. Δεν προφτάσαμε να πάμε μακριά γιατί φάνηκαν κιόλας τα πρώτα αεροπλάνα κι έτσι σταματήσαμε στα υψωματάκια πάνω απ’ το χωριό Καρυές και καλυφθήκαμε κάτω απ’ τους θάμνους. Βρήκαμε εκεί αρκετούς τραυματίες κι όλη μας η έγνοια ήταν να μη μας αντιληφθούν.
Κατά τις εννέα με δέκα η ώρα έσκασε λίγο πιο κάτω μια ρουκέτα και αναστατωθήκαμε, αλλά μας καθησύχασε το παρατηρητήριο.
«Γλιστρήστε», μας είπε, «προσεκτικά κι ελάτε να δείτε κάτι το πρωτοφανές. Δύο Σπιτφάιερ κυνηγάνε τον Βρατσάνο!»
Συρθήκαμε και τι να δούμε! Πάνω στη μοτοσικλέτα ο Βρατσάνος περνούσε απ’ τη γυμνή λουρίδα ανάμεσα στις δύο λίμνες κι από πάνω του τα αεροπλάνα τού έριχναν με ρουκέτες και μυδράλια χωρίς να τον πετυχαίνουν. Αυτή τη σκηνή δεν την ξέχασα ποτέ και κάποτε ρώτησα τον ίδιο τον Βρατσάνο πώς έγινε αυτό το θαύμα. Γέλασε.
«Κοιτούσα στον καθρέφτη και υπολόγιζα τον άξονα βολής τους κι ανάλογα άλλαζα κατεύθυνση», μου είπε. «Έτσι δεν μπορούσαν να με πετύχουν. Αυτό ήταν όλο!»
«Δεν το κατάλαβα, πώς “αυτό ήταν όλο“; Τόσο απλό ήταν;»
«Απλό δεν ήταν, απλώς έτσι έγινε».
Δεν ικανοποιήθηκα, ήθελα να μου πει πιο πολλά για να το καταλάβω και επέμεινα.
«Κοίταξε να δεις. Αυτή η μοτοσικλέτα είχε την ιστορία της. Είχαμε ζητήσει από την Τσεχοσλοβακία και μας είχαν στείλει έξι μοτοσικλέτες Γιάβα, γιατί θέλαμε να κάνουμε έναν ουλαμό αιφνιδιασμού. Με ειδοποίησαν πως τις είχαν στο Δυρράχιο της Αλβανίας και πήγα να τις δω. Ήταν λυμένες σε κιβώτια και παρακάλεσα να μου συναρμολογήσουν μία. Σε δυόμισι ώρες ήταν έτοιμη, την ανεβαίνω και δρόμο, αλλά αυτή, όπως ήταν καινούργια, έκανε φοβερό κρότο, κι όταν έφτασα στην Κρυσταλλοπηγή και το Βατοχώρι, οι άνθρωποι νόμισαν πως ήταν αεροπλάνο κι έτρεχαν να κρυφτούν, γιατί ήξεραν ότι εμείς δεν είχαμε μοτοσικλέτες. Τέτοιες περιπτώσεις είχα και άλλες. Εγώ πολλές φορές στο κατάλληλο έδαφος έσβηνα τη μηχανή για να μην καίω βενζίνη και κάποτε, σε μια στροφή, την έβαλα απότομα μπρος κι όπως έστριψα παρουσιάστηκα ξαφνικά μπροστά στον μπαρμπα-Κίτσο, που ήταν καβάλα. Τρόμαξε το άλογό του τόσο πολύ που τον έριξε κάτω, αλλά ευτυχώς ήταν χώμα και δεν χτύπησε. Τινάχτηκε πάνω ο μπαρμπα-Κίτσος και ισιάζοντας τη ζωστήρα του φώναξε: “Α ρε Βρατσάνο, ρε, πώς έφτασες εδώ, έτσι με τη μοτοσικλέτα και δεν σε πήρα χαμπάρι! Ε, ρε τι είναι η μηχανοποίηση! Καλά που σταμάτησες γιατί μπορούσαμε να κάνουμε σύγκρουση!”.
«Τώρα για τα δύο Σπιτφάϊερ. Έτρεχα να πάω στο Γενικό Αρχηγείο για να εκθέσω την κατάσταση σχετικά με την ανατίναξη του αυχένα! Όταν βγήκα στο γυμνό και μπήκα στη στενή λουρίδα ανάμεσα στις λίμνες, αυτά δεν μ’ άφηναν και μου έριχναν. Γλίτωσα, γιατί όταν έβλεπα τον άξονά τους κατευθείαν επάνω μου, σταματούσα, έβαζα χειρόφρενο και καλυπτόμουν κάτω από κάτι πέτρες. Μόλις απομακρύνονταν για να πάρουν τη στροφή, ξαναξεκινούσα. Τους ξεγελούσα, αυτό έγινε! Τέλος πάντων!».