Έτσι θα γίνει…

Μετριούνται. Κάποιοι λείπουν. Μπορεί να πρόλαβαν να φύγουν. Κι αν κάποιοι έμειναν στα πλημμυρισμένα σπίτια και πνίγονται; Η σκέψη ρίγος που διατρέχει τη σπονδυλική στήλη, τα μάτια υγραίνουν. Οι ώρες περνούν. Κι η προσμονή γίνεται απελπισία. Εγκαταλειμμένοι. Εδώ θα πεθάνουμε…

Ένα τρομακτικό βουητό ακούγεται απ’ άκρου σ’ άκρο της Θεσσαλίας. Έρχεται από τους ορμητικούς χειμάρρους που σαν μαχαίρια ξεσκίζουν τις πλαγιές των βουνών. Από τα αφρισμένα ποτάμια που σαν υγρά υνιά οργώνουν τον κάμπο.

Το νερό ξεχύνεται παντού. Απ’ όπου περνάει αφήνει πίσω του λάσπες κι ερείπια. Δρόμοι σκαμμένοι, γέφυρες γκρεμισμένες, σπίτια και μαγαζιά κατεδαφισμένα. Μαντριά που μετατρέπονται σε τάφους των ζώων, χωράφια πλημμυρισμένα. ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΝΕΚΡΟΙ.

Μέσα σ’ αυτή την αποτρόπαιη βοή πώς ν’ ακούσεις κάτι άλλο; Το ουρλιαχτό της νεαρής κοπέλας που το ρέμα την παρασύρει και ψάχνει κάπου να κρατηθεί. Το γοερό κλάμα του παιδιού που κοιτάζει από το παράθυρο. Την κραυγή της μάνας. Την προσευχή της γιαγιάς.

Πώς ν’ αντιληφθείς το τρομαγμένο αλύχτισμα του σκυλιού που στριμώχνεται στο περβάζι. Το παραπονιάρικο νιαούρισμα της γάτας που ανέβηκε στα κεραμίδια.

Η βοή κάποτε σταματάει και μια σιωπή απλώνεται παντού. Σαν να μετάνιωσε η φύση για την καταστροφική οργή της και να μουγκάθηκαν οι ανθρώποι από το φόβο τους.

Κι ύστερα φωνές από παντού. Εγκλωβισμένοι που ζητούν βοήθεια. Φωνάζουν με όλη τη δύναμη της ψυχής τους. Δεν ακούει κανείς; Να, ο συγχωριανός έρχεται με το τρακτέρ. Ο γείτονας σε γνέφει για να σου δώσει κουράγιο. Μόνο αυτοί. Πού είναι οι αρμόδιοι; Το κράτος, ο δήμαρχος, οι τοπικοί σύμβουλοι πού είναι; Άφαντοι.

Μόνοι μας θα γλιτώσουμε. Όσο πιο ψηλά ανέβουμε, τόσο πιο ασφαλείς θα είμαστε. Στις ταράτσες και τα κεραμίδια. Στις εκκλησιές και σ’ άλλα κτίρια που είναι σε ψηλώματα. Μένουν εκεί αποκλεισμένοι. Χωρίς νερό, δίχως ρεύμα, πεινασμένοι, βρεγμένοι ως το κόκαλο, αποκαμωμένοι.

Μετριούνται. Κάποιοι λείπουν. Μπορεί να πρόλαβαν να φύγουν. Κι αν κάποιοι έμειναν στα πλημμυρισμένα σπίτια και πνίγονται; Η σκέψη ρίγος που διατρέχει τη σπονδυλική στήλη, τα μάτια υγραίνουν. Οι ώρες περνούν. Κι η προσμονή γίνεται απελπισία. Εγκαταλειμμένοι. Εδώ θα πεθάνουμε.

Ύστερα η σκέψη πάει στο πριν. Κι ένα πελώριο γιατί σκεπάζει το μυαλό. Γιατί δεν έγιναν τα έργα που θα προλάβαιναν το κακό; Τα είχαν υποσχεθεί όλες οι κυβερνήσεις στις προηγούμενες πλημμύρες, αλλά δεν έκαναν τίποτα. Τα ξαναϋποσχέθηκαν οι τοπικοί βουλευτές σε όλες τις εκλογές που έγιναν. Όταν εκλέχθηκαν το ξέχασαν. Και οι δήμαρχοι το υποσχέθηκαν και ο περιφερειάρχης. Κι αυτοί το ξέχασαν, όλοι τους ξέχασαν.

Είναι παράπονο, πρέπει να γίνει οργή και η οργή αγώνας. Για να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους. Έτσι πρέπει να γίνει. Έτσι θα γίνει…

Παύλος Ριζαργιώτης
Ριζοσπάστης
Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: