H Στάση του Νίκα- Μια εξέγερση στην καρδιά της Βασιλεύουσας
Παρά ή ίσως μάλλον εξαιτίας του πλούτου των πηγών σχετικά με τη στάση του Νίκα, η νοηματοδότηση της εξακολουθεί να αποτελεί μήλον της έριδος μεταξύ των ιστορικών. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου έγινε, όπως και άλλες βυζαντινές εξεγέρσεις, αντικείμενο διαμάχης μεταξύ ιστορικών Δύσης και τέως Ανατολικού Συνασπισμού, με τους πρώτους να τονίζουν τον (υπαρκτό) χαρακτήρα διένεξης εντός της άρχουσας τάξης, και τους δεύτερους την εξίσου αδιαμφισβήτητη λαϊκή συμμετοχή στα γεγονότα.
Σαν σήμερα ξεσπάει το 532 η στάση του Νίκα, η πρώτη μεγάλη εξέγερση του Βυζαντίου. Αφορμή ήταν η σκληρή στάση του αυτοκράτορα έναντι των παρατάξεων του ιπποδρόμου, των λεγόμενων δήμων, παρότι μόλις λίγα χρόνια πριν είχε στηριχθεί από την παράταξη των Βένετων για την άνοδό του στο βυζαντινό θρόνο. Την περίοδο που προηγήθηκε της εξέγερσης, το κύρος του Ιουστινιανού είχε τρωθεί μετά από ήττα του βυζαντινού στρατού από τους Πέρσες στη θέση Καλλίνικον το 531. Η μεγαλεπήβολη εκστρατεία του αυτοκράτορα κατά των Περσών συνεπαγόταν μια άγρια φορολογική πολιτική, η οποία για τον λαό προσωποποιούνταν στη μορφή του στενού συνεργάτη του αυτοκράτορα και έπαρχου των πραιτωρίων της Ανατολής Ιωάννη Καππαδόκη. Δυσαρέσκεια είχε συσσωρευτεί ωστόσο και μεταξύ των συγκλητικών, οι οποίοι θίγονταν τόσο από τα φορολογκά μέτρα, όσο και από την περικοπή των προνομίων τους.
Τις παραμονές της εξέγερσης σειρά μελών των δημών είχε καταδικαστεί σε θάνατο. Μετά τις πρώτες εκτελέσεις, σε δυο από τους καταδικασθέντες υπήρχε δυστοκία στον απαγχονισμό για τεχνικούς λόγους, κάτι που ερμηνεύθηκε από το παριστάμενο πλήθος ως θεϊκό σημάδι. Στην αναταραχή που ακολούθησε, το πλήθος προστάτευσε μια ομάδα μοναχών, που οδήγησε τους καταδικασθέντες στην ασφάλεια ενός μοναστηριού. Στις Ιπποδρομίες που έγιναν τρεις μέρες αργότερα, οι παρατάξεις του δήμου άρχισαν να απαιτούν από τον αυτοκράτορα την απελευθέρωση των κρατουμένων. Όταν, σε μια κίνηση ασυνήθιστη για αυτοκράτορα της ύστερης αρχαιότητας, ο Ιουστινιανός απαξίωσε ακόμα και ν’απαντήσει, οι αντιμαχόμενες παρατάξεις των Πράσινων και των Βένετων ενώθηκαν υπό το κοινό σύνθημα “Νίκα”, ενώ στη διάρκεια της ίδιας μέρας υπήρξε επίθεση κατά του κτιρίου του πραιτωρίου. Την επόμενη μέρα οι ταραχές στον ιππόδρομο συνεχίστηκαν, καταλήγοντας σε πυρκαγιά των ξύλινων καθισμάτων που εξαπλώθηκε ως τις θέρμες του Ζευξίππου. Τότε λαμβάνει χώρα και η πρώτη απόπειρα καταστολής των εξεγερμένων, από μονάδες που είχαν παραμείνει πιστές στον αυτοκράτορα.
Τα αιτήματα των στασιαστών ήταν η απομάκρυνση του Καππαδόκη, του Τριβωνιανού, σημαντικότερου νομικού του αυτοκράτορα και του Επάρχου της Κωνσταντινούπολης Ευδαίμονα. Παρά την ικανοποίηση του αιτήματος από τον Ιουστινιανό, η εξέγερση δεν κόπασε, ενώ η παρέμβαση του στρατηγού Βελισαρίου και της γοτθικής σωματοφυλακής του αποδείχτηκε ανίκανη να επιφέρει αποφασιστικά πλήγματα στους εξεγερμένους. Αντιθέτως η εξέγερση προσλάμβανε ανεξέλεγκτες διαστάσεις, καθώς μεταξύ 14 και 15 Γενάρη σειρά εμβληματικών κτιρίων στην ανακτορική συνοικία παραδόθηκαν στις φλογές, περιλαμβανομένης και της ομώνυμης εκκλησίας που βρισκόταν τότε στη θέση της Αγίας Σοφίας. Αν πιστέψουμε τον σημαντικότερο, όσο και αμφιλεγόμενο ιστορικό της εποχής, Προκόπιο, ο Ιουστινιανός σε εκείνη τη φάση φαινόταν έτοιμος να δραπετεύσει, μέχρι που τον συγκράτησε η σύζυγός του Θεοδώρα, προτρέποντας τον στην ανάγκη να πέσει μαχόμενος, αλλά βασιλιάς. Οι πυρπολήσεις κτιρίων επεκτάθηκαν σε ευρύτατα τμήματα της πρωτεύουσας τις επόμενες μέρες, ενώ η ουδετερότητα της ανακτορικής φρουράς έκανε τον Ιουστινιανό να καλέσει στρατό από παρακείμενες περιοχές, οι οποίες συγκρούστηκαν με τους εξεγερμένους σε οδομαχίες και συγκρούσεις ακόμα κι από σπίτι σε σπίτι. Στις 18 Γενάρη ο Ιουστινιανός συγκάλεσε το λαό στον Ιππόδρομο προσφέροντας αμνηστία στους συμμετέχοντες, μα το πλήθος, παρά την αρχικά θετική του στάση, τελικά ανακήρυξε, παρουσία ορισμένων συγκλητικών αυτοκράτορα τον Υπάτιο, έναν ανηψιό του παλιού αυτοκράτορα Αναστάσιου, στην αγορά του Κωνσταντίνου.
Ο ρόλος του Υπατίου μέχρι σήμερα δεν έχει ξεκαθαριστεί πλήρως. Ο Προκόπιος αναφέρει ότι μυστικά προσπάθησε να αποσπάσει χάρη από τον Ιουστινιανό. Φαίνεται πως υπήρξε η ψευδής φήμη της δραπέτευσης του Ιουστινιανού με βάρκα, που έκανε τον Υπάτιο να αποδεχτεί την ανακήρυξη του σε αυτοκράτορα. Πιθανό είναι επίσης πως εκμεταλλεύτηκε τις περιστάσεις ως ευνοούμενος της συγκλητικής αντιπολίτευσης για να αναδειχθεί στο θρόνο. Σε κάθε περίπτωση ο στρατηγός Ναρσής είχε ήδη καταφέρει να δωροδοκήσει τμήμα της ηγεσίας των Βένετων υπέρ του Ιουστινιανού, κάτι που επέτρεψε στις μονάδες του Βελισαρίου και άλλων να εισέλθουν από διάφορες πλευρές του Ιπποδρόμου και να προβούν σε σφαγή 30.000 τουλάχιστον ανθρώπων. Την επόμενη μέρα συνελήφθη κι εκτελέστηκε ο Υπάτιος, το πτώμα του οποίου πετάχθηκε στη θάλασσα του Μαρμαρά.
Η αιματηρή καταστολή της στάσης του Νίκα είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της αυτοκρατορικής εξουσίας και την αποδυνάμωση της ήδη ισχνής συγκλητικής αντιπολίτευσης. Ούτε όμως η λαϊκή δυσαρέσκεια, που παρέμεινε αμείωτη ειδικά στον πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης ως το τέλος της θητείας του, εκφράστηκε έμπρακτα έκτοτε. Η μαζική πυρπόληση κτιρίων που συνόδευσε την εξέγερση αξιοποιήθηκε από τον Ιουστινιανό για την υλοποίηση του φιλόδοξου και πολυδάπανου σχεδίου ανοικοδόμησης της Βασιλεύουσας, με βασικό αποτέλεσμα της την ανοικοδόμηση της Αγίας Σοφίας, με την μορφή που εξωτερικά περίπου ξέρουμε ως σήμερα. Για πολλά χρόνια μετά την εξέγερση οι ιπποδρομίες απαγορεύτηκαν, ενώ η παρακμή των δήμων σε πολιτικό επίπεδο ιδίως υπήρξε αμετάκλητη.
Παρά ή ίσως μάλλον εξαιτίας του πλούτου των πηγών σχετικά με τη στάση του Νίκα, η νοηματοδότηση της εξακολουθεί να αποτελεί μήλον της έριδος μεταξύ των ιστορικών. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου έγινε, όπως και άλλες βυζαντινές εξεγέρσεις, αντικείμενο διαμάχης μεταξύ ιστορικών Δύσης και τέως Ανατολικού Συνασπισμού, με τους πρώτους να τονίζουν τον (υπαρκτό) χαρακτήρα διένεξης εντός της άρχουσας τάξης, και τους δεύτερους την εξίσου αδιαμφισβήτητη λαϊκή συμμετοχή στα γεγονότα. Αίσθηση προκάλεσε στο γερμανόφωνο χώρο η άποψη του ιστορικού Mischa Meier,ότι η στάση πυροδοτήθηκε συνειδητά από τον ίδιο τον αυτοκράτορα, ως πρόσχημα για την εξόντωση των συγκλητικών του αντιπάλων, η οποία ωστόσο δε φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τα διαθέσιμα στοιχεία.