Ένας Άλλος Κόσμος | Un Autre Monde του Στεφάν Μπριζέ
Ο καπιταλισμός πάτο δεν έχει. Το παράδοξο σε αυτόν είναι ότι ο πάτος του βρίσκεται προς τα πάνω . Όσο πιο πολύ ανεβαίνεις στην ιεραρχία, τόσο πιο πολύ πατώνεις. Και ο πάτος εδώ έχει να κάνει με την αφαίρεση όλων εκείνων των χαρακτηριστικών που ταιριάζουν στην λέξη άνθρωπος.
Ο Siegrfied Kracauer, Γερμανός συγγραφέας, από τους σημαντικότερους ιστορικούς και θεωρητικούς του κινηματογράφου, στο βιβλίο του «Από τον Καλιγκάρι στον Χίτλερ» (1947) διατύπωνε την υπόθεση ότι ανάμεσα στον κινηματογράφο και την κοινωνία υπάρχει ένα είδους πηγαινέλα. Η κοινωνία επιβάλλει το πλαίσιο και συνιστά έναν εξαναγκασμό που βαραίνει τους σκηνοθέτες. Οι κινηματογραφιστές ωστόσο δεν έχουν την τάση να αντιγράψουν την πραγματικότητα. Τη μεταθέτουν, της προσδίδουν προοπτική που αποκαλύπτει τους μηχανισμούς της και φωτίζει το βάθος της εικόνας, έγραφε ο Γερμανός θεωρητικός.
Αυτό διαπιστώνουμε και στις ταινίες του Στεφάν Μπριζέ. Η κοινωνία συνιστά το πλαίσιο. Και ο Μπριζέ προσδίδει στους ανθρώπους-μέλη αυτής της κοινωνίας μία άλλη προοπτική. Διόλου εύκολα. Γιατί ο εξαναγκασμός που του επιβάλλει η νοοτροπία αυτής της κοινωνίας είναι βαρύς. Και η νοοτροπία μιας κοινωνίας έχει να κάνει με τις προδιαθέσεις, τις τάσεις, τις ανάγκες, την ψυχολογία του λαού σε μία δεδομένη ιστορικά και πολιτικά χρονική στιγμή. Και έχει να κάνει επίσης με τους κοινωνικούς σχηματισμούς αυτής της κοινωνίας που οι νοοτροπίες του καθενός διαφοροποιούνται και σχετίζονται με την ιδεολογία, τις αξίες δηλαδή τις οποίες αποδέχεται ο κάθε κοινωνικός σχηματισμός.
Οι ήρωες του Μπριζέ αντλούν από διαφορετικούς κοινωνικούς σχηματισμούς. Από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Στην πρώτη ταινία του, «Ο νόμος της αγοράς» ο ήρωας του ο Τιερί ήταν ένας άνεργος μεσήλικας που βρισκόταν σε αδιέξοδο και έπρεπε πάση θυσία να βρει δουλειά. Και στη δουλειά που τελικά βρήκε ήρθε σε μεγαλύτερο αδιέξοδο με διλήμματα που είχαν να κάνουν με το κατά πόσο οι ανάγκες του μπορεί να οδηγήσουν στην απανθρωποποίηση που επέβαλλε η σύγχρονη μορφή εργασίας, που δεν θέλει εργάτες αλλά δούλους που να αλληλοτρώγονται μεταξύ τους. Στη δεύτερη ταινία του «Σε πόλεμο» ο ήρωάς του, ο Λοράν ηγείται ενός σωματείου εργαζομένων σε μία μεγάλη απεργία στο εργοστάσιο που δουλεύουν και στην οποία συμμετέχουν πολλοί εργάτες και από άλλα εργοστάσια της Γαλλίας. Εκεί λοιπόν ο Λοράν καλείται να διαπραγματευτεί τόσο με την ηγεσία των εργοστασίων όσο και με τους συναδέλφους του, που κάποιοι όμως από αυτούς επιλέγουν άλλη στάση στην πορεία του αγώνα τους, μία στάση που αντίκειται στην ιδεολογία του αγώνα και στις αξίες που αυτός πρεσβεύει. Στην τελευταία του ταινία “Ένας άλλος κόσμος” ο Φιλίπ είναι στην αντίπερα όχθη. Είναι διευθυντής ενός επαρχιακού εργοστασίου που ελέγχεται από τους Αμερικάνους, το κουμάντο δηλαδή το κάνει η Γουόλ Στριτ, και καλείται να προβεί σε περικοπές προσωπικού προκειμένου να αυξηθεί το μέρισμα των μετόχων του εργοστασίου.
Γνωστά είναι αυτά, η γενιά μας και η δική μας και οι νεότερες τα έχουμε εμπεδώσει, τον καπιταλισμό τον έχουμε καταπιεί, τον έχουμε χωνέψει, τον έχουμε ξεράσει, αλλά αυτό σε τίποτα δεν έχει κοστίσει στον ίδιο. Πάντα λοιπόν όταν τα ξαναβλέπουμε, προσωπικά αλλά και σε πολλούς νομίζω, δημιουργείται η απορία: Ωραία. Και ποιο είναι το παρακάτω της υπόθεσης; Εδώ λοιπόν αναδεικνύεται και η αξία του κοινωνικού κινηματογράφου και του κινηματογραφιστή εκείνου που θα αναδείξει αυτή την αξία. Δεν θα αντιγράψει απλά την πραγματικότητα, όπως διαπίστωνε ο Kracauer στο βιβλίο του, αλλά θα της δώσει και μια άλλη προοπτική. Και ο Μπριζέ το κάνει. Διεισδύει στους μηχανισμούς άσκησης και επιβολής της εξουσίας των ηγετικών ομάδων, των εργοστασιαρχών δηλαδή, του μεγάλου κεφαλαίου που δεν είναι τίποτε άλλο από μαριονέτες μιας τάξης ακόμη πιο πάνω από αυτούς, που δεν έχει πρόσωπο και ονομάζεται χρηματιστήριο αγορών. Ο καπιταλισμός πάτο δεν έχει. Το παράδοξο σε αυτόν είναι ότι ο πάτος του βρίσκεται προς τα πάνω. Όσο πιο πολύ ανεβαίνεις στην ιεραρχία τόσο πιο πολύ πατώνεις. Και ο πάτος εδώ έχει να κάνει με την αφαίρεση όλων εκείνων των χαρακτηριστικών που ταιριάζουν στην λέξη άνθρωπος. Και έχει να κάνει επίσης με την μετάλλαξη όλων των εννοιών που το σύστημα αυτό προσδίδει στις λέξεις συνεργασία, συλλογική προσπάθεια, επίτευξη στόχων ζωής.
Ο Φιλίπ στην νέα ταινία του Μπριζέ, δεν είναι ο ήρωας της διπλανής πόρτας. Έχει αποκτήσει μεγάλη περιουσία οδηγεί Volvo, τα παιδιά του φοιτούν στα καλύτερα ιδιωτικά. Διαθέτει λοιπόν όλον τον υλικό εξοπλισμό που δεν του επέτρεπε να δει ότι για πολλά χρόνια γευόταν το τυράκι αλλά αγνοούσε τη φάκα μέσα στην οποία αυτό του είχε σερβιριστεί. Μια σειρά οικογενειακών προβλημάτων που αναδύονται μέσα σε αυτόν τον εγκλωβισμένο κόσμο που για χρόνια παρέβλεπε, του ανοίγουν τα μάτια και καταφέρνει τελικά να τον αντιληφθεί. Και διαπιστώνει, όταν καταφέρνει να ανοίξει τα μάτια του, αυτό που για χρόνια δεν ήθελε να δει και που πολύ εύστοχα είχε επισημάνει και αναλύσει ο Ιταλός φιλόσοφος, Αντόνιο Γκράμσι: Ότι ο καπιταλισμός απαιτεί ηγέτες που να καταφέρνουν να συνδυάζουν την ισχύ τους με τη συναίνεση. Η ισχύς του ηγέτη δεν θα πρέπει να ξεπερνά κατά πολύ τη συναίνεση. Θα πρέπει η ιθύνουσα ομάδα, οι κεφαλαιοκράτες δηλαδή, να συνυπολογίζουν τα συμφέροντα των ομάδων τις οποίες ηγεμονεύουν λειτουργώντας συναινετικά, ωστόσο όμως αυτή η συναίνεση σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να θίγει τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης.
Και εδώ βέβαια, έρχεται η μεγάλη ρήξη και η σύγκρουση των συμφερόντων γιατί αποδεικνύεται ότι η συναίνεση αυτή -αυτό διαπιστώνει και ο ήρωάς μας στην ταινία- είναι μία τεράστια υποκρισία, είναι μία συγκάλυψη του εγκλήματος που διαπράττεται εις βάρος των άλλων κοινωνικών ομάδων προκειμένου να διατηρείται το οικοδόμημα του καπιταλισμού μέσα στο οποίο όμως όλοι είναι εγκλωβισμένοι, ακόμα και οι ιθύνοντές του.
Το αν θα συμμετάσχει ή όχι σε αυτό το έγκλημα ο Φιλίπ είναι μία επιλογή που θα την κάνει πλέον ο ίδιος. Και σε αυτό το σημείο ο Μπριζέ μας ανοίγει τις άλλες, τις δύσκολες, αλλά ανθρώπινες προοπτικές.
Με μία εξαιρετική πάντα ερμηνεία, ο Βενσάν Λιντόν – που είναι ο πρωταγωνιστής και των τριών ταινιών – μας καλεί να πάρουμε και εμείς θέση απέναντι σε όλους τους μηχανισμούς που καθημερινά προσπαθούν να μας συνθλίψουν.
Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους.