Χέρμαν Γκαίρινγκ: Ο μορφινομανής δελφίνος του Χίτλερ
Ο Γκαίρινγκ θεωρούνταν από την κοινή γνώμη το νούμερο δύο του ναζιστικού καθεστώτος, και έχαιρε εξαιρετικής δημοφιλίας, παρότι το πομπώδες στιλ ζωής του του έδωσε το παρατσούκλι “Χρυσοφασιανός” και “ο Χάινι με τα λαμέ”.
Σαν σήμερα στις 12 Γενάρη 1893 γεννιέται ο Χέρμαν Γκαίρινγκ στο Ρόζενχάιμ της Βαυαρίας, από πατέρα νομικό και τέως υψηλόβαθμο αποικιακό αξιωματούχο στην τότε υπό γερμανικό έλεγχο Ναμίμπια και τη σύζυγό του, Φραγκίσκη. Κάποια χρόνια της παιδικής του ηλικίας τα πέρασε στα κτήματα και τον πύργο του εβραϊκής καταγωγής γιατρού δρ. Επενστάιν, προσωπικού φίλου του πατέρα του από την αποικιακή περίοδο στην Αφρική. Σε ηλικία 12 ετών εγγράφεται στη στρατιωτική σχολή της Καρλσρούης ενώ το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου τον βρίσκει να υπηρετεί αρχικά ως υπολοχαγός του πεζικού και μετέπειτα ως ένας από τους πλέον επιτυχημένους πιλότους της γερμανικής πολεμικής αεροπορίας. Πέρασε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στη Σουηδία, όπου εργάστηκε ως πιλότος της πολιτικής αεροπορίας και γνώρισε την πρώτη σύζυγό του, την παντρεμένη τότε Κάριν φον Κάντσωφ, την οποία νυμφεύθηκε μετά το διαζύγιό της το 1923. Μετά τον πρόωρο θάνατό της το 1931 από φυματίωση, ο Γκαίρινγκ έχτισε προς τιμήν της βίλα με τον τίτλο Carinhall (παντρεύεται εκ νέου το 1935, την ηθοποιό Έμυ Ζόνεμαν, με μάρτυρα το Χίτλερ).
Το 1921 εγγράφεται ως φοιτητής στο Πανεπιστήμιου του Μονάχου, και την ίδια περίοδο αρχίζει να παρακολουθεί τις εκδηλώσεις του ναζιστικού κόμματος. Στις 12 Οκτώβρη 1922 ζητά ακρόαση από το Χίτλερ, ο οποίος σύντομα τον διορίζει αρχηγό των Ταγμάτων Εφόδου (SA). Mε αυτή του την ιδιότητα λαμβάνει μέρος στο αποτυχημένο πραξικόπημα της μπιραρίας το Νοέμβρη του 1923. Τραυματισμένος από πυροβολισμό στο μηρό, βρίσκει καταφύγιο στην οικία ενός Εβραίου, του Ρόμπερτ Μπαλίν, ο οποίος χάρη στην ενέργεια του αυτή θα γλίτωνε χρόνια αργότερα από τον εγκλεισμό του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου. Καταφεύγει στην Αυστρία, όπου κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του σε νοσοκομείο του Ίνσμπρουκ αρχίζει η εξάρτηση του από τη μορφίνη, που διατηρήθηκε ως το τέλος του πολέμου. Τα επόμενα χρόνια τον βρίσκουν στην Ιταλία και τη Σουηδία, όπου επιχειρεί τρεις φορές αποτυχημένες κούρες απεξάρτησης.
Το 1927 αξιοποιεί την αμνηστία που είχε δοθεί δυο χρόνια νωρίτερα από τον υπερσυντηρητικό πρόεδρο του Ράιχ, Πάουλ φον Χίντενμπουργκ, επιστρέφει στη Γερμανία κι επανεντάσσεται στο ναζιστικό κόμμα. Εκείνη την περίοδο κάνει γνωριμίες σε υψηλούς κύκλους της γερμανικής κοινωνίας, μεταταξύ των οποίων κι εκείνη με τον πρόεδρο της Λουφτχάνσα Έρχαρτ Μιλχ, κι αξιοποιεί τις επαφές του για την οικονομική ενίσχυση του NSDAP. Γίνεται βουλευτής των ναζί στις εκλογές του 1928 και σε εκείνες του 1930. Στο σπίτι του Γκαίρινγκ διοργανώνεται συνάντηση μεταξύ Χίτλερ και του μεγαλοβιομηχάνου Φριτς Τύσεν, καθώς και του τραπεζίτη και μετέπειτα για ένα διάστημα υπουργού οικονομικών και κεντρικού τραπεζίτη του Τρίτου Ράιχ, Γιάλμαρ Σαχτ.
Το 1932, όταν το ναζιστικό κόμμα αναδεικνύεται σε ισχυρότερο κόμμα του Ράιχσταγ, αναδεικνύεται, χάρη και στη στήριξη των υπόλοιπων αστικών κομμάτων, σε πρόεδρο του γερμανικού κοινοβουλίου. Μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους ναζί το 1933 διορίζεται πρόεδρος του κρατιδίου της Πρωσίας, και πρωτοστατεί σε διώξεις πολιτικών αντιπάλων, όντας μεταξύ άλλων εμπνευστής της Γκεστάπο, της διαβόητης μυστικής αστυνομίας του Ράιχ. Παρότι μέχρι σήμερα οι ακριβείς συνθήκες της πυρκαγιάς του Ράιχσταγ δεν έχουν διαλευκανθεί πλήρως, και παρά τη σπουδή πολλών αστών ιστορικών να αθωώσουν τους ναζί για την πράξη, δεν έχουν καταρριφθεί πειστικά μέχρι σήμερα οι ενδείξεις για την προσωπική εμπλοκή του Γκαίρινγκ -ο οποίος έφτασε ταχύτητα στο σημείο της πυρκαγιάς- στο γεγονός. Ήταν επίσης από τους πρωταγωνιστές της “Νύχτας των Μεγάλων μαχαιριών” το 1934, της εκκαθάρισης δηλαδή των Ταγμάτων Εφόδου, του αρχηγού της Έρνστ Ρεμ και άλλων ενδοκαθεστωτικών αντιπάλων του Χίτλερ.
Στα επόμενα χρόνια της ναζιστικής διακυβέρνησης ο Γκαίρινγκ συνεχίζει να συσσωρεύει αξιώματα, από τα οποία σημαντικότερα ήταν εκείνα του υπευθύνου της Λουφτβάφε (1935) και του τετραετούς οικονομικού προγράμματος (1936), το οποίο, στα πλαίσια της πολεμικής προετοιμασίας του Ράιχ, είχε στόχο την ελαχιστοποίηση της εξάρτησης της Γερμανίας από εισαγωγές σιδήρου και χάλυβα. Την ίδια χρονιά υποβάλλει την Λουφτβάφε στο πρώτο τεστ, με τη συμμετοχή της διαβόητης Λεγεώνας Κόνδωρ στον ισπανικό εμφύλιο, η οποία κατέστρεψε τη βασκική πόλη Γκερνίκα. Ο Γκαίρινγκ θεωρούνταν από την κοινή γνώμη το νούμερο δύο του ναζιστικού καθεστώτος, και έχαιρε εξαιρετικής δημοφιλίας, παρότι το πομπώδες στιλ ζωής του του έδωσε το παρατσούκλι “Χρυσοφασιανός” και “ο Χάινι με τα λαμέ”.
Το 1938 συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις της προσάρτησης της Αυστρίας (το λεγόμενο Anschluss), της συμφωνίας του Μονάχου και πρωτοστατεί στις διώξεις κατά των Εβραίων μετά τη “Νύχτα των Κρυστάλλων”, επιβλέποντας τη διαδικασία οικειοποίησης εβραϊκών επιχειρήσεων και περιουσιακών στοιχείων από Άριους. Τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου διορίζεται επικεφαλής του Αμυντικού Συμβουλίου του Ράιχ, ενώ την 1η Σεπτέμβρη 1939 σε ομιλία του ο Χίτλερ τον χρίζει επισήμως ως διάδοχό του. Μετά το ξέσπασμα του πολέμου, οι αρχικές επιτυχίες της Λουφτβάφε οδηγούν σε παρασημοφόρηση του Γκαίρινγκ, που προάγεται σε στρατάρχη το 1940. Ο ίδιος αξιοποιεί τη θέση του για να λεηλατήσει καλλιτεχνικούς θησαυρούς από την κατεχόμενη Ευρώπη.
Είναι προσωπικά υπεύθυνος για την ένταξη της πολωνικής βιομηχανίας στο οικονομικό σύστημα του Ράιχ, την αρπαγή της περιουσίας των Πολωνοεβραίων και την καταναγκαστική εργασία Πολωνών για τη γερμανική πολεμική βιομηχανία. Τα πρώτα σύννεφα στη σχέση του με το Χίτλερ κάνουν την εμφάνισή τους μετά την αποτυχία της Λουφτβάφε να καταφέρει το αποφασιστικό πλήγμα στη μάχη της Αγγλίας. Ωστόσο, με την έναρξη της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα το 1941, ο Γκαίρινγκ αναλαμβάνει την οικονομική αφαίμαξη της ΕΣΣΔ, η οποία, όπως είχε εξομολογηθεί στον κόμη Τσιάνο, υπουργό εξωτερικών του Μουσολίνι, μπορεί να συνεπαγόταν το θάνατο 20 εως 30 εκατομμυρίων ανθρώπων αφού “ίσως είναι καλύτερο κάποιοι λαοί να εξοντωθούν”. Ο ίδιος προσωπικά ανέθεσε τον Ιούλη της ίδιας χρονιάς στον Ράινχαρτ Χάιντριχ την κατάστρωση σχεδίού “τελικής λύσης” για το εβραϊκό ζήτημα. Τον επόμενο χρόνο εξουσιοδοτεί τον Φριτς Ζάουκελ με πλήρεις αρμοδιότητες για την “αξιοποίηση” σοβιετικών πολιτών και αιχμαλώτων πολέμου στη γερμανική βιομηχανία.
Ωστόσο η αποτυχία της Λουφτβάφε να αποτρέψει ή να απαλύνει την καταστροφή του γερμανικού στρατού στη μάχη του Στάλινγκραντ, όπως και η ανικανότητα της να αποτρέψει συμμαχικούς βομβαρδισμούς σε σειρά γερμανικών πόλεων, οδηγεί τον Γκαίρινγκ από το 1943 κι εξής σε σταδιακή απόσυρση από τη δημόσια σφαίρα. Όταν ο ίδιος αντιλήφθηκε πως η γερμανική πολεμική προσπάθεια ήταν καταδικασμένη, ζήτησε από το Χίτλερ να του αναθέσει την εξουσία, κάτι στο οποίο εκείνος απάντησε με αφαίρεση του συνόλου των αξιωμάτων του Γκαίρινγκ και σύλληψή του. Στις 8 Μαϊου 1945 συλλαμβάνεται από τους Αμερικάνους στο ανάκτορο Φίσχορν και κλείνεται σε στρατόπεδο του Λουξεμβούργου, όπου υποβάλλεται σε δίαιτα και θεραπεία απεξάρτησης. Στο δικαστήριο της Νυρεμβέργης είναι ο πιο υψηλόβαθμος ναζί στον οποίο απαγγέλλονται κατηγορίες, μεταξύ άλλων για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου. Αφού κρίθηκε ένοχος για όλες τις κατηγορίες, καταδικάζεται σε θάνατο δι’ απαγχονισμού, ποινή που δε θα εκτελεστεί, λόγω της αυτοκτονίας του Γκαίρινγκ με δηλητήριο στο κελί του στις 15 Οκτωβρίου 1946.