Ιστορίες του χειμώνα
Κάθε εποχή έχει τη δική της γοητεία, λένε. Για μένα τα σκήπτρα στον αγώνα των εποχών κρατά ο χειμώνας. Τα χρώματα είναι γλυκά μα και ψυχρά, ζωντανά μα και μουντά. Μπορεί να βλέπεις μαύρο έξω αλλά οι μυρωδιές να δημιουργούν στη φαντασία σου μια πανδαισία χρωμάτων. Η κανέλα, το μήλο, η ζάχαρη, το λεμόνι, η βανίλια. Το βρεγμένο χώμα, το χιόνι που πέφτει κατάλευκο, ο φρέσκος καφές, τα χρώματα της αυγής.
Κάθε εποχή έχει τη δική της γοητεία, λένε. Για μένα τα σκήπτρα στον αγώνα των εποχών κρατά ο χειμώνας. Τα χρώματα είναι γλυκά μα και ψυχρά, ζωντανά μα και μουντά. Μπορεί να βλέπεις μαύρο έξω αλλά οι μυρωδιές να δημιουργούν στη φαντασία σου μια πανδαισία χρωμάτων. Η κανέλα, το μήλο, η ζάχαρη, το λεμόνι, η βανίλια. Το βρεγμένο χώμα, το χιόνι που πέφτει κατάλευκο, ο φρέσκος καφές, τα χρώματα της αυγής.
Οι γλυκόπικρες θύμησες του καλοκαιριού, το κρυμμένο κοχύλι, τα φρεσκοσπασμένα καρύδια και τα μυρωδάτα κάστανα.
Το ζεστό τζάκι που χωρά τους πάντες, το φρέσκο ψωμί, η αλληλεγγύη, η δύναμη, η ελπίδα.
Όλα αυτά κι άλλα τόσα είναι ο χειμώνας.
Το χιόνι
Τι καλά που ‘ναι στο σπίτι μας τώρα που έξω πέφτει χιόνι!
Το μπερντέ παραμερίζοντας τ’ άσπρο βλέπω εκεί σεντόνι
να σκεπάζει όλα τα πράγματα, δρόμους, σπίτια, δένδρα, φύλλα.
Πόσο βλέπω μ’ ευχαρίστηση μαζεμένη τόση ασπρίλα.
Όμως, κοίτα, τουρτουρίζοντας το κορίτσι εκείνο τρέχει.
Τώρα στάθηκε στην πόρτα μας, ψωμί λέει πως δεν έχει,
πως κρυώνει, πως επάγωσε…
Έλα μέσα κοριτσάκι,
το τραπέζι μας εστρώθηκε κι αναμμένο είναι το τζάκι!
Από τη συλλογή “Ποιήματα και Πεζά”, του Κώστα Καρυωτάκη.
∞
Λίγος χειμώνας πέρσι και γλυκός
Λίγος χειμώνας πέρσι και γλυκός·
γλυκύς βραστός με αραιό χαρμάνι.
Χιόνισε ζάχαρη Ζαχάρω και Σοχό
μα στο Ντομπρίνοβο του Σκουρογιάννη
(Ντουμπρίνοβο το λεν οι χωριανοί
κι ας γράφουν οι ταμπέλες Ηλιοχώρι)
αρκούδες άυπνες αλλάζανε πλευρό
και δέρνονταν τα φίδια στο Ζαγόρι.
Νύσταξε κι η αρκούδα του Χατζή
μα πώς να κοιμηθεί με πανωφόρι
αφού τη γούνα της να βγάλει δεν μπορεί
κι ας λιώνει από τη ζέστη η καημένη
γραμμένο της στο Γράμμο να καεί
κι όχι στα γουναράδικα γδαρμένη.
Λίγος χειμώνας πέρσι και γλυκός·
γλυκύς πικρός σε πλαστικό κουπάκι.
Το ‘στρωσε θάνατο στη χώρα του χαμού
ετούτο το μακρύ καλοκαιράκι.
Από την ποιητική συλλογή “Άψινθος”, του Μιχάλη Γκανά.
∞
Ιστορίες για το Χειμώνα
Ώσπου ένα πρωί ξυπνάς με την πεποίθηση ότι μες στον ύπνο σου βρήκες επιτέλους τον αληθινό προορισμό σου — ντύθηκα βιαστικά κι αποχαιρέτησα τους δικούς μου παίζοντας μια υπέροχη μελωδία πάνω στα κάγκελα του κρεβατιού, ώ, μη γελάτε γιατί τα πράγματα έχουν δυο όψεις κι εγώ προτιμώ την πιο συναρπαστική — και αδιάκοπα αυτή η αίσθηση ότι δεν μπορέσαμε να ζήσουμε ποτέ την αληθινή μας ζωή κι έμεινε για πάντα εκεί στα σκοτεινά
(γι’ αυτό τα βράδια σωπαίνουμε κι αφουγκραζόμαστε το σκοτάδι) — ώ μελαγχολία του απείρου – ας σηκώσουμε το ποτήρι μας κι ας πιούμε εις υγείαν της συμπόνιας, γιατί δε θα γνωρίσει ποτέ ο ένας τον άλλον σαν τη μητέρα το ίδιο βράδυ που πέθανε ο πατέρας πήρε απ’ το συρτάρι κάτι κοριτσίστικες κορδέλες και τις έδεσε στα μαλλιά της για να δείξει ότι ο κόσμος δε χάθηκε ακόμα κι ότι ίσως έχουμε καιρό.
Άλλα ας αφήσουμε τις ελπίδες μας γι’ αύριο κι ας κοιτάξουμε πίσω απ’ τον καναπέ, εκεί που συμβαίνουν τα μεγάλα γεγονότα όπως τα πρώτα μας δάκρυα — κι αργότερα έπρεπε να υποφέρω για να κρύβω τη μεγάλη αποστολή μου ώσπου στο τέλος αγάπησα κι αυτό το ωραίο δέντρο στον κήπο έτσι δεν ξέχασα ποτέ πως κάποιος πολύ σοβαρός λόγος με είχε
φέρει στη γη ενώ στο βάθος κάθε νύχτας μου υπάρχει ένα μυστικό που φοβάμαι να το ανακαλύψω. Υπερβολές, θα πείτε. Όμως γι’ αυτό θα ‘χουμε ιστορίες για όλο το χειμώνα.
του Τάσου Λειβαδίτη.