Ειρήνη ή Αïρίν
Τα μεγάλα, μελιά μάτια της Μελέκ άνοιγαν διάπλατα, δεν καταλάβαινε τα παραμύθια, μόνο την τελευταία λέξη που έλεγε η γιαγιά. Τις έβαζε να κοιτούν ψηλά στα αστέρια και να κάνουν ευχή, αυτή που τη λένε Ειρήνη ή Αïρίν…
Ήταν η δεύτερη φορά που την έβλεπε. Η Μυρσίνη την είχε προσέξει, πώς αλλιώς άλλωστε; στο χωριό όλοι γνωρίζονταν και αυτή τη μικρούλα δεν την είχε ξαναδεί. Και πάλι στο ίδιο σημείο, έξω από το σπίτι τους, στη μάντρα τους. Καθισμένη κατάχαμα έπαιζε με τα χώματα. Τα ματάκια της την είχαν μαγέψει, ίδια στο χρώμα του μελιού, και τα κατάμαυρα μακριά μαλλιά της, πιασμένα πλεξούδα. Θα ήταν, δεν θα ήταν, επτά, λίγο μικρότερή της, σκέφτηκε. Μόλις την αντιλήφθηκε η μικρούλα, έγειρε τα ματάκια της στο χώμα, έτσι είχε κάνει και την πρώτη φορά. Ήταν η ώρα που γύριζε η Μυρσίνη από το μπάσκετ. Η γιαγιά Βγενιώ είχε προβάλει στην εξώπορτα. Στα χέρια της κρατούσε δύο αυγό-φέτες. Πώς το καταφέρνει κάθε φορά η γιαγιά; Όποτε και να γυρνούσε στο σπίτι από το σχολείο, το γήπεδο, το ωδείο, ότι ώρα και να ήταν, την έβρισκε εκεί να την περιμένει, πάντα με μια λιχουδιά, που η Μυρσίνη άρπαζε παιχνιδιάρικα και έτρεχε. Ήταν το παιχνίδι τους, άλλοτε μια σοκολάτα, ή μια αυγό-φέτα ή ένα κομμάτι κέικ, κάτι να τη γλυκάνει.
«Πώς σε λένε;», την πλησίασε.
Η μικρούλα σήκωσε τα μάτια, την κοίταξε, και χωρίς να πει λέξη, σα σίφουνας, έβαλε όλη της τη δύναμη και εξαφανίστηκε. Γιαγιά και εγγονή έμειναν να την κοιτούν άφωνες. Η Μυρσίνη «έκλεψε» την μία αυγό-φέτα από το χέρι της γιαγιάς και εξαφανίστηκε και αυτή. Όταν η γιαγιά μπήκε πίσω της στο σπίτι, άφησε την αυγό-φέτα που είχε περισσέψει στο τραπέζι της κουζίνας και συνέχισε το τηγάνισμα, που είχε αφήσει στη μέση. Είχε καλοκαιριάσει για τα καλά, ο κήπος τους ήταν φορτωμένος. Κολοκυθάκια, μελιτζάνες και πατάτες, της είχε ζητήσει η Μυρσίνη.
Είχε βραδιάσει πια όταν η αυλή φωτίστηκε από τα φώτα του αυτοκινήτου της μαμάς. Η Μυρσίνη ήταν στο μπάνιο, «δόντια και ύπνο», της επαναλάμβανε κάθε βράδυ η γιαγιά. Είχαν πάλι αργήσει να επιστρέψουν. Ο μπαμπάς έλεγε για έναν καινούργιο πελάτη, που τους καθυστέρησε στο γραφείο.
Η Μυρσίνη έτρεξε κοντά τους. «Να σας πω;» Ήθελε να τους πει για το κοριτσάκι, όλο αυτό σκεφτόταν. Είχε βάλει και τη γιαγιά να της υποσχεθεί, πως θα έψαχναν να τη βρουν. «Πόσο μακριά μαλλιά είχε, πρέπει να ντράπηκε που της μίλησα, δεν ήθελα να φύγει».
«Είναι το τελευταίο μοντέλο», τη διέκοψε ο μπαμπάς της.
«Μοναδικό στο νησί», συνέχισε η μαμά της. Της είχαν φέρει καινούργιο τάμπλετ. Η Μυρσίνη σήκωσε τα μάτια, έκανε να συνεχίσει. Ήθελε να τους πει και άλλα για την Αϊσέ, έτσι την είχαν «βαφτίσει» με τη γιαγιά, αφού δεν τους είχε πει το όνομά της. Ο μπαμπάς της έβγαζε τα παπούτσια του στο χολ, κι η μαμά μιλούσε στο κινητό. Ήταν ο πελάτης, που λέγανε στη γιαγιά μπαίνοντας. Δάκρυα της ήρθαν στα μάτια, να τες πάλι οι βρυσούλες, σκέφτηκε και μεμιάς θύμωσε, αυτές οι βρυσούλες που ανοίγουν όποτε θέλουν, και με ντροπιάζουν. Το τρεχαλητό… σαν της μικρούλας, θα τη γλύτωνε από τη ντροπή. Έκανε ένα σάλτο και χάθηκε στο διάδρομο για το δωμάτιο της. «Το δώρο σου», άκουσε τη μαμά πίσω της. Θα απογοητεύτηκαν, σκέφτηκε, αλλά δεν την ένοιαζε, έτσι κι αλλιώς έχω τόσα παιχνίδια…
Όταν η γιαγιά πήγε να την σκεπάσει, είχε ήδη αποκοιμηθεί. Να ξυπνήσω νωρίς, είχε σκεφτεί και σφάλισε τα μάτια της στο λεπτό. Η γιαγιά κρατούσε τις υποσχέσεις της, θα πήγαιναν να την ψάξουν, έπρεπε να ξεκινήσουν νωρίτερα για το σχολείο.
«Μη νοιάζεσαι αστεράκι μου», της είπε η γιαγιά, «θα τη βρούμε, ίσως και εκείνη ξανάρθει». Όπως τότε που είχε χάσει το Ρεντ, το σκυλάκι της. Λιώσανε τα πόδια της γιαγιάς, εκείνη ήτανε μικρούλα και δε μπορούσε να την ακολουθήσει στα ψαξίματα. Εντέλει το είχε βρει το σκυλάκι, είχαν περάσει μέρες και κόντευε να το ξεχάσει, όμως η γιαγιά το βρήκε και το έφερε πίσω. Ο μπαμπάς, της είχε αγοράσει άλλο, μετά το επέστρεψε πίσω το καινούργιο σκυλάκι. Είχε θυμώσει τότε, τα ήθελε και τα δύο, τα αγαπούσε. Η γιαγιά ήταν και τότε με το μέρος της, «ανάθεμα τα τάλαρα» είχε πει.
Στο σχολείο όλη μέρα ήταν «απούσα». Η δασκάλα της είχε απορήσει, δεν το συνήθιζε, η Μυρσίνη ήταν πάντα προσεκτική και συμμετείχε στο μάθημα, στο τέλος είχε εκνευριστεί κιόλας. «Πώς ονομάζονται τα παράλια της γειτονικής χώρας, απέναντι από το νησί μας;», είχε ρωτήσει. «Αϊσέ», πετάχτηκε εκείνη. Τα γέλια των συμμαθητών της, και οι φλογίτσες στα μάτια της δασκάλας της, είχαν κάνει τη Μυρσίνη κατακόκκινη από τη ντροπή της. Το μεσημέρι γυρνώντας από το σχολείο έψαχνε σε όλο το δρόμο. Σα να άνοιξε ο τόπος και την είχε καταπιεί. Η μικρούλα, πουθενά. Είχε λοξοδρομήσει κιόλας, αν το μάθαιναν οι γονείς της… της είχαν πει ποτέ να μην απομακρύνεται από το σπίτι. Όταν είχε χάσει το σκυλάκι της, για μέρες, έβαζε ένα πιάτο με φαγητό έξω από την πόρτα τους, να του μυρίσει. Να αφήσω μια σοκολάτα στη μάντρα; Σίγουρα θα άρεσε στο κοριτσάκι, ίσως να πεινάει κιόλας…
«Είναι μια οικογένεια που μένει στο παρατημένο, της κυρά Πολυξένης, είναι από αυτούς που μάζεψαν από τις βάρκες…, θα πάμε» της είπε η γιαγιά.
Σαν την κοκκινοσκουφίτσα, μόνο που είχε και τη γιαγιά μαζί της. Σε ένα καλαθάκι, η γιαγιά έβαλε αυγό-φέτες, σοκολάτες, δύο μπουκαλάκια νερό, και λουλούδια από τον κήπο τους. Σε όλο το δρόμο η Μυρσίνη έκανε σχέδια, είχε πάρει και μαρκαδόρους και χαρτιά για να ζωγραφίσουν, και το καινούργιο τάμπλετ, θα της το δώριζε. Όταν η θεία της είχε γεννήσει τον εξάδελφό της, την πρώτη φορά που τον είδε, ημερών ακόμα, είχε κρύψει στην τσέπη της ένα παγουρίνο με γάλα για να τον ταΐσει. Ακόμη θυμάται τον πανικό στα μάτια της θείας της. Πού να βρει πρίζα η Αϊσέ για το τάμπλετ; σκέφτηκε ξαφνικά και την έπιασε απελπισία.
Αχ και να την βρίσκαμε, θα παίζαμε, θα ζωγραφίζαμε, και μετά θα ζήταγα από τη γιαγιά να την πάρουμε σπίτι, να είχα μια παρέα, παρακάλαγε μέσα της σε όλο το δρόμο. Πόσες φορές είχε παρακαλέσει τη μαμά και τον μπαμπά της… Θέλω να έχω και εγώ μια αδερφή. Η γιαγιά τότε για να την παρηγορήσει έλεγε: «δε σου φτάνει η δική μου παρέα αστεράκι μου;» και τί να της πει; ότι δε μπορούν να παίζουν μαζί κουτσό; ή δεν μπορείς γιαγιά να παίζεις το σκοινάκι; Η γιαγιά ήταν ότι πολυτιμότερο για αυτήν. Ο μπαμπάς και η μαμά της όλη μέρα ήταν στο γραφείο. Αυτό το γραφείο η Μυρσίνη το είχε μισήσει. Και στο σπίτι που έρχονταν, για υποθέσεις -όπως έλεγαν- του γραφείου δούλευαν. Και ούτε για μπάνιο στη θάλασσα πήγαιναν ποτέ. Και μήπως στις κούνιες; όλο με τη γιαγιά πήγαινε. Μια συμμαθήτριά της, της είχε πει να ζητήσει από τη μαμά της να πηγαίνουν μαζί στην εκκλησία. Τις Κυριακές δεν επιτρέπεται να δουλεύουν!
«Κάποιος το μήνυσε, το σφύριξε κρυφά, στον Αστυνόμο, και τους μάζεψε», είπε η κυρά Πολυξένη. Ταράχτηκε η γιαγιά. Ούτε που κατάλαβε γιατί την έσφιξε πάνω της και τη φίλησε κιόλας. Η Μυρσίνη τραβήχτηκε λίγο, σήκωσε το κεφάλι να δει τα μάτια της γιαγιάς και την τράβηξε από το χέρι για να φύγουν. Δεν είχε καλοκαταλάβει τα λόγια της κυρά Πολυξένης, νόμισε πως ήταν αλλού. Έπρεπε να βιαστούν, μη τους μαζέψουν κι από εκεί.
«Πονέσανε τα πόδια μου, αύριο πάλι» της έσφιξε το χέρι η γιαγιά και ίσα για το σπίτι τους. Ο κυρ Λάμπρος που τις χαιρέτησε, απόκριση δεν πήρε από τη γιαγιά. Το βήμα της ήταν γρήγορο, την ήξερε τη γιαγιά της, όταν νεύριαζε, έτσι πάνω κάτω την αυλή έκανε. «Γέμισε ο κόσμος παλιανθρώπους παιδί μου», μα τί σχέση είχε αυτό με την Αϊσέ; Πάει, τρελάθηκε η γιαγιά.
«Μανούλα μου, κάνε μου τη χάρη, να έχω και εγώ μια φίλη. Αχ, να έβλεπες τα ματάκια της, μανούλα μου. Να βγάλουμε το παλιό ποδήλατο από την αποθήκη, να παραβγαίνουμε και στο μπάσκετ, δεν μπορεί το κυνηγητό η γιαγιά πια κι όλο την πιάνω», όλα τα δοκίμασε η Μυρσίνη, κι ούτε έφαγε για βραδινό, με πυρετό εντέλει πήγε στο κρεβάτι.
«Τί ήτανε, και τη βρήκε;» άκουσε τη μαμά της, το ξημέρωμα. Είχανε σηκωθεί ήδη και ετοιμάζονταν για το γραφείο. «Ακούς, ο παλιάνθρωπος, καλό δε χρωστάνε», έλεγε η γιαγιά. Η πόρτα άνοιξε, φεύγουν, σκέφτηκε η Μυρσίνη. «Και πάνε και κοινωνάνε, δε θα μείνει έτσι» ο μπαμπάς της πρέπει να ήταν πολύ νευριασμένος.
Θα έλεγε ψέματα, το είχε αποφασίσει, έπρεπε να βρει την Αϊσέ. Η γιαγιά έλεγε, πως όποιος λέει ψέματα πάει στην κόλαση. Κανά δυο φορές που δεν ήθελε να πάει στο σχολείο και έκανε την άρρωστη, της είχε πει, «συγνώμη γιαγιά, ένα ψέμα μπήκε στο στόμα μου», κι όλα είχαν ξεχαστεί. Όταν λες συγνώμη, τη γλιτώνεις την κόλαση. Έτσι θα έκανε πάλι. Και ο μπαμπάς της το είχε πει, «δε θα μείνει έτσι». Δεν θα πήγαινε σχολείο, θα πήγαινε πάλι στης κυρά Πολυξένης, και μετά στο γήπεδο. Ο Στρατής και η Βάνθα σίγουρα θα τη βοηθούσαν, να πάνε σε όλο το χωριό. Σίγουρα θα την έβρισκαν. Δεν είχε και άλλα παιχνίδια, κάπου θα έπαιζε με τα χώματα. Μόνο να μην είχε αυτοκίνητο ο μπαμπάς της, τότε μπορεί να είχαν φύγει μακριά. Εκτός κι αν έφυγαν πάλι με τις βάρκες…
Η μαμά της Βάνθας τους βρήκε, κόντευε να βραδιάσει πια, όλο το χωριό είχε αναστατωθεί, κι η γιαγιά και η μαμά. Ο Στρατής από το πολύ τρέξιμο όλη μέρα, είχε ματώσει τα πόδια του, σε όλα τα παρατημένα είχε μπει. Δεν τις άφηνε βλέπεις, ήθελε να το παίζει άντρας και στα παρατημένα έμπαινε μόνος του, κι εκείνες περίμεναν, κι έπειτα σε άλλο, σε άλλο, όλο το χωριό γύρισαν.
«Αϊσέ», φώναζε η Μυρσίνη, και πώς να απαντήσει; μπορεί να τη λέγανε αλλιώς, κι ούτε που το σκέφτηκε, μόνο να τη δει, ας την έβρισκε…
Κι όταν την είδε στην αυλή τους, κατάχαμα, πάλι μέσα στα χώματα, «Αϊσέ», φώναξε, έτρεξε και χώθηκε στην αγκαλιά της. Τους είχε βρει στο τμήμα ο μπαμπάς της. Ο Αστυνόμος με τα πολλά είχε συμφωνήσει, θα τους φιλοξενούσαν «με δική τους ευθύνη», όπως του τόνισε, μέχρι τη μέρα της απέλασης. Η γιαγιά είχε ετοιμάσει το δωμάτιο που είχαν η θεία με τη μαμά της όταν ήταν μικρές, εκεί θα κοιμούνταν οι γονείς της. Στο δωμάτιο της Μυρσίνης είχαν βάλει ένα καναπέ για τη Μελέκ και τον αδερφό της.
Οι μέρες που θα μοιράζονταν δεν ήταν πολλές. Τα παιδιά όμως, που ζουν κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία, χάρηκαν την κάθε στιγμή. Τα παιχνίδια τους, τα γέλια τους, τα τραγούδια της Μελέκ, τα νάζια της, τα κάστρα που έχτιζε με το χώμα, η Μυρσίνη που απέκτησε αδερφή και αδερφό μεμιάς, ο μικρούλης Χαλίλ που κοιμόταν στην ποδιά της γιαγιάς. Κι η γιαγιά που τα νανούριζε κάθε βράδυ με παραμύθια, «δεν θα χωρίσετε ποτέ, όσο μακριά και να είστε, να θυμάστε πως είστε αδέρφια» έτσι τους έλεγε η γιαγιά. Τα μεγάλα, μελιά μάτια της Μελέκ άνοιγαν διάπλατα, δεν καταλάβαινε τα παραμύθια, μόνο την τελευταία λέξη που έλεγε η γιαγιά. Τις έβαζε να κοιτούν ψηλά στα αστέρια και να κάνουν ευχή, αυτή που τη λένε Ειρήνη ή Αïρίν.
Σαν το ρυάκι που τρέχει και δε στερεύει ποτέ, πέρασαν οι μέρες… Το χωριό ολόκληρο ήρθε και στάθηκε έξω από το σπίτι τους, κι είχαν και πανό και φώναζαν, για να παραμείνουν στο χωριό τους η Μελέκ και ο Χαλίλ.
Μόνο ο Αστυνόμος με τους χωροφύλακές του, δεν τους ήθελαν. Γιατί δεν είδε την αγάπη που είχαν, ο Αστυνόμος; Γιατί δεν είδε την ευτυχία, που ήταν ζωγραφισμένη στα μάτια της Μελέκ; Τα χωμάτινα κάστρα της, πώς μπόρεσε να τα γκρεμίσει;
Η Μυρσίνη πόνεσε πολύ όταν τους πήραν, κι ακόμα Αϊσέ τη φώναζε.
…
Αρκετά χρόνια μετά, η γιαγιά είχε «φύγει» πια, και η Μυρσίνη μετά τις σπουδές της είχε επιστρέψει στο νησί. Ήταν η μέρα που πρωτοφόρεσε τη λευκή της ποδιά στο κοινοτικό ιατρείο. Είχε βραδιάσει πια, ήταν μόνη, η αγωνία, που ένιωσε σαν πέρασε την πόρτα του ιατρείου, είχε δώσει τη θέση της στη γλυκιά νοσταλγία. Να με καμαρώνει άραγε η γιαγιά από ψηλά; Ο ήχος του μηνύματος στον υπολογιστή της, την «επανάφερε» στο δωμάτιο. Άνοιξε τη θυρίδα. Μια κόκκινη καρδιά γέμιζε την οθόνη, και από κάτω, «η αδερφή σου, Αϊσέ», έγραφε.
«Σε αγαπώ Μελέκ», έγραψε και έκλεισε τον υπολογιστή της.
Ευγενία Γκιόκα