“Η αναφορά ήταν ατεκμηρίωτη και λαθεμένη” – Η ΚΕ του ΚΚΕ για τους “350 προβοκάτορες του Ρουφογάλλη”, τον Μαυρογένη και το φύλλο 8 της “Πανσπουδαστικής”
Η αναφορά στους 350 προβοκάτορες των Ρουφογάλλη-Καραγιαννόπουλου ήταν ατεκμηρίωτη και αποπροσανατολιστική, Εξίσου λαθεμένη ήταν η δημόσια καταγγελία του Διονύση Μαυρογένη ως εντεταλμένου μυστικών υπηρεσιών. Χρειάζεται κυρίως η πολιτική αντιμετώπιση όσων λειτουργούν προβοκατόρικα συνειδητά ή ασυνείδητα και όχι ατεκμηρίωτες άστοχες καταγγελίες.
Είναι από τα πλέον πολυσυζητημένα ζητήματα που συνδέονται με την εξέγερση του Πολυτεχνείου και εξακολουθούν μέχρι σήμερα να απασχολούν τις φοιτητικές συνελεύσεις, ενώ επανέρχονται συχνά-πυκνά στην επικαιρότητα -συνήθως για να υπηρετήσουν συγκεκριμένες πολιτικές σκοπιμότητες. Στην πρόσφατη έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ για το Πολυτεχνείο (“Πολυτεχνείο Νοέμβρη 1973 – Έμπνευση, γνώση και στήριγμα για τους λαϊκούς ξεσηκωμούς του μέλλοντος), η Κεντρική Επιτροπή πιάνει συνολικά το ζήτημα των προβοκατόρων, στο κεφάλαιο με τα συμπεράσματα από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, το αναλύει σφαιρικά και το θέτει στη σωστή πολιτική του βάση, εξετάζοντας αυτοκριτικά κάποιες αναφορές-καταγγελίες που είχαν γίνει στο περιβόητο όγδοο φύλλο της Πανσπουδαστικής, του περιοδικού της Αντι-ΕΦΕΕ στα χρόνια της στρατιωτικής χούντας.
Το πιο σημαντικό σε όλα αυτά, δεν είναι η “ανασκευή” των καταγγελιών, που επιβάλλεται να εξετάζονται με γνώση όλων των στοιχείων, παίρνοντας πάντα υπόψη τις γενικές συνθήκες της εποχής και τη βαριά παρανομία που δυσκόλευε τη διασταύρωση-επιβεβαίωση πληροφοριών. Είναι ότι η ΚΕ του ΚΚΕ μεταφέρει σωστά το βάρος στην πολιτική αντιπαράθεση και κριτική των αντίπαλων δυνάμεων που έδρασαν στο φοιτητικό κίνημα, αναδεικνύοντας έτσι την ουσία των διαφορών. Ακολουθεί η αναδημοσίευση του σχετικού αποσπάσματος από το βιβλίο (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελίδες 168-171).
Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να προμηθευτεί και να μελετήσει κανείς συνολικά την έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ για το Πολυτεχνείο, που περιλαμβάνει ένα σύντομο χρονικό, ενδιαφέροντα πολιτικά συμπεράσματα-διδάγματα και χρήσιμη αυτοκριτική σε μια σειρά σημεία, σχετικά με τη στρατηγική του ΚΚΕ και την πολιτική-οργανωτική του ετοιμότητα να δράσει σε συνθήκες σκληρής παρανομίας, καθοδηγώντας έναν αυθόρμητο μαζικό ξεσηκωμό.
Παρά τις όποιες αδυναμίες αναφέρονται, οι δυνάμεις του ΚΚΕ, της ΚΝΕ και της Αντι-ΕΦΕΕ αποτέλεσαν την περισσότερο συγκροτημένη πολιτική δύναμη στη διάρκεια του ξεσηκωμού και τη μόνη που επιχείρησε να τον μετατρέψει σε οργανωμένη και μαζική εργατική-λαϊκή κινητοποίηση.
Όλα τα προηγούμενα αποδεικνύουν ότι δεν έχουν βάση όσα διάφοροι απ’ τον χώρο του οπορτουνισμού -και όχι μόνο- απέδιδαν και συνεχίζουν να αποδίδουν στο ΚΚΕ και την ΚΝΕ και συγκεκριμένα την εκτίμηση ότι ο ξεσηκωμός του Πολυτεχνείου ήταν έργο προβοκατόρων. Τέτοια εκτίμηση ποτέ δεν είχε ούτε το Κόμμα, ούτε η ΚΝΕ, γεγονός που επιβεβαιώνεται πολύ καθαρά από όλη τη δράση τους πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από το Πολυτεχνείο.
Αυτό δε σημαίνει ότι στη διάρκεια του ξεσηκωμού δεν υπήρξε σχεδιασμένη δράση προβοκατόρων. Είναι χαρακτηριστικά όσα ανέφερε μια ομάδα φοιτητών που συμμετείχε στον αγώνα του Πολυτεχνείου σε ανταπόκρισή της στη “Φωνή της Αλήθειας” που μεταδόθηκε στις 19 Νοέμβρη 1973.
“Ιδιαίτερα προσεχτική δουλειά έγινε για να απομονωθούν τα ξένα προς το φοιτητικό κίνημα στοιχεία. Ξεκαθαρίστηκε στην αρχή το πλήθος των συγκεντρωθέντων, με κύριο τρόπο την επίδειξη και τον έλεγχο των φοιτητικών ταυτοτήτων και την ανάληψη εγγυήσεων από γνωστούς φοιτητές για όσους έτυχε να μην έχουν ταυτότητες. Σεβόμενοι απόλυτα εκείνους που είχαν συγκεντρωθεί για να μας εκδηλώσουν τη συμπαράστασή τους, απομονώσαμε ταυτόχρονα όλους εκείνους που δεν είχαν σχέση με το φοιτητικό κίνημα, τους ύποπτους γνωστούς προβοκάτορες. Αποκαταστήσαμε αυστηρό έλεγχο στις εισόδους για τον ίδιο σκοπό“.
Παρόμοια ήταν η εκτίμηση στην οποία προχώρησε η δεύτερη Συντονιστική Επιτροπή, με ανακοίνωση λίγους μήνες μετά από την πτώση της δικτατορίας, που υπογραφόταν από 27 μέλη της (τα οποία πρακτικά προέρχονταν από όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων και οργανώσεων που συμμετείχαν στον ξεσηκωμό):
“Προβοκάτορες υπήρξαν, αλλά με την επαγρύπνηση και την αυτοπειθαρχία των αγωνιστών δεν μπόρεσαν να επηρεάσουν την εξέλιξη των γεγονότων και το πολιτικό τους περιεχόμενο“.
Η παρουσία πρακτόρων της ΚΥΠ και όχι μόνο στα γεγονότα του Πολυτεχνείου επιβεβαιώνεται και από το πόρισμα Δ. Τσεβά. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα: “(…) μέγα ήτο το πλήθος των εις το Πολυτεχνείον πρακτόρων της ΚΥΠ, οι οποίοι εφωτογράφιζον τους πρωτεργάτας της κινήσεως και κατέγραφαν εις μαγνητοταινίας τας συνομιλίας των, διένειμαν προκηρύξεις μεταξύ των σπουδαστών προς επηρεασμόν των, εναντίον της τότε καταστάσεως, παρημπόδιζον την εντός του Πολυτεχνείου εισαγωγήν τραυματιών προκειμένου να διακομίζωνται ούτοι εις το Ρυθμιστικόν ή αλλαχού, ένθα η αστυνομία ήτο παρούσα διά τα περαιτέρω, κατέστρεφαν διάφορα αντικείμενα του Πολυτεχνείου (…)”
Έτσι κι αλλιώς, όλο το προηγούμενο διάστημα, τόσο οι Οργανώσεις του Κόμματος και της ΚΝΕ όσο και οι κινητοποιήσεις του φοιτητικού και γενικότερα του αντιδικτατορικού κινήματος είχαν χτυπηθεί πολλαπλά, τόσο από τη δράση των δυνάμεων καταστολής όσο και από τη δράση των προβοκατόρων.
Επίσης, με δεδομένες και τις υπαρκτές αντιθέσεις στους κόλπους της δικτατορίας και τις πληροφορίες που μεταδίδονταν στο Κόμμα για πιθανότητα εκδήλωσης στρατιωτικού κινήματος από αξιωματικούς έμπιστους στον Ιωαννίδη, με σκοπό να ανατρέψουν τον Παπαδόπουλο, ήταν λογικό να απασχολήσει το ερώτημα μήπως κύκλοι της Χούντας επεδίωξαν ορισμένα γεγονότα για να προκαλέσουν δικές τους εξελίξεις. Αυτή η εκδοχή όμως απορρίφθηκε και όταν τα γεγονότα ήταν σε εξέλιξη και αμέσως μετά και κατά τη συζήτηση σχετικά με τα συμπεράσματα το 1976. Αναφέρει σχετικά η Έκθεση της ΚΕ:
“Δεν μπορεί, επίσης, να υποστηριχθεί ότι υπήρξε μελετημένο σχέδιο (προβοκάτσια) της αντίδρασης για να εξωθήσει σε μια τέτοια μορφή και να πετύχει ορισμένους σκοπούς. Αυτό προκύπτει και από τη μελέτη όλων των στοιχείων, που ως τώρα έχουν συγκεντρωθεί και μελετήθηκαν. Αλλά προκύπτει και λογικά. Το υπεύθυνο κέντρο λήψης αποφάσεων της αντίδρασης ήξερε τη δύναμη του ΦΚ [φοιτητικού κινήματος], καθώς και το πνεύμα αγανάκτησης και έξαρσης που υπήρχε σ’ όλο το λαό. Δεν μπορούσε, επόμενα, να εξωθήσει σε τέτοια μορφή αγώνα, που θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες. Είναι άλλο το θέμα, σε ποιο βαθμό η αντίδραση προσπάθησε να εκμεταλλευτεί με προβοκάτσιες τον αγώνα αυτόν. Και πραγματικά, αυτό το προσπάθησε, όσο της ήταν δυνατό“.
Φυσικά, στο πλαίσιο της γενικά σωστής εκτίμησης για το φοιτητικό και εργατικό-λαϊκό ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου, δεν έλειψαν -ειδικά για όσο διάστημα εξακολουθούσε η παρανομία του Κόμματος και επομένως ήταν δυσκολότερη η άντληση συλλογικών συμπερασμάτων- λαθεμένες εκτιμήσεις αναφορικά με τη δράση των προβοκατόρων, ακόμα και όταν θεωρούνταν ότι αυτοί δεν επηρέασαν τις εξελίξεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το φύλλο της Πανσπουδαστικής νο. 8, το οποίο κυκλοφόρησε μετά από το Φλεβάρη του 1974, με βασικό στόχο να τον υπερασπιστεί και να διαδώσει τα πολιτικά μηνύματα του φοιτητικού και εργατικού-λαϊκού ξεσηκωμού. Ταυτόχρονα, όμως δημοσίευσε μια αναφορά περί 350 προβοκατόρων των Ρουφογάλλη-Καραγιαννόπουλου που εισήλθαν στο Πολυτεχνείο. Η αναφορά ήταν ατεκμηρίωτη και αποπροσανατολιστική, όχι επειδή δε σημειώθηκε εκτεταμένη δράση των κατασταλτικών μηχανισμών τις μέρες του εργατικού-λαϊκού ξεσηκωμού, αλλά επειδή οι διάφορες κρατικές υπηρεσίες (όπως το Σπουδαστικό της Ασφάλειας) δρούσαν κυρίως “υπόγεια” στο εσωτερικό του φοιτητικού κινήματος και των συγκεντρωμένων, χωρίς να μπορέσουν να καθορίσουν την τροπή των γεγονότων. Εξίσου λαθεμένη ήταν η δημόσια καταγγελία του Διονύση Μαυρογένη ως εντεταλμένου μυστικών υπηρεσιών. Βέβαια, μπορεί γενικά να χρειάζεται η καταγγελία ενεργειών οι οποίες αντικειμενικά δίνουν λαβές για χτύπημα του οργανωμένου κινήματος, όμως χρειάζεται κυρίως η πολιτική αντιμετώπιση όσων λειτουργούν προβοκατόρικα συνειδητά ή ασυνείδητα και όχι ατεκμηρίωτες άστοχες καταγγελίες.
Σχετικά με τον Μαυρογένη υπάρχει επίσης και η εξής υποσημείωση.
Στην Πανσπουδαστική, φύλλο 8, δημοσιεύτηκε καταγγελία των “Επιτροπών Αγώνα της Φυσικομαθηματικής Σχολής” για τον Διονύση Μαυρογένη, στην οποία καταγγελλόταν ως πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών της Χούντας. Οι κατηγορίες σε βάρος του ήταν ατεκμηρίωτες. Ταυτόχρονα, ήταν και αποπροσανατολιστικές αναφορικά με την αντιμετώπιση των επιθέσεων που ο ίδιος εξαπέλυε στις γενικές συνελεύσεις ενάντια σε συνδικαλιστές της ΑΝΤΙ-ΕΦΕΕ (έλεγε, πχ, “εσύ είσαι κολλιγιανικός, του ΚΚΕ” κλπ, τη στιγμή που σε συνθήκες παρανομίας οι συνδικαλιστές της ΑΝΤΙ-ΕΦΕΕ και τα μέλη των επιτροπών αγώνα δεν παρουσίαζαν δημόσια την πολιτική τους ιδιότητα. Το γεγονός αυτό διευκόλυνε τις διωκτικές Αρχές να παίρνουν μέτρα, να προχωρούν σε συλλήψεις, διώξεις κλπ). Ωστόσο, οι Επιτροπές Αγώνα δε θα μπορούσαν να έχουν γνώση των όσων καταγγέλλονταν, ενώ και ο Διονύσης Μαυρογένης ως συνδικαλιστής φοιτητής δραστηριοποιούνταν στην Επιτροπή Αγώνα της σχολής του. Σημειώνουμε όμως και το κλίμα εκείνης της περιόδου, όπου μηχανισμοί της Χούντας και ισχυρών καπιταλιστικών κρατών δρούσαν και στην Ελλάδα και διεθνώς.