Ένας άλλος κόσμος (τα πάντα ρει)
Σκεφτείτε λοιπόν τον εαυτό σας το 2008, και μετά δείτε τον εαυτό σας και την κοινωνία τώρα. Και αναρωτηθείτε, τίποτα δεν αλλάζει;
I remember a story of great battles won
and the tale of our heroes who died by the gun
while the rest looked and smiled at the freedom they’ve won
but the weight of the chain slows the run
Τίποτα δεν αλλάζει. Ή οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Δύο φράσεις οι οποίες ακούγονται συχνά, ιδιαίτερα όταν η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από την επανάσταση και τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Οι (στερεοτυπικές) αυτές φράσεις ουσιαστικά θεωρούν μια (ενδεχομένως ρομαντική) ουτοπία την πεποίθηση ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάξει. Η φύση του ανθρώπου και τα ένστικτά του δε μπορούν να μεταβληθούν, συμπληρώνει συνήθως μια επόμενη φράση. Είναι ο κόσμος όμως που δε μπορεί να αλλάξει ή είναι όσοι το ισχυρίζονται που στην πραγματικότητα δεν θέλουν να αλλάξουν;
I remember a song about flags standing high
as the red blazing rockets turned dark a blue sky
I remember the reason the weak shared good-byes if they could
I remember a sight at the dreams that we had
and the injustice they’ve suffered had driven them mad
Δεκέμβρης 2008. Πολύ πριν τα μνημόνια, πολύ πριν την ευρεία διάδοση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Στη γιορτή του Αγίου Νικολάου ο κόσμος που βρίσκεται έξω μαθαίνει το βράδυ ότι κάποιος δολοφονήθηκε από έναν αστυνομικό στα Εξάρχεια. Μια δολοφονία που μας βρήκε σε σπίτια που δεν είμαστε πια, σε παρέες που δε βλέπουμε ή δε μιλάμε, σε σχολές που δε σπουδάζουμε πια, σε μαγαζιά που δεν πάμε. Περίεργο από πολλές απόψεις. Μια γενιά που μέχρι τότε είχε χαρακτηριστεί πολλές φορές ως η γενιά του καναπέ και του φραπέ ξεχύθηκε στους δρόμους το 2006-2007 ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16, και το 2008, σε πορείες που γνώρισαν κάθε λογής καταστολή, με γκλοπ, με συλλήψεις, με δακρυγόνα. Σε μερικές πόλεις εκείνες τις ημέρες έμενε να γνωρίσει και πογκρόμ και κυνηγητά από τους χρυσαυγίτες οι οποίοι έδρασαν άλλη μια φορά σαν εμπροσθοφυλακή του συστήματος.
I remember when we had the right to be sad all the time
I remember the war of the great days of old
and the battle hymns they sung while they died in the cold
must we all play the losing game
Όλα αυτά δε μπόρεσαν να τσακίσουν μια γενιά που τελικά ήξερε πολύ περισσότερα από το να πίνει φραπέ. Η πραγματικότητα όμως, ένα σύμπαν το οποίο γκρεμίστηκε την επόμενη δεκαετία κατάφερε ότι δεν κατάφεραν τα ΜΑΤ. Η γενιά αυτή στα πρώτα εργασιακά της βήματα βρήκε τα μνημόνια, την ανασφάλεια, τους χαμηλούς μισθούς. Σκεφτείτε πως ακόμα και κόμματα τα οποία δε βρέθηκαν απέναντι στο Δεκέμβρη του 2008, κατέληξαν να στηρίζουν και να συνδιαμορφώνουν την πολιτική και τους νόμους των μνημονίων και να χαρακτηρίζουν την καταστροφή της κοινωνίας ως σωτηρία και επιτυχία.
I remember the good men they bought and they sold for a dime
let’s take a look now what we’ve changed
after all we’re still so much the same
after all this time
can’t we make up our minds
Επιτυχία μια κοινωνία όπου η νέα γενιά μαστίζεται από την κατάθλιψη και τις αγχώδεις διαταραχές; Και λίγο μετά ακολουθεί και η πανδημία συνάμα με την διαχείριση της ως ευκαιρία για κέρδος του κεφαλαίου και καταστολή των από κάτω για να δέσει το γλυκό. Χιλιάδες νέοι και νέες φύγανε, είτε από την χώρα, είτε από τον δρόμο, είτε από την κοινωνική ζωή. Μια ζωή που γίνεται όλο και πιο δύσκολη καθώς ακόμα και είδη πρώτης ανάγκης έχουν φτάσει να θεωρούνται πολύτιμα αντικείμενα, όπως το λάδι που οριακά δεν πωλείται ακόμα σε μπουκαλάκια για αρώματα.
Σκεφτείτε λοιπόν τον εαυτό σας το 2008 και μετά δείτε τον εαυτό σας και την κοινωνία τώρα. Και τελικά αναρωτηθείτε τίποτα δεν αλλάζει; Αυτό δεν σημαίνει πως η αλλαγή είναι πάντα προς το καλύτερο. Αν και ένα κομμάτι της νέας γενιάς και της κοινωνίας κατάφερε μέσα από όλα αυτά να επανακαθορίσει τη στάση του για τη ζωή. Αλλά αυτό είναι επιλογή. Όπως επιλογή είναι και το να φοβάσαι να αλλάξεις και να το μετατρέπεις σε άγραφο νόμο. Γιατί δυστυχώς ή ευτυχώς τα πάντα ρει.
let’s take a look now what we’ve changed
after all we’re still so much the same
after all this time
can’t we make up our minds
guess we’ll all play the losing game (I remember, Psychotic Waltz)
Πάνος Χριστοδούλου, Βιοπαθολόγος/Εργαστηριακός Ιατρός, Ιατρός Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Ιατρικής, MSc Διοίκησης Μονάδων Υγείας, MSc Διατροφής, Τροφίμων και Μικροβιώματος, Υποψήφιος Διδάκτορας Ιατρικής Πανεπιστημίου Πατρών, PGCert Διαχείρισης κρίσεων στη δημόσια υγεία και ανθρωπιστικής απάντησης