Εδουάρδος Γίββων – ο προπάτορας της Σύγχρονης Ιστοριογραφίας
Αν το έργο του Γίββωνα παραμένει κλασικό, οφείλεται όχι μόνο στις αδιαμφισβήτητες λογοτεχνικές αρετές του, αλλά και στο ότι ο πυρήνας της σκέψης του, με άλλους μανδύες, διαποτίζει ένα μεγάλο μέρος της ιστοριογραφικής παραγωγής αδιάλειπτα επί δυόμιση σχεδόν αιώνες. Η απουσία ανιχνεύσιμου νοήματος στην ιστορία είναι βασικός πυρήνας σειράς αστικών ιστοριογραφικών ρευμάτων ως τις μέρες μας.
Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή το 1794 ο Εδουάρδος Γίββων, σημαντικός ιστορικός του 18ου αιώνα, γνωστότερος για το magnum opus του “Η άνοδος και η πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας”, που αφηγείται τα γεγονότα από τον 2ο π.Χ αιώνα ως την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 (η οποία στο μυαλό αυτοκρατόρων και κατοίκων παρέμεινε ως το τέλος η μόνη νόμιμη συνέχεια του ρωμαϊκού imperium).
Ο Γίββων γεννήθηκε στο Σάρρεϋ το 1737, ως μεγαλύτερος και μόνος επιζήσας στην ενηλικίωση μεταξύ επτά παιδιών της εύπορης οικογένειάς του. Μετά το θάνατο της μητέρας του το 1747 μεγάλωσε με τη θεία του Κάθριν Πόρτεν, την οποία περιέβαλλε με ιδιαίτερη στοργή. Από μικρός έδειξε έφεση στο διάβασμα, το οποίο ήταν κυρίως εξωσχολικό, καθώς η τυπική του εκπαίδευση ήταν αρκετά άστατη, με συνεχείς εναλλαγές σχολείων. Στα 12 χρόνια του ανακαλύπτει το πάθος του για την ιστορία και στα 14 έχει ήδη καλύψει το γνωστικό πεδίο της ρωμαϊκής ιστορίας. Χαρακτηριστικό του έργου του ήταν πως δε βασίστηκε σε άλλους λόγιους της εποχής, αλλά αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις. Μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα σπουδών στην Οξφόρδη προσηλυτίστηκε στον καθολικισμό το 1753.
Με βάση τους αντικαθολικούς νόμους της εποχής, η απόφασή του αυτή συνεπαγόταν αποκλεισμό του από όλα τα δημόσια αξιώματα, κάτι που οδήγησε τον εξοργισμένο πατέρα του να τον στείλει στη Λωζάννη, υπό την επίβλεψη του Καλβινιστή ιερέα Ντανιέλ Παβιγιάρ. Ο Γίββων εκτίμησε ιδιαίτερα τον Παβιγιάρ, που του δίδαξε τη γαλλική γλώσσα και κουλτούρα και τον έβαλε σε ένα συστηματικό πρόγραμμα μελέτης. Έτσι τον επόμενο χρόνο αποκήρυξε τον καθολικισμό, υιοθετώντας ένα σύστημα πίστης το οποίο εμπεριείχε στοιχεία κοινά μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών.
Στη Λωζάνη συναναστράφηκε μεταξύ άλλων το Βολταίρο και αρραβωνιάστηκε τη Σουζάν Κιρσό, κόρη πάστορα που μετέπειτα έγινε σύζυγος του Ζακ Νεκέρ, υπουργού οικονομικών του Λουδοβικού ΙΣΤ’, καθώς ο πατέρας του Γίββωνα ήταν σφόδρα αντίθετος στη σχέση. Έκτοτε δεν ξανασκέφτηκε το γάμο. Το 1760 και για δύο χρόνια υπηρέτησε στην πολιτοφυλακή του Χάμπσαϊρ, εμπειρία που κατά τα λεγόμενά του του χρησίμευσε στην μετέπειτα πορεία του ως ιστορικού.
Το 1763 πήγε στο Παρίσι, όπου γνώρισε σημαντικούς φιλοσόφους του διαφωτισμού, όπως τον Ντιντερό και τον Ντ’ Αλαμπέρ. Το 1764 επισκέφτηκε τη Ρώμη, όπου ανάμεσα στα ερείπια του Καπιτωλίου συνέλαβε την ιδέα της συγγραφής του “Η άνοδος και η πτώση”, η οποία υλοποιήθηκε ωστόσο πολλά χρόνια αργότερα.
Το πρώτο τμήμα του έργο του, που δημοσιεύθηκε στις 17 Φλεβάρη 1776 γνώρισε τεράστια επιτυχία, ενώ προκάλεσε αρκετές συζητήσεις γύρω από την αντίληψή του για την άνοδο του Χριστιανισμού, την οποία αντιμετώπιζε με σαρκαστικό τρόπο. Ωστόσο, δε διακρινόταν από τη μαχητική αθεϊα, το ντεϊσμό ή τον αγνωστικισμό των διαφωτιστών φιλοσόφων. Σαφώς αρνούνταν το ρόλο της Αποκάλυψης και οποιασδήποτε άλλης μεταφυσικής παρέμβασης στην ιστορία, τον ενδιαφέρει κυρίως η ιστορική αντιμετώπιση της θρησκείας στα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας. Αν και βρέθηκε συχνά στο στόχαστρο της κριτικής, απάντησε μόνο μια φορά, όταν τον κατηγόρησαν για πλαστογραφία των στοιχείων που χρησιμοποιούσε. Τον καιρό που ολοκλήρωσε το έργο του, το 1788 ήταν ήδη αναγνωρισμένος ιστορικός, που είχε αποσπάσει το θαυμασμό μεταξύ άλλων του φιλοσόφου Ντέιβιντ Χιούμ.
Η παρουσίαση της ιστορίας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τον Γίββωνα περιστρέφεται γύρω από το μοτίβο της συνεχούς παρακμής, την οποία εξηγεί ως καρπό ηθικής έκπτωσης. Στο τέλος του έργου του παρατηρεί πως “περιέγραψα το θρίαμβο του βαρβαρισμού και της θρησκείας”, εναρμονιζόμενος με το κλασικιστικό πνεύμα της εποχής του, που αποδίδει τη δύση του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού στην επέλαση των βαρβάρων και του χριστιανισμού, αντιμετωπίζοντας τα αποκλειστικά ως αίτια, κι όχι ως συμπτώματα ή καταλύτες μιας διαδικασίας μεταβολής που κυοφορούνταν για αιώνες. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη βυζαντινή ιστορία, η μονομέρειά του -που επιτάθηκε από την έλλειψη γνώσης ελληνικών για την καλύτερη προσέγγιση των πηγών- επηρέασε βαθιά τη μελέτη της περιόδου, αφήνοντας τον -εξασθενημένο είναι η αλήθεια- απόηχό της μέχρι και σήμερα. Αυτό δε μειώνει το επίτευγμά του, σε μια εποχή που η ιστοριογραφία δε διέθετε ακόμα την πολύτιμη αρωγή της νομισμαστικής, της επιγραφολογίας, της αρχαιολογίας αλλά κυρίως της κριτικής ανάλυσης των πηγών.
Η σημαντικότερη κληρονομιά του Εδουάρδου Γίββωνα ήταν ίσως η αντίληψη του για την ιστορία η οποία συμπυκνώνεται σε μια φράση του στην αρχή του πρώτου τόμου, όπου εκφράζει την άποψη πως η ιστορία δεν είναι παρά “η καταγραφή των εγκλημάτων, της τρέλας και της κακοτυχίας της ανθρωπότητας”. Η απουσία ανιχνεύσιμου νοήματος στην ιστορία, η παρουσίαση της ως συρραφής ασύνδετων ή ανεξηγήτων τυχαίων γεγονότων ή ατυχημάτων είναι βασικός πυρήνας σειράς αστικών ιστοριογραφικών ρευμάτων ως τις μέρες μας. Ουσιαστικά μια τέτοια αντίληψη αρνείται την έννοια της προόδου, και παρότι θα ήταν αφοριστικό να κατατάξουμε όλους τους αρνητές της προόδου στο στρατόπεδο της αντίδρασης, όπως μαρτυρά για παράδειγμα η ιδιάζουσα περίπτωση του Βάλτερ Μπένγιαμιν, δεν παύει να είναι μια βασική διαχωριστική γραμμή μεταξύ όσων ιστορικών πιστεύουν στη δυνατότητα της κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο κι όσων, ακόμα κι όταν μιλούν εξ ονόματος των καταπιεσμένων ή των περιθωριακών της ιστορίας, όπως συμβαίνει με ορισμένους μεταμοντέρνους ιστορικούς, την αρνούνται ή τηρούν αγνωστικιστική στάση. Αν το έργο του Γίββωνα παραμένει κλασικό, οφείλεται όχι μόνο στις αδιαμφισβήτητες λογοτεχνικές αρετές του, αλλά και στο ότι ο πυρήνας της σκέψης του, με άλλους μανδύες, διαποτίζει ένα μεγάλο μέρος της ιστοριογραφικής παραγωγής αδιάλειπτα επί δυόμιση σχεδόν αιώνες.