Ράινερ Μαρία Ρίλκε: Ένα αιώνιο σύμβολο ψυχής
Στις 29 του Δεκέμβρη 1926, ο ποιητής, ο μεγαλύτερος λυρικός της Γερμανίας από την εποχή του μεσαίωνα, άνοιξε τα φτερά του για να τον δεχτεί ο αδελφός του, ο θάνατος.
Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε ήταν λυρικός ποιητής και πεζογράφος του 20ου αιώνα. Καταγόταν από γερμανική οικογένεια και γεννήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1845, στην Πράγα.
Το 1895 εγγράφεται σε πανεπιστήμιο της Πράγας όπου διδάσκεται λογοτεχνία, ιστορία της τέχνης και φιλοσοφία. Συνέχισε τις σπουδές του στο Μόναχο και στο Βερολίνο.
Ταξίδεψε σε όλη σχεδόν την Ευρώπη αντλώντας εμπειρίες που τον βοήθησαν, εκτός των άλλων, στο λογοτεχνικό του έργο.
Ο Ρίλκε ήταν ένα παιδί καχεκτικό και φιλάσθενο. Τα παιδικά του χρόνια δεν ήταν καθόλου καλά. Η μητέρα του, στοχαστική, μορφωμένη, είχε παντρευτεί έναν πολύ μεγαλύτερό της, αξιωματικό του Αυστρο-ουγγρικού στρατού, που αργότερα έγινε ανώτερος υπάλληλος στους σιδηροδρόμους.
Οι χαρακτήρες των γονιών του μικρού Ρίλκε ήταν εντελώς διαφορετικοί. Η ζωή μέσα στο σπίτι ήταν ανυπόφορη γι’ αυτόν και τη μητέρα του.
Γι’ αυτές τις συνθήκες ζωής, έγραψε το ποίημα “Από μια παιδική ηλικία”:
Σαν πλούτος ήταν το σκοτάδι, στο δωμάτιο
που το παιδί εκαθότανε, καλά κρυμμένο.
Κι όταν, ως ένα όνειρο, μπήκεν η μητέρα
στο ήσυχο ερμάρι τρέμησεν ένα ποτήρι.
Ένιωσε σάμπως το δωμάτιο να την είχε προδώσει
και το παιδί της φίλησεν: Εδώ ‘σαι;…
Ύστερα κοίταξαν, δειλά και οι δυο, κατά το πιάνο,
γιατί, καμιά φορά, το βράδυ, ένα τραγούδι
έβρισκε εκείνη εκεί, και το παιδί
παράξενα βαθιά εχανόταν, στο τραγούδι κείνο.
Καθόταν ήσυχο πολύ.
Το μέγα βλέμμα του κρεμόταν
στο χέρι της, που κυρτωμένο ολότελα απ’ τη βέρα,
δύσκολα, σαν σε χιονοθύελλα να επερπάτη,
Πάνω από τα λευκά, πήγαινε, πλήκτρα.(Μετάφραση: Άρης Δικταίος)
Ο Ράινερ Ρίλκε είχε μια ιδιόμορφη ευαισθησία και τάση προς τη μελαγχολία. Ο ποιητής υπέφερε από μια νοσταλγία, ανάμεικτη από μεταφυσική θέωση και αιώνια συνομιλία με τον θάνατο.
«…Πρέπει λοιπόν να ‘ναι φθινόπορο.
Τουλάχιστον εκεί που τώρα
μας συλλογίζονται κάποιες θλιμμένες γυναίκες…….
Έτσι μπαίνουν καβάλα μέσα στη νύχτα
μέσα σ’ όλες τις νύχτες.
Σωπαίνουνε πάλι
αλλά κρατούνε μαζί τους τα φωτεινά λόγια.
….Ανάψανε φωτιές
Κάθονται γύρω τριγύρω και περιμένουν
Περιμένουν να τραγουδήση κάποιος.
Όμως είναι όλοι τους τόσο κουρασμένοι
Το κόκκινο φως είναι βαρύ.
Απλώνεται απάνω στα σκονισμένα ποδήματα.
Σέρνεται ως τα γόνατα.
Και κοιτάζει μέσα στα διπλωμένα χέρια τους.
Δεν έχει φτερά. Τα πρόσωπα είναι σκοτεινά.(Μετάφραση: Ρένα Καρθαίου)
Το 1899 και το 1900 ταξίδεψε στη Ρωσία, όπου συνάντησε τον Λέοντα Τολστόι. Τα δύο αυτά ταξίδια τού ενέπνευσαν ένα από τα καλύτερα έργα του, το Βιβλίο των Ωρών.
Το 1901 παντρεύεται την νεαρή γλύπτρια Κλάρα Βέστχοφ από τη Βρέμη και απέκτησαν μία κόρη.
Σβήσε τα μάτια μου
Σβήσε τα μάτια μου· μπορώ να σε κοιτάζω,
τ’ αυτιά μου σφράγισέ τα, να σ’ ακούω μπορώ.Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να ‘ρθώ σ’ εσένα,
και δίχως στόμα, θα μπορώ να σε παρακαλώ.Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω
σαν να είταν χέρια , όμοια καλά, με την καρδιά.Σταμάτησέ μου την καρδιά, και θα καρδιοχτυπώ
με το κεφάλι.
Κι αν κάμεις το κεφάλι μου σύντριμμα, στάχτη,
εγώ μέσα στο αίμα μου θα σ’ έχω πάλι.(μετάφραση: Κωστής Παλαμάς)
Αίσθηση προκαλούν τα “Γράμματα σ’ ένα νέο Ποιητή” του Ράινερ Ρίλκε:
«…Βυθιστείτε μέσα στο εαυτό σας, αναζητήστε την αιτία που σας αναγκάζει να γράφετε, δοκιμάστε αν οι ρίζες της φυτρώνουν από τις πιο βαθιές γωνίες της καρδιά σας…
Μακριά απ’ τα μεγάλα γενικά θέματα, σκύψετε σε κείνα που σας προσφέρει η καθημερινότητα. Ιστορήστε τις θλίψεις και τους πόνους σας, τους φευγαλέους στοχασμούς σας, την πίστη σας σε κάποιαν ομορφιά – ιστορήστε τα όλα τούτα με βαθιά, γαλήνια, ταπεινή ειλικρίνεια και μεταχειριστείτε, για να εκφραστείτε, τα πράγματα που σας περιτριγυρίζουν, τις εικόνες των ονείρων σας και τις πηγές των αναμνήσεών σας…»
Σπουδαιότερα έργα του θεωρούνται τα εξής: Το Βιβλίο των Ωρών. Επίσης τα Σονέτα του Ορφέα, και οι Ελεγείες του Ντουίνο, που τα δημοσίευσε όταν εγκατεστάθηκε στο Μόναχο, κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
Έργα του: Ζωή και τραγούδι (1894), Προσφορά στους Λάρητες (1895), Στεφανωμένος με όνειρα (1897), Το βιβλίο των ωρών (1.Το βιβλίο της μοναχικής ζωής – 1899, 2.Το βιβλίο του προσκυνήματος – 1901, 3.Το βιβλίο της φτώχειας και του θανάτου – 1903), Ελεγείες του Ντουίνο (1922), Σονέτα του Ορφέα (1922) κ.ά.
Έγραψε πεζογραφία και δράμα.
Από το βιβλίο των ωρών:
Εγώ είμαι ω φοβισμένε εσύ. Μη δε μ’ ακούς
να πλημμυρίζω απάνω σου μ’ όλες μου τις αισθήσεις;
Τα αισθήματά μου έχουν φτερά
και κυκλοφορούν πάλευκα γύρω στο πρόσωπό σου.
Με την ψυχή μου δεν κοιτάς, σιμά σου τόσο,
πως στέκεται μπροστά σου
ντυμένη μ’ ένα φόρεμα φτιαγμένο από γαλήνη;
Κι η εαρινή μου προσευχή μήπως δεν ωριμάζει
στο βλέμμα σου, όπως σε δεντρί;
Αν είσαι εσύ ο ονειρευτής, εγώ είμαι τ’ όνειρό σου.
Κι όταν το θέλης να ξυπνάς, εγώ είμαι η θέλησή σου.
Κι όλα σου τα χαρμόσυνα δικά μου τότε κάνω
και στρογγυλεύω ως έναστρη νά ‘μουν κι εγώ γαλήνη
επάνω από τη θαυμαστή του Χρόνου Πολιτεία.(Μετάφραση: Δημ. Οικονομίδης)
Ασθενικός όπως ήταν ο Ρίλκε, επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο η υγεία του, όταν σύμφωνα με τον θρύλο αγκυλώθηκε από το αγκάθι ενός ρόδου, κάνοντας εργασίες στον κήπο του.
Ο Ρίλκε έφυγε από τη ζωή στις 29 Δεκεμβρίου 1926, στο Βαλ Μον της Ελβετίας.
Ο ποιητής, ο μεγαλύτερος λυρικός της Γερμανίας από την εποχή του μεσαίωνα, άνοιξε τα φτερά του για να τον δεχτεί ο αδελφός του, ο θάνατος.
Ο Κύκνος
Ο μόχθος τούτος, μέσα απ’ ό,τι δεν έγινεν ακόμη,
βαρύς και σα δεμένος να πηγαίνης,
με του κύκνου το άπλαστο βήμα μοιάζει.Κι ο θάνατος, τούτο το ασύλληπτο ακόμη
κάθε αιτίας, που πάνω του στεκόμαστε καθημερινά,
στο φοβισμένο χαμήλωμά του μοιάζει:
στα νερά πάνω, που τον δέχονται γαλήνια,
και που σαν μακάρια και σαν περασμένα,
κάτω του, κύμα το κύμα, αποτραβιούνται·ενώ αυτός άπειρα βέβαιος, άπειρα γαλήνιος
πάντα πιο γνωστικός και πιο βασιλικός
και πιο ατάραχος, καταδέχεται να φεύγη.(Μετάφραση: Άρης Δικταίος)
Ο Ράινερ Ρίλκε θα μείνει στην Ιστορία της Λογοτεχνίας, ως ένα αιώνιο σύμβολο ψυχής.
[Πηγές: Βικιπαίδεια, Βιβλιονετ, “Οι γίγαντες του πνεύματος”, Εκδόσεις Σκάρπα – Πολιτισμός]
Επιμέλεια: Στρατής Γαλιάτσος