Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος (Μέρος 4ο)
Οι εξελίξεις στην εβραϊκή και στην αραβική κοινότητα της Παλαιστίνης μετά την απόφαση του ΟΗΕ | Οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και η στάση της Σοβιετικής Ένωσης | Η αποκατάσταση της ταξικής – διεθνιστικής ενότητας του κομμουνιστικού κινήματος στην Παλαιστίνη | Ο Α’ Αραβοϊσραηλινός πόλεμος | Η λήξη του πολέμου και τα αποτελέσματά του
Οι εξελίξεις στην εβραϊκή κοινότητα της Παλαιστίνης μετά την απόφαση του ΟΗΕ
Οι Εβραίοι της Παλαιστίνης υποδέχτηκαν την απόφαση του ΟΗΕ για τη δημιουργία δύο κρατών με πανηγυρισμούς.1 Ωστόσο, όπως παρατήρησε ένας Βρετανός αξιωματούχος, η αποδοχή αυτή ήταν διφορούμενη: «Οι Σιωνιστές πανηγυρίζουν για τη διεθνή αναγνώριση του εβραϊκού κράτους, ταυτόχρονα όμως ισχυρίζονται πως ο ΟΗΕ προέβλεψε μη-σιωνιστικά μέσα για τη διατήρησή του», κάτι που κατά τους ίδιους δεν ήταν εφικτό. «Στα εδάφη που εκχωρήθηκαν στο εβραϊκό κράτος», υπογράμμιζε σχετικά ο Ντ. Μπεν Γκουριόν, «το 40% είναι μη-Εβραίοι. (…) Η σύνθεση αυτή δεν αποτελεί μια στέρεα βάση για ένα Εβραϊκό κράτος. (…) Μόνο ένα κράτος με τουλάχιστον 80% Εβραίους μπορεί να αποτελέσει ένα βιώσιμο και σταθερό κράτος». Οι Αραβες – στη λογική της αστικής σιωνιστικής ηγεσίας των Εβραίων της Παλαιστίνης – θα αποτελούσαν μονίμως μια εν γένει «πέμπτη φάλαγγα» εντός του νέου εβραϊκού κράτους. Ακολούθως, οι διαφαινόμενες λύσεις ήταν δύο: «`Η να συλληφθούν μαζικά ή να εκτοπιστούν. Καλύτερα να εκτοπιστούν». Γρήγορα, λοιπόν, καταλήχθηκε πως τα σύνορα και η σύνθεση του υπό σύσταση εβραϊκού κράτους «θα ορίζονταν με τη βία και όχι με την απόφαση διχοτόμησης [του ΟΗΕ]». Οπως κυνικά κατέγραψε στο ημερολόγιό του το στέλεχος του Εβραϊκού Εθνικού Ταμείου Γ. Γιέιτζ: «Ηρθε η ώρα να τους ξεφορτωθούμε».2
Αμέσως μετά τη γνωστοποίηση της απόφασης του ΟΗΕ, η ένοπλη σιωνιστική οργάνωση Ιργκούν διακήρυξε πως «η διχοτόμηση της Πατρίδας είναι παράνομη. Ποτέ δεν θα γίνει αποδεκτή. (…) Η Γη του Ισραήλ θα αποκατασταθεί στο λαό του Ισραήλ. Ολη. Και για πάντα». Η Ημερήσια Διαταγή προς τα μέλη της οργάνωσης σήμανε την αλλαγή του προσανατολισμού της δράσης της από «αμυντικό» σε «επιθετικό». Ταυτόχρονα, ξεκίνησε ο γοργός μετασχηματισμός της σε τακτικό στρατό, με το άνοιγμα των γραμμών της σε εθελοντές, τη δημιουργία κέντρων εκπαίδευσης κ.λπ.3
Οι πρώτες επιθετικές ενέργειες της Χαγκανά, της Ιργκούν και της Στερν, αν και σποραδικές ακόμη, παρήγαν σημαντικά αποτελέσματα. Εως τα τέλη του 1947 είχαν ήδη εγκαταλείψει τις εστίες τους κάπου 75.000 Αραβες. Από τον Γενάρη του 1948 οι εν λόγω επιχειρήσεις διευρύνθηκαν και εντατικοποιήθηκαν, στοχεύοντας στη στρατιωτική κυριαρχία – και εθνική εκκαθάριση – των αστικών κέντρων (όπου ήταν συγκεντρωμένη και η μεγάλη πλειοψηφία των Εβραίων της Παλαιστίνης), των εδαφών που συνέδεαν αυτά τα κέντρα με τους διάσπαρτους αγροτικούς Εβραϊκούς εποικισμούς, καθώς και διαφόρων σημείων στρατηγικού – οικονομικού ενδιαφέροντος.4
Στη διάρκεια των επιχειρήσεων, οι εκδιωχθέντες Αραβες αντικαθιστούνταν συστηματικά από Εβραίους εποίκους. Οπως έγραψε ο Ντ. Μπεν Γκουριόν στο ημερολόγιό του την 1η του Γενάρη 1948, δεν υπήρξε «διάκριση ανάμεσα σε ενόχους και αθώους». Στη συνεδρίαση δε του Εργατικού Κόμματος (Mapai) στις 7 Φλεβάρη ανακοίνωσε με ικανοποίηση πως ολόκληρες περιοχές στην Ιερουσαλήμ ήταν πια «100% Εβραϊκές» και πως ό,τι είχε γίνει ήδη εκεί και στη Χάιφα «μπορούσε να γίνει σε μεγάλο μέρος της χώρας (…) σε όφελός μας».5
Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία της Ισραηλινής σεναριογράφου και σκηνοθέτιδας Χ. Μόραγκ: «Οταν η γιαγιά μου έφτασε εδώ [στο Ισραήλ], μετά το Ολοκαύτωμα, το Εβραϊκό Πρακτορείο της υποσχέθηκε ένα σπίτι. Δεν είχε τίποτα, όλη της η οικογένεια είχε εξοντωθεί. Περίμενε για πολύ καιρό [ζώντας] σε μια σκηνή, σε μια εξαιρετικά αβέβαιη κατάσταση. Μετά την πήγαν στο Ατζαμί, στην Τζάφα, σε ένα όμορφο σπίτι στην παραλία. Είδε ότι στο τραπέζι βρίσκονταν ακόμη τα πιάτα από τους Αραβες που έμεναν εκεί και είχαν εκδιωχθεί. Επέστρεψε λοιπόν στο Πρακτορείο και τους είπε: “Πηγαίνετέ με πίσω στη σκηνή, δεν θα κάνω ποτέ σε οποιονδήποτε άλλο αυτό που έγινε σε μένα»».6 Η στάση της, βεβαίως, υπήρξε η εξαίρεση στον κανόνα.
Η ένταση και επέκταση της δράσης των ενόπλων εβραϊκών οργανώσεων ευνοήθηκε καταλυτικά από την απόσυρση των Βρετανών από την Παλαιστίνη. Με τις συγκρούσεις να γενικεύονται και να γίνονται όλο και πιο βίαιες (μόνο τους πρώτους 3 μήνες μετά την απόφαση του ΟΗΕ καταγράφηκαν 869 νεκροί και 1.909 τραυματίες) η βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε την επίσπευση της αποχώρησής της από την περιοχή και τον τερματισμό της Εντολής στις 15 Μάη 1948. Ολα τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα ο ΟΗΕ να μην προλάβει να θέσει σε λειτουργία τις δομές διοίκησης και ασφάλειας της μεταβατικής περιόδου.
«Καθώς η βρετανική κυβέρνηση απεμπλεκόταν προοδευτικά από την Παλαιστίνη», αναφέρει σχετική Εκθεση του ΟΗΕ, «και τα Ηνωμένα Εθνη αδυνατούσαν να την αντικαταστήσουν ως μια αποτελεσματική διοικητική αρχή, το Σιωνιστικό κίνημα επιχείρησε να εγκαθιδρύσει τον έλεγχο επί του εκκολαπτόμενου Εβραϊκού κράτους». Οπως προκύπτει «από τα γραπτά Σιωνιστών ηγετών», η πρόθεση του Σιωνισμού – μελετημένη και σχεδιασμένη από καιρό – «ήταν να καταλάβουν, κατά την περίοδο της [βρετανικής] απόσυρσης, όσο το δυνατόν περισσότερα εδάφη γινόταν (συμπεριλαμβανομένης και της “Δυτικής Οχθης”) πέρα από τα όρια που απέδιδε στο Εβραϊκό κράτος η απόφαση του ΟΗΕ».7
Το τελικό επιχειρησιακό σχέδιο της κύριας εβραϊκής ένοπλης οργάνωσης Χαγκανά («Σχέδιο Δ») διαμορφώθηκε στις 10 Μάρτη 1948 (ενσωματώνοντας και εξελίσσοντας τους στόχους των προηγούμενων Σχεδίων, που εκπονήθηκαν το διάστημα 1945 – 1947). Σκοπός του «Σχεδίου Δ» ήταν «ο έλεγχος των εδαφών του εβραϊκού κράτους», καθώς επίσης και «των εδαφών με εβραϊκούς εποικισμούς και συγκέντρωση [εβραϊκών πληθυσμών] έξω από τα σύνορα». Το επιχειρησιακό του σκέλος περιελάμβανε μεταξύ άλλων:
«– Την καταστροφή χωριών (πυρπολώντας τα, βομβαρδίζοντάς τα και τοποθετώντας νάρκες στα χαλάσματα), ιδιαίτερα όσον αφορά τα πληθυσμιακά κέντρα που είναι δύσκολο να ελεγχθούν μόνιμα.
— Τη διενέργεια επιχειρήσεων σάρωσης και ελέγχου σύμφωνα με τις ακόλουθες οδηγίες: περικύκλωση χωριών, διενέργεια ελέγχου εντός τους. Σε περίπτωση αντίστασης, οι ένοπλες δυνάμεις πρέπει να εξοντωθούν και ο [άμαχος] πληθυσμός να εκτοπιστεί πέραν των ορίων του [υπό διαμόρφωση Εβραϊκού] κράτους».8
Μία από τις πρώτες – και πλέον εμφατικές – εκδηλώσεις του «Σχεδίου Δ» ήταν η σφαγή του Ντέιρ Γιασίν στις 9 – 11 Απρίλη 1948. Το εν λόγω χωριό, κατά την παραδοχή του τότε Εβραίου στρατιωτικού διοικητή της Ιερουσαλήμ Ντ. Γιόσεφ, «ήταν ένα ήσυχο χωριό, που δεν είχε επιτρέψει την είσοδο εθελοντικών αραβικών μονάδων σε αυτό (…) ούτε είχε εμπλακεί σε επιθέσεις κατά εβραϊκών περιοχών». Παρ’ όλα αυτά, έγινε στόχος επίθεσης με πάνω από 100 αμάχους νεκρούς, ανάμεσά τους πολλές γυναίκες και παιδιά.9
Οι ειδήσεις των σφαγών διέσπειραν τον πανικό ανάμεσα στους αραβικούς πληθυσμούς, που πλέον άρχιζαν να εγκαταλείπουν τις εστίες τους μαζικά (διευκολύνοντας ακόμη περισσότερο την προέλαση των εβραϊκών ενόπλων σωμάτων). «Ολες οι εβραϊκές δυνάμεις», επαιρόταν ο επικεφαλής της Ιργκούν (κατόπιν ιδρυτής του κόμματος Λικούντ και πρωθυπουργός του Ισραήλ) Μ. Μπέγκιν, «προήλαυναν στη Χάιφα σαν μαχαίρι στο βούτυρο. Οι Αραβες τρέπονταν σε φυγή πανικόβλητοι, φωνάζοντας: “Ντέιρ Γιασίν!”».10Στη διάρκεια των επιχειρήσεων από τις 30 Μάρτη έως τις 15 Μάη 1948 κάπου «200 χωριά καταλήφθηκαν και οι κάτοικοί τους εκτοπίστηκαν». Το σύνολο των εκτοπισμένων Αράβων από την έναρξη των εβραϊκών επιχειρήσεων τον Δεκέμβρη του 1947 έφτασε τις 250.000 (σχεδόν το 1/5 του συνολικού αραβικού πληθυσμού της Παλαιστίνης).11
Οι προτάσεις του ΟΗΕ για εκεχειρία απορρίφθηκαν. Το ίδιο και η πρόταση των ΗΠΑ για προσωρινή κηδεμονία της Παλαιστίνης από τον ΟΗΕ. Αναφερόμενος στην απόρριψη κάθε διεθνούς πρότασης ειρήνευσης ο Χ. Γουάιζμαν (τέως πρόεδρος του Σιωνιστικού Οργανισμού και πρώτος πρόεδρος του κράτους του Ισραήλ) ανέφερε χαρακτηριστικά: «Δεν είχα καμιά αμφιβολία. Ηταν ξεκάθαρο σε μένα πως οποιαδήποτε οπισθοχώρηση θα ήταν μοιραία. Η μόνη μας δυνατότητα τώρα, όπως και στο παρελθόν, ήταν να δημιουργήσουμε τετελεσμένα, να αντιμετωπίσουμε τον κόσμο με αυτά τα τετελεσμένα και να χτίσουμε στα θεμέλιά τους».12 Στις 14 Μάη 1948, μία μέρα πριν από την επίσημη λήξη της βρετανικής κυριαρχίας, το Ισραήλ αυτοανακηρύχθηκε σε ανεξάρτητο κράτος.
Οι εξελίξεις στην αραβική κοινότητα της Παλαιστίνης μετά την απόφαση του ΟΗΕ
Οι Αραβες της Παλαιστίνης υποδέχτηκαν την απόφαση του ΟΗΕ για τη δημιουργία δύο κρατών με απεργιακές κινητοποιήσεις, διαμαρτυρίες, αλλά και εκκλήσεις προς την ηγεσία του αραβικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος για ένοπλη αντίδραση. Στις 6 Φλεβάρη 1948 η Ανώτατη Αραβική Επιτροπή διεμήνυσε στον γγ του ΟΗΕ πως «οι Αραβες της Παλαιστίνης θεωρούν κάθε προσπάθεια συγκρότησης εβραϊκού κράτους σε αραβικό έδαφος (…) ως επιθετική ενέργεια στην οποία θα αντισταθούν σε αυτοάμυνα με βία».13Ωστόσο, πολύ λίγα έγιναν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Οι Αραβες της Παλαιστίνης, σε σχέση με τους Εβραίους, διέθεταν ελάχιστες ένοπλες δυνάμεις και αυτές διάσπαρτες, δίχως ενιαία διοίκηση και πενιχρά εξοπλισμένες. Απέναντι στους 60.000 και πλέον ενόπλους των διαφόρων εβραϊκών στρατιωτικών – παραστρατιωτικών σχηματισμών οι Αραβες αντιπαρέταξαν μόλις 7.000. Σε αυτούς άρχισαν να προστίθενται μετά τις πρώτες εβραϊκές επιθέσεις (από τον Γενάρη του 1948 και έπειτα) και ορισμένοι Αραβες εθελοντές από γειτονικά κράτη (κάπου 3.000 συνολικά).14
«Οι Παλαιστίνιοι Αραβες», θα σημειώσει μετέπειτα ο τότε επικεφαλής των εβραϊκών στρατιωτικών επιχειρήσεων Γ. Γιαντίν, «δεν είχαν κανέναν να τους οργανώσει σωστά» και «αν δεν ήταν οι Βρετανοί, θα τους είχαμε συντρίψει μέσα σε έναν μήνα».15 Τα μισά σχεδόν μέλη της Αραβικής Ανώτατης Επιτροπής βρίσκονταν εκτός Παλαιστίνης είτε ως εξόριστοι είτε ως φυγάδες. Οπως ανέφερε Ειδική Εκθεση της Επιτροπής του ΟΗΕ προς το Συμβούλιο Ασφαλείας στις 16 Φλεβάρη 1948, αν και ανάμεσα «στους αγρότες και στο προλεταριάτο των πόλεων» υπήρχε «μια αναπτέρωση της πίστης [σ.σ. στην αντίσταση]», στα «μεσαία στρώματα ο πανικός αύξαινε διαρκώς» και «όσοι είχαν την οικονομική δυνατότητα να εγκαταλείψουν τη χώρα» – μεταξύ αυτών και η αστική ηγεσία του αραβικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος – το έπραξαν.16Η επικέντρωση – εξαρχής – των εβραϊκών επιθέσεων στα αστικά κέντρα (όπως η Χάιφα, όπου το αραβικό κεφάλαιο έλεγχε μεγάλο μέρος της εμπορικής οικονομικής δραστηριότητας) είχε ως αποτέλεσμα τη γρήγορη εξουδετέρωση της παλαιστινιακής αραβικής αστικής τάξης, τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο.
Η συνδρομή των κρατών του Αραβικού Συνδέσμου, παρά τις ηχηρές διακηρύξεις, υπήρξε επίσης από ελάχιστη έως ανύπαρκτη τη δοσμένη περίοδο. «Δεν υπήρχε έλλειμμα εθελοντών. Πολλοί δε ήταν εκείνοι που βγήκαν στους δρόμους στα γειτονικά αραβικά κράτη προκειμένου να διαδηλώσουν κατά της αδράνειας των κυβερνήσεών τους».17Παρ’ όλα αυτά, τα αραβικά κράτη κήρυξαν τον πόλεμο στο Ισραήλ μόλις στις 15 Μάη 1948 (όταν δηλαδή έληξε και επίσημα πια η βρετανική κυριαρχία στην Παλαιστίνη), αποφεύγοντας έως τότε να παρέμβουν πιο δυναμικά και αποφασιστικά για την προστασία των Παλαιστινίων Αράβων. Η στάση τους αυτή δεν ήταν δίχως εξήγηση. Συνδεόταν δε άμεσα με τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις του βρετανικού ιμπεριαλισμού στην ευρύτερη περιοχή.
Αν και ο άμεσος στρατιωτικός έλεγχος της Παλαιστίνης (και ευρύτερα της Μέσης Ανατολής) δεν ήταν πλέον οικονομικά εφικτός για το βρετανικό καπιταλιστικό κράτος, αυτό δεν είχε παραιτηθεί από «μια περιοχή», που σύμφωνα με τον τότε Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Ε. Μπέβιν, ήταν «κεντρικής σημασίας για το Ηνωμένο Βασίλειο (…) είτε σε συνθήκες ειρήνης είτε σε συνθήκες πολέμου (…) δεύτερη [σε σημασία] μόνο μετά από το ίδιο το Ηνωμένο Βασίλειο».18 Καθώς λοιπόν η διχοτόμηση της Παλαιστίνης με τη συγκρότηση του εβραϊκού κράτους δεν μπορούσε (ούτε ήταν επιθυμητό) πλέον να αποτραπεί, η λύση που προκρίθηκε ως η πιο ευνοϊκή στις δοσμένες συνθήκες για τα βρετανικά συμφέροντα υπήρξε η προσάρτηση των εδαφών του προοριζόμενου από τον ΟΗΕ ως αραβικού κράτους της Παλαιστίνης στον στενότερο σύμμαχο της Βρετανίας στην περιοχή, την Ιορδανία.19
Τα παραπάνω συζητήθηκαν και συμφωνήθηκαν σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο στις 7 Φλεβάρη 1948 μεταξύ του Ε. Μπέβιν και του πρωθυπουργού της Ιορδανίας Τ. Αμπού αλ-Χούντα. Η εκπαιδευμένη, εξοπλισμένη και επιτελικά στελεχωμένη από τους Βρετανούς ιορδανική Αραβική Λεγεώνα (με επικεφαλής τον Βρετανό αξιωματικό σερ Τζ. Μπ. Γκλουμπ) θα αποτελούσε τον βασικό επιχειρησιακό βραχίωνα των εν λόγω επιδιώξεων. Η Αραβική Λεγεώνα, αν και υπήρξε η πλέον αξιόμαχη αραβική ένοπλη δύναμη στην Παλαιστίνη τους πρώτους μήνες των μαζικών εκτοπίσεων (Φλεβάρης – Μάης 1948), δεν έπραξε σχεδόν τίποτα για να τις αποτρέψει, καθώς είχε ρητές εντολές «να μην εισβάλει στις περιοχές που είχαν δοθεί [σ.σ. από την Απόφαση 181-IIτου ΟΗΕ] στους Εβραίους». Αντιθέτως, σε συνεννόηση με τη Χαγκανάγια «ο προσδιορισμός των περιοχών στην Παλαιστίνη που θα καταλάμβαναν οι δύο δυνάμεις» περιορίστηκε βασικά στη Δυτική Οχθη.20
Οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και η στάση της Σοβιετικής Ενωσης
Την επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Μέση Ανατολή συνέχιζε να αποτελεί πεδίο έντονων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, οι οποίοι όμως εξελίσσονταν υπό την επίδραση και δύο νέων βασικών παραγόντων: Την εδραίωση των ΗΠΑ στην κορυφή της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας και τη νέα φάση στην παγκόσμια αντίθεση καπιταλισμού – σοσιαλισμού.
Τα ζητήματα αυτά εντοπίζονταν στην αναλυτική αναφορά του πρέσβη της ΕΣΣΔ στην Ουάσιγκτον Ν. Νόβικοφ προς τον Σοβιετικό υπουργό Εξωτερικών Β. Μόλοτοφ στις 27 Σεπτέμβρη 1946 σχετικά με την «εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ κατά τη μεταπολεμική περίοδο». Σύμφωνα με αυτή, οι ανακατατάξεις στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική πυραμίδα είχαν προκαλέσει μια εκ νέου μοιρασιά του κόσμου ανάμεσα σε ΗΠΑ και Βρετανία, με κοινό μέτωπο κατά της ΕΣΣΔ, αλλά και με αντιθέσεις. Ενα από τα βασικότερα πεδία των εν λόγω αντιθέσεων αποτελούσε η Μέση Ανατολή. «Η δυσκολία που αντιμετωπίζουν ΗΠΑ και Αγγλία προκειμένου να έρθουν σε συμφωνία για την εν λόγω περιοχή», σημειωνόταν σχετικά, «πηγάζει από το γεγονός πως οι όποιοι συμβιβασμοί από τη μεριά της Αγγλίας (…) θα είχαν σοβαρές επιπτώσεις για το μέλλον της Βρετανικής Αυτοκρατορίας συνολικά. (…) Οι ΗΠΑ, όμως, δεν ενδιαφέρονται να προσφέρουν βοήθεια ή στήριξη στη Βρετανική Αυτοκρατορία σε αυτό το ευάλωτο για εκείνη σημείο, αλλά για τη δική τους διείσδυση» στην περιοχή. «Η Παλαιστίνη», τονιζόταν, «αποτελεί ένα παράδειγμα των οξύτατων αντιθέσεων ανάμεσα στην πολιτική των ΗΠΑ και της Αγγλίας στην Εγγύς Ανατολή. (…) Είναι δε πολύ πιθανό η Εγγύς Ανατολή να γίνει το επίκεντρο των Αγγλο-Αμερικανικών αντιθέσεων, που θα τινάξει στον αέρα τις έως τώρα συμφωνίες μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Αγγλίας». Τέλος, επισημαινόταν ο κίνδυνος «για την ασφάλεια των νοτίων περιοχών της Σοβιετικής Ενωσης» από μια «ενίσχυση των θέσεων των ΗΠΑ στην Εγγύς Ανατολή».21
Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και από διπλωματικές πηγές των ΗΠΑ. Ο Αμερικανός αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ Φ. Τζέσαπ π.χ. ανέφερε σε «άκρως απόρρητη» έκθεσή του την 1η του Ιούλη 1948 πως «η Παλαιστίνη, μαζί με τις γειτονικές χώρες» ήταν πολύ σημαντικές «από στρατηγικής άποψης» καθώς «θα ήταν ζωτικής σημασίας για τις ΗΠΑ ως βάση σε οποιαδήποτε μελλοντική μεγάλη σύγκρουση στην περιοχή». Εξίσου «ζωτικής σημασίας» ήταν βεβαίως και «οι πετρελαϊκές πηγές της περιοχής». Την ίδια στιγμή, εκτιμούταν πως, «παρότι οι βρετανικές θέσεις στα αραβικά κράτη είναι προς το παρόν πιο ισχυρές από τις δικές μας (…) η Βρετανία (…) δεν είναι σε θέση να ασκήσει μακροπρόθεσμη επιρροή και ηγεσία σε σχέση με την Παλαιστίνη και την Εγγύς Ανατολή όπως οι ΗΠΑ».22
Επιπλέον, «ένας πολύ σημαντικός παράγοντας στη σκέψη μας», αναφέρεται σε άλλο σημείο, «είναι πως μια μείωση της επιρροής των ΗΠΑ και μια αύξηση της επιρροής της ΕΣΣΔ στην Παλαιστίνη και τα κράτη του Αραβικού Συνδέσμου» θα οδηγούσε «στην υπονόμευση της πολιτικής μας», αναφορικά με το αντισοβιετικό τόξο «Ελλάδας, Τουρκίας και Ιράν».23
Βασικό ρόλο για το πού θα έκλινε εν τέλει η πλάστιγγα των συσχετισμών στην περιοχή εκτιμούταν πως θα είχε το νεοσύστατο κράτος του Ισραήλ. «Αν το Ισραήλ», σημειωνόταν σχετικά, «ριχτεί στην αγκαλιά της Σοβιετικής Ενωσης, μπορεί να γίνει μια δύναμη που θα λειτουργήσει εξαιρετικά σε βάρος των ΗΠΑ, του ΗΒ [Ηνωμένου Βασιλείου] και των άλλων δυτικών δυνάμεων (…). Από την άλλη, το Ισραήλ, αν αντιμετωπιστεί δίκαια, μπορεί να γίνει μια δύναμη που θα λειτουργήσει σε όφελός μας».24
Ολα τα παραπάνω αποτέλεσαν παράγοντες που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της πολιτικής της ΕΣΣΔ στην περιοχή την εν λόγω περίοδο.
Απέναντι λοιπόν στις επιδιώξεις των ΗΠΑ να «βάλουν πόδι» στη Μέση Ανατολή μέσω του Ισραήλ (είτε υπό τη διεθνή κηδεμονία του ΟΗΕ, όπως επιχείρησαν στην αρχή της αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης, είτε ως ανεξάρτητο κράτος στη συνέχεια) και της Βρετανίας να «περιορίσει τις ζημιές της» και να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία της στην περιοχή (επιτρέποντας μεν τη συγκρότηση του κράτους του Ισραήλ αλλά ενσωματώνοντας τις αραβικές περιοχές της Παλαιστίνης στη σύμμαχό της Ιορδανία), η Σοβιετική Ενωση συνέχιζε να υποστηρίζει την Απόφαση 181-ΙΙ του ΟΗΕ για τη δημιουργία δύο κρατών.
Η «Πράβντα»25έγραφε στις 29 Μάη 1948 πως «η Απόφαση διχοτόμησης του ΟΗΕ (…) διασφαλίζει» την «απελευθέρωση της Παλαιστίνης από την ξένη εξάρτηση, την ικανοποίηση των εθνικών ελπίδων του Εβραϊκού και Αραβικού λαού, τη δημιουργία της δυνατότητας για τους Εβραϊκούς και Αραβικούς πληθυσμούς της Παλαιστίνης να γίνουν κύριοι των τόπων τους, πέρα από ξένες ιμπεριαλιστικές επιρροές». Η αραβοϊσραηλινή σύγκρουση καταγγελλόταν ως «το αποτέλεσμα της Βρετανικής και Αμερικανικής πολιτικής» στην περιοχή.
Εκτιμούνταν επίσης πως «οι ηγέτες ορισμένων αραβικών κρατών ακολουθούν μια πολιτική που σε καμιά περίπτωση δεν αντιστοιχεί στα συμφέροντα των αραβικών λαών, αλλά υποτάσσεται σε ξένα συμφέροντα και επιρροές. (…) Η Σοβιετική Ενωση έχει υπερασπιστεί και συνεχίζει να υπερασπίζεται την ανεξαρτησία των αραβικών κρατών και λαών. Ωστόσο, πρέπει να είναι καθαρό ότι ο πόλεμος εναντίον του νεαρού εβραϊκού κράτους σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί αγώνα για τα δικά τους εθνικά συμφέροντα, για τη δική τους ανεξαρτησία. (…) Παρά τη συμπάθεια προς τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των αραβικών λαών, η σοβιετική κοινή γνώμη δεν μπορεί παρά να καταδικάσει την επιθετικότητα των αραβικών κρατών κατά του κράτους του Ισραήλ και του δικαιώματος του εβραϊκού λαού να δημιουργήσει το δικό του κράτος σύμφωνα με την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών».26
Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής, η ΕΣΣΔ αναγνώρισε το κράτος του Ισραήλ στις 17 Μάη 1948. Η δε Τσεχοσλοβακία προμήθευσε με όπλα τόσο το Ισραήλ, όσο και ορισμένα κράτη του Αραβικού Συνδέσμου (κύρια τη Συρία και τον Λίβανο).27
Το πώς θα μπορούσε να διαμορφωθεί η εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ στη συγκεκριμένη περιοχή και περίοδο (αλλά και ευρύτερα) με στόχο την προώθηση του επαναστατικού εργατικού – λαϊκού κινήματος, αποτελεί ζήτημα προς διερεύνηση από τη σκοπιά του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
Η αποκατάσταση της ταξικής – διεθνιστικής ενότητας του κομμουνιστικού κινήματος στην Παλαιστίνη
Παρά την όξυνση του αστικού εθνικισμού – σοβινισμού μεταξύ των εβραϊκών και αραβικών πληθυσμών της Παλαιστίνης, Εβραίοι και Αραβες κομμουνιστές κατάφεραν να αποκαταστήσουν το κοινό τους ταξικό – διεθνιστικό μέτωπο. Ενα πρώτο δείγμα προς την ενότητα του κομμουνιστικού κινήματος στην περιοχή είχε αποτυπωθεί ήδη στην κοινή «Δήλωση για την Παλαιστίνη», που υιοθετήθηκε στις 3 Μάρτη 1947, κατά το Συνέδριο των Κομμουνιστικών Κομμάτων της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στο Λονδίνο (και την οποία συνυπέγραψαν ο Γραμματέας του Εβραϊκού Κομμουνιστικού Κόμματος Παλαιστίνης, Σ. Μικούνις, και ο Γραμματέας του Αραβικού Εθνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου, Ε. Τούμα).
Οι Αραβες κομμουνιστές, έχοντας ασκήσει αυτοκριτική στην πολιτική της «εθνικής ενότητας» και αναγνωρίζοντας «το δικαίωμα» του εβραϊκού «έθνους (…) να ορίζει το μέλλον του σε ένα δικό του κράτος», γεφύρωσαν και τις τελευταίες διαφορές που είχαν με τους Εβραίους συντρόφους τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι, στη διάρκεια του Α’ Αραβοϊσραηλινού πολέμου (βλ. στη συνέχεια), οι Αραβες κομμουνιστές ανέπτυξαν σημαντική δράση στις κατεχόμενες από τους αραβικούς στρατούς περιοχές, καλώντας τους στρατιώτες «να γυρίσουν πίσω στις πατρίδες τους και να στρέψουν τα όπλα εναντίον των ιμπεριαλιστών και των (ντόπιων) πρακτόρων τους». Ο πόλεμος στην Παλαιστίνη, τόνιζαν, δεν γινόταν «για την απελευθέρωσή της (…) αλλά για την ενσωμάτωση του αραβικού τμήματός της στην Ιορδανία του Αμπντάλα, το υποχείριο του βρετανικού ιμπεριαλισμού». Τέλος, καλούσαν τις αραβικές εργαζόμενες μάζες της Παλαιστίνης σε «πάλη για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και τον τερματισμό της κατοχής απ’ όλους τους ξένους στρατούς»28.
Η οργανωτική ενότητα του κομμουνιστικού κινήματος στην Παλαιστίνη αποκαταστάθηκε με τη διεξαγωγή Ενωτικού Συνεδρίου στη Χάιφα, στις 23 Οκτώβρη 1948. Στο γεγονός αναφέρθηκε και ο Αμερικανός πρέσβης στο Λονδίνο, σημειώνοντας στην «άκρως απόρρητη» αναφορά του στις 29 Οκτώβρη: «Είναι σημαντικό ότι η μόνη αποτελεσματική συνεργασία ανάμεσα σε Αραβες και Εβραίους είναι μέσω των κομμουνιστών»29.
Βεβαίως, παρά το σημαντικότατο βήμα προς την αποκατάσταση της οργανωτικής ταξικής – διεθνιστικής ενότητας του κομμουνιστικού κινήματος στην Παλαιστίνη, τα προβλήματα στη στρατηγική των κομμουνιστών παρέμεναν, γεγονός που αποτυπωνόταν και στους στόχους τους: Στο ότι δηλαδή έβλεπαν ως λύση στο πρόβλημα της εθνικής αυτοδιάθεσης έναντι της ιμπεριαλιστικής επεμβατικότητας τη συγκρότηση δύο χωριστών καπιταλιστικών κρατών και όχι τη διεκδίκηση ενός σοσιαλιστικού πολυεθνικού κράτους, που στις τότε συνθήκες και με τα τότε δεδομένα, ότι δηλαδή δεν υπήρχε ούτε πληθυσμιακή, ούτε εδαφική ομοιογένεια στην περιοχή της Παλαιστίνης, μπορούσε να αποτελέσει τη μόνη πραγματική λύση.
Στοιχεία από τα παραπάνω αποτυπώνονταν και σε άρθρο του Σ. Μικούνις σχετικά με τις εξελίξεις στην Παλαιστίνη, που δημοσιεύτηκε στο όργανο της Κομινφόρμ «Για Σταθερή Ειρήνη, Για τη Λαϊκή Δημοκρατία», στις 15 Απρίλη 1948. Σε αυτό, ο Σ. Μικούνις σημείωνε μεταξύ άλλων:
«Τα τελευταία χρόνια ο βρετανικός ιμπεριαλισμός αναγκάστηκε να έρθει σε συμβιβασμό και να μοιραστεί τη σφαίρα επιρροής του στην Εγγύς Ανατολή με τον πιο επιθετικό και επικίνδυνο ιμπεριαλισμό – τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, ο οποίος επιδιώκει την παγκόσμια κυριαρχία (…) Το ιμπεριαλιστικό και αντιδημοκρατικό στρατόπεδο, στο οποίο ηγούνται οι ΗΠΑ, θεωρεί την Παλαιστίνη ως μια σημαντική βάση, απ’ όπου μπορεί να υλοποιήσει τα αρπακτικά του σχέδια (…) Ο αγγλο-αμερικανικός ιμπεριαλισμός βασίζει την πολιτική του πάνω στους πιο αντιδραστικούς κύκλους των αραβικών κρατών, στους φεουδάρχες αρχηγούς και τη μεγαλοαστική τάξη που συνδέονται με το ξένο κεφάλαιο (…) Η στάση τους βαίνει αντίθετα στην επιδίωξη ενός ανεξάρτητου αραβικού κράτους στην Παλαιστίνη (…)
Οι εβραϊκές τρομοκρατικές οργανώσεις, που συγκροτούν τον ιδιωτικό στρατό της εβραϊκής αστικής τάξης, αποτελούν μεγάλη βοήθεια για τον αγγλο-αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Τους τελευταίους τέσσερις μήνες, όταν υπήρχε ανάγκη συνδρομής των αραβικών μαζών ώστε να αντιπαλέψουν τις προκλήσεις και τον τρόμο του ιμπεριαλισμού, οι εβραϊκές τρομοκρατικές οργανώσεις “Ιργκούν” και “Στερν” διέπρατταν τερατώδεις προβοκάτσιες εναντίον απολύτως αθώων Αράβων (…) ανατινάζοντας σπίτια σε πόλεις και χωριά και σκοτώνοντας γυναίκες και παιδιά (…)
Η θέση που πήραν η Σοβιετική Ενωση και οι Λαϊκές Δημοκρατίες στον ΟΗΕ ενέπνευσε τους λαούς της Παλαιστίνης στην πάλη τους και στην πίστη τους στη νίκη (…)
Η ανεξαρτησία του εβραϊκού και του αραβικού κράτους στην Παλαιστίνη θα αποτελέσει ένα σημαντικό εμπόδιο στον δρόμο του βρετανικού ιμπεριαλισμού, ενώ θα ενισχύσει την πάλη των λαών στις γειτονικές χώρες για πλήρη ανεξαρτησία (…)
Το (Εβραϊκό) Κομμουνιστικό Κόμμα, ο Αραβικός Εθνικός Απελευθερωτικός Σύνδεσμος και όλα τα προοδευτικά στοιχεία στην Παλαιστίνη παλεύουν για την πιστή υλοποίηση των αποφάσεων του ΟΗΕ, για τη συγκρότηση δύο ανεξάρτητων κρατών, σε δημοκρατικές γραμμές, με οικονομική ενότητα και συνεργασία ανάμεσά τους. Ο αραβικός και ο εβραϊκός εργαζόμενος λαός, που για χρόνια διεξήγαν έναν κοινό αγώνα για τα ζωτικά τους συμφέροντα, δεν θα επιτρέψουν στους πράκτορες του ιμπεριαλισμού να διαιρέσουν τις γραμμές τους. Παρά την ευρεία όξυνση του σοβινισμού, η ενότητα Αράβων και Εβραίων δυναμώνει στην πάλη για εθνική ανεξαρτησία»30.
Η ενότητα Αράβων και Εβραίων, βεβαίως, μπορούσε αντικειμενικά να κατακτηθεί μόνο στο πλαίσιο ενός σοσιαλιστικού κράτους και όχι σε τυπικά «εθνικά ανεξάρτητα» καπιταλιστικά κράτη.
Ο Α’ Αραβοϊσραηλινός πόλεμος
Με τη λήξη της Βρετανικής Εντολής, στις 15 Μάη 1948, στρατιωτικά τμήματα της Αιγύπτου, της Συρίας, του Λιβάνου, του Ιράκ και της Ιορδανίας εισήλθαν στην Παλαιστίνη σηματοδοτώντας την απαρχή του Α’ Αραβοϊσραηλινού πολέμου. Σύμφωνα με τα όσα διακοίνωσαν στον ΟΗΕ, η επέμβασή τους υπήρξε συνέπεια «της εβραϊκής επιθετικότητας», που είχε ως αποτέλεσμα την προσφυγοποίηση 250.000 Αράβων της Παλαιστίνης και πλέον πρόβαλλε ως «σοβαρή και άμεση απειλή για την ειρήνη και την ασφάλεια των εδαφών των ίδιων των αραβικών κρατών»31.
Παρά την ένταση των σχετικών διακηρύξεων και τον αριθμό των κρατών που ενεπλάκησαν από τη μεριά του Αραβικού Συνδέσμου, η πλάστιγγα του πολέμου συνέχισε να γέρνει υπέρ του Ισραήλ καθ’ όλη τη διάρκεια της σύγκρουσης. Καταρχάς, οι δυνάμεις που διέθεσαν τα αραβικά κράτη μειονεκτούσαν, τόσο σε αριθμό όσο και σε οπλισμό. Στο απόγειο της αριθμητικής ισχύος των εμπλεκομένων (εκατέρωθεν) ο συσχετισμός ανάμεσα στα συνδυασμένα αραβικά στρατεύματα και τις εβραϊκές ένοπλες δυνάμεις ήταν 1 προς 232. Κατά δεύτερον, υπήρχε έλλειψη συντονισμού και κοινής στόχευσης εντός του αραβικού «στρατοπέδου». Ο βασιλιάς της Ιορδανίας, Αμπντάλα, που ορίστηκε από τον Αραβικό Σύνδεσμο ως «ανώτατος διοικητής» των αραβικών δυνάμεων, αφότου «πέτυχε τους περισσότερους στόχους του καταλαμβάνοντας τις αραβικές περιοχές της κεντρικής Παλαιστίνης (…) αντιστάθηκε πεισματικά στις προσπάθειες των συμμάχων του να εισβάλουν στα εδάφη που είχαν εκχωρηθεί στο εβραϊκό κράτος (σ.σ. από το σχέδιο διχοτόμησης του ΟΗΕ)»33.Αυτό, βεβαίως, δεν εμπόδισε τα άλλα κράτη του Αραβικού Συνδέσμου (κύρια της Αιγύπτου, της Συρίας και του Ιράκ) από το να επιδιώξουν τους δικούς τους στόχους στην περιοχή.
Ο Α’ Αραβοϊσραηλινός πόλεμος διακόπηκε δύο φορές με εκεχειρίες που κάλεσε το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (στις 11 Ιούνη – 8 Ιούλη 1948 και στις 18 Ιούλη – 15 Οκτώβρη 1948).
Οι λύσεις που προτάθηκαν από τον ΟΗΕ στη διάρκεια των διαδοχικών διαπραγματεύσεων ήταν αρχικά μια ένωση δύο κρατών (με ορισμένες αλλαγές στα σύνορα που προέβλεπε η απόφαση διχοτόμησης του 1947, την επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους και έναν ορισμένο περιορισμό στην εβραϊκή μετανάστευση) και κατόπιν η συγκρότηση του Ισραήλ σε ανεξάρτητο κράτος με την ταυτόχρονη συγχώνευση των αραβικών εδαφών της Παλαιστίνης στην Ιορδανία (πρόταση που περιελάμβανε σημαντικές τροποποιήσεις στα σύνορα έτσι ώστε να διασφαλίζεται η εδαφική – πληθυσμιακή συνοχή κάθε κράτους). Και οι δύο προτάσεις απορρίφθηκαν εκατέρωθεν (με εξαίρεση τη δεύτερη που έγινε δεκτή μόνο από την Ιορδανία). Η συνέχεια των διαπραγματεύσεων διακόπηκε με τη δολοφονία του ειδικού διαμεσολαβητή του ΟΗΕ, Φ. Μπερναντότ, από μέλη της εβραϊκής οργάνωσης «Στερν», στις 17 Σεπτέμβρη 194834.
Εχοντας κατακτήσει την πρωτοβουλία στο στρατιωτικό πεδίο, η αστική τάξη του Ισραήλ δεν είχε καμία πρόθεση για συμβιβασμό. Η βρετανική αστική τάξη, από τη μεριά της, είχε αρχίσει να ανησυχεί για τις συνέπειες της ισραηλινής ισχύος και μιας ενδεχόμενης καταστροφικής ήττας των αραβικών κρατών. Στις 27 Οκτώβρη 1948 ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Ε. Μπέβιν, προειδοποίησε τον Αμερικανό ομόλογό του, Τζ. Μάρσαλ, ότι αν οι ισραηλινές δυνάμεις περνούσαν τα ιορδανικά σύνορα, τότε η Βρετανία θα επενέβαινε στρατιωτικά. Οταν δε στις 22 Δεκέμβρη οι ισραηλινές δυνάμεις ξεκίνησαν μια επιθετική επιχείρηση κατά των αιγυπτιακών στρατευμάτων, που τους έφερε πέρα από τα σύνορα της Αιγύπτου, η Βρετανία απείλησε ευθέως πια το Ισραήλ με κήρυξη πολέμου. Με την παρότρυνση και των ΗΠΑ (διά του Προέδρου Χ. Τρούμαν) ο ισραηλινός στρατός σταμάτησε τελικά την προέλασή του και υποχώρησε πίσω από τη συνοριακή γραμμή Αιγύπτου – Ισραήλ35.
Οι ανησυχίες της βρετανικής αστικής τάξης δεν περιορίζονταν μόνο στη διασφάλιση των συμμαχιών – και γενικότερα των συμφερόντων – της στη Μέση Ανατολή. Είχαν να κάνουν και με τους ευρύτερους κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς στην περιοχή. «Αν οι αραβικές κυβερνήσεις και οι στρατοί τους απαξιωθούν ολοκληρωτικά και ηττηθούν ανοιχτά», τόνισε επανειλημμένα ο γενικός γραμματέας του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών, O. Σάρτζεντ, «τα υπάρχοντα καθεστώτα μπορεί και να καταρρεύσουν». Εκτιμούνταν δε ότι μια κατάρρευσή τους θα μπορούσε να οδηγήσει τόσο στην ενίσχυση των «αντιβρετανικών και αντιαμερικανικών αισθημάτων» σε αυτά τα κράτη, όσο και σε μια αλλαγή του προσανατολισμού τους προς την ΕΣΣΔ36.Οι εκτεταμένες διώξεις κατά των κομμουνιστών σε Συρία, Λίβανο και Ιράκ το 1947 – 1949 σχετίζονταν και με αυτούς τους φόβους.
Στις 16 Γενάρη 1949, πάντως, το βρετανικό υπουργικό συμβούλιο αποφάσισε την «ντε φάκτο» αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ. Βασικός λόγος για την προσαρμογή αυτή της Βρετανίας «στη νέα πραγματικότητα της Μέσης Ανατολής» υπήρξε τόσο η επιδίωξη της «ένταξης (“των αραβικών κρατών” αλλά “και του Ισραήλ”) στη δυτική ομάδα κρατών που αντιτίθεται στη σοβιετική επιθετικότητα και διείσδυση», όσο και η στενή προσέγγιση του Ισραήλ από τις ΗΠΑ, μέσω της οποίας οι δεύτερες «ήλπιζαν να κερδίσουν στρατηγικά πλεονεκτήματα στη Μέση Ανατολή» σε βάρος της διαρκώς μειούμενης «βρετανικής ισχύος στην περιοχή» (όπως είδαμε ήδη)37.
Η λήξη του πολέμου και τα αποτελέσματά του
Στις 29 Νοέμβρη 1948 το Ισραήλ αιτήθηκε να γίνει μέλος του ΟΗΕ, αίτηση που δεν έλαβε την απαιτούμενη πλειοψηφία και απορρίφθηκε. Στις 11 Δεκέμβρη 1948 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ υιοθέτησε την Απόφαση 194-III με την οποία καλούσε για την επιστροφή των Αράβων προσφύγων στις εστίες τους το συντομότερο δυνατόν. Επίσης, έθεσε τα θεμέλια για τις αραβο-ισραηλινές διαβουλεύσεις που πραγματοποιήθηκαν στη Λοζάνη στις 27 Απρίλη – 12 Σεπτέμβρη 1949. Στο μεταξύ, ένα ένα τα αραβικά κράτη συνομολογούσαν στον τερματισμό των εχθροπραξιών (με πρώτη την Αίγυπτο, στις 24 Φλεβάρη και τελευταία τη Συρία στις 20 Ιούλη). Οι αραβο-ισραηλινές διαβουλεύσεις που διεξήχθηκαν υπό την αιγίδα του ΟΗΕ στη Λοζάνη είχαν ως τελικό αποτέλεσμα τη σύναψη Πρωτοκόλλου (12 Μάη 1949), με το οποίο ορίστηκε ως βάση συζήτησης των μελλοντικών διαπραγματεύσεων για το μέλλον της Παλαιστίνης η Απόφαση 181-ΙΙ του ΟΗΕ (περί δημιουργίας δύο κρατών). Μία μέρα πριν από την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Λοζάνης, ο ΟΗΕ έκανε δεκτή τη νέα αίτηση ένταξης του Ισραήλ σε αυτόν, με τον όρο ότι αποδεχόταν τις αποφάσεις 181-ΙΙ και 194-ΙΙΙ του Οργανισμού. Βεβαίως, όπως απέδειξε η Ιστορία, η αποδοχή αυτή ήταν προσχηματική. Το κράτος του Ισραήλ δεν είχε καμιά πρόθεση ούτε να συναινέσει στη δημιουργία αραβικού παλαιστινιακού κράτους ούτε να επιτρέψει την επιστροφή των προσφύγων38.
Εως τα τέλη του Α’ Αραβοϊσραηλινού πολέμου είχαν εκτοπιστεί από τις εστίες τους σχεδόν μισό εκατομμύριο ακόμη Παλαιστίνιοι Αραβες, φτάνοντας συνολικά τους 726.000. Με άλλα λόγια, σε διάστημα δύο μόλις ετών (1947 – 1949) είχε προσφυγοποιηθεί ο μισός περίπου αραβικός πληθυσμός της Παλαιστίνης. «Με την εξαίρεση της “Δυτικής Οχθης” (…), που είχε περιέλθει στην κατοχή της Αραβικής Λεγεώνας, και της Λωρίδας της Γάζας, που κατεχόταν από αιγυπτιακές δυνάμεις (…) το Ισραήλ ήλεγχε πλέον το σύνολο κυριολεκτικά της περιοχής που είχε αξιώσει το σιωνιστικό κίνημα στο Συνέδριο Ειρήνης του Παρισιού το 1919 ως “εθνική εστία των Εβραίων”»39.
Στις 24 Απρίλη 1950, η κατεχόμενη από την Ιορδανία Δυτική Οχθη περιήλθε – και επίσημα πια, με απόφαση του Κοινοβουλίου της Ιορδανίας – υπό τον έλεγχό της.
Με τη λήξη του Α’ Αραβοϊσραηλινού πολέμου «έκλεισε» ένα ακόμη «κεφάλαιο» στη μακρά και βασανιστική πορεία του Παλαιστινιακού ζητήματος. Οι νέες πληγές βεβαίως που δημιουργήθηκαν το 1947 – 1949 για τους λαούς της περιοχής παραμένουν ανοιχτές μέχρι και σήμερα: Στη συνέχεια των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και παρεμβάσεων. Στη συνέχεια των δολοφονικών επιθέσεων και εκτοπίσεων από το κράτος του Ισραήλ εναντίον των εναπομεινάντων Παλαιστινίων Αράβων. Και βεβαίως στη συνέχεια του δράματος των προσφύγων, που παραμένουν πρόσφυγες 7 δεκαετίες και πλέον μετά…
(Συνεχίζεται)
Παραπομπές
1. Newcastle Morning Herald, 1.12.1947
2. Ilan Pappe, The Ethnic Cleansing of Palestine, εκδ. Oneworld, London, 2006 (https://yplus.ps/wp-content/uploads/2021/01/Pappe-Ilan-The-Ethnic-Cleansing-of-Palestine.pdf), σελ. 62, 76 και 89
3. Menachem Begin, The Revolt, εκδ. Dell Publishers, New York, 1978 (https://ia804603.us.archive.org/5/items/the-revolt-menahem-begin/the%20Revolt%20by%20Menahem%20Begin.pdf), σελ. 411, 414 – 415
4. Ilan Pappe, ό.π., σελ. 67, 103
5. Ilan Pappe, ό.π., σελ. 96 – 97
6. https://twitter.com/ReportNewsLive_/status/1722028900941701627
7. United Nations, Origins and evolution of the Palestine Problem: 1947 – 1977 (Part ΙΙ), στο https://www.un.org/unispal/history2/origins-and-evolution-of-the-palestine-problem/part-ii-1947-1977/ (από δω και πέρα ΟΗΕβ)
8. Walid Khalidi, «Plan Dalet: Master Plan for the Conquest of Palestine», στο Journal of Palestine Studies, τ.18, Αύγουστος 1988, σελ. 24, 29
9. Matthew Hogan, «The 1948 massacre at Deir Yassin revisited», στο The Historian, τ.63, αρ. 2, 2001, σελ. 309 και Dov Yoseph, The faithful city, εκδ. Simon and Schuster, New York, 1960, σελ. 71 – 72
10. Menachem Begin, ό.π., σελ. 213 – 214
11. Ilan Pappe, ό.π., σελ. 67, 134
12. Chaim Weizmann, Trial and Error, εκδ. Harper & Bros, New York, 1949, σελ. 476
13. UN Palestine Commission, First Special Report of the Security Council, 16.2.1948 (https://web.archive.org/web/20101003080945/http://unispal.un.org/UNISPAL.NSF/0/FDF734EB76C39D6385256C4C004CDBA7) και Newcastle Morning Herald, 1.12.1947
14. Gershon Rivlin & Elhanan Oren, The War of Independence, τόμ. 1, εκδ. MoD, Tel-Aviv, 1982, σελ. 187, 320 και τόμ. 2, σελ. 428
15. Harry Sacher, Israel: The establishment of Israel, εκδ. Weidenfeld & Nicolson, London, σελ. 217
16. UN Palestine Commission, ό.π.
17. Ilan Pappe, ό.π., σελ. 148.
18. Στο Avi Shlaim, «Britain and the Arab-Israeli War of 1948», στο Journal of Palestine Studies, τ.16, αρ. 4, 1987, σελ. 52
19. Avi Shlaim, ό.π., σελ. 54
20. Sir John Bagot Glubb, A soldier with the Arabs, εκδ. Hodder & Stoughton, London, 1957, σελ. 63 – 66 και Bevin to the Secretary of Defense, 13.12.1948, στο FO800/477 (PRO).
21. Στο Diplomatic History, τ.15, αρ. 4, 1991, σελ. 532 – 535
22. FRUS, 1948, The Near East, South Asia and Africa, τ.5, μέρος 2, σελ. 1181
23. FRUS, ό.π., σελ. 1182
24. FRUS, ό.π., σελ. 1183 – 1184
25. Η «Πράβντα» ήταν το όργανο της ΚΕ του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος – μπολσεβίκοι (όπως ονομαζόταν το ΚΚΣΕ πριν από το 1952)
26. Στο FRUS, ό.π., σελ. 1075
27. FRUS, ό.π., σελ. 1247 – 1248
28. M. K. Budeiri, The Palestine Communist Party, PhD, LSE, 1977, σελ. 293 – 295
29. FRUS, ό.π. σελ. 1531
30. Samuel Mikunis, «The peoples of Palestine struggle for national independence», στο For a Lasting Peace, For a Peoples’ Democracy, αρ. 8, τ.11, 15 Απρίλη 1948, σελ. 71 – 75
31. ΟΗΕβ, ό.π.
32. Yoav Gelber, Palestine 1948, εκδ. Sussex University Press, Brighton, 2006, σελ. 12.
33. Avi Shlaim, ό.π., σελ. 60.
34. OHEβ, ό.π.
35. FRUS, ό.π., σελ. 1520 – 1521 και 1699 – 1704
36. Minute by O. G. Sargen t, 4.1.1949 και 17.1.1949, στο FO371/75164 και 371/75336 αντίστοιχα (PRO)
37. Avi Shlaim, ό.π., σελ. 70, 74
38. ΟΗΕβ, ό.π.
39. OHEβ, ό.π.
Αναστάσης Γκίκας
Αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 16-17 Δεκέμβρη 2023
Δείτε όλα τα άρθρα της σειράς εδώ.