Πατρίς Λουμούμπα: 57 χρόνια μετά τη δολοφονία του θρυλικού Αφρικανού ηγέτη
Ο Λουμούμπα αποφάσισε να στραφεί στην ΕΣΣΔ, κάτι που τον έθεσε οριστικά στο στόχαστρο της Δύσης και ιδίαιτερα των ΗΠΑ. Ο τότε πρόεδρος της χώρας Καζαβούμπου απέλυσε το Λουμούμπα, με αποτέλεσμα την ύπαρξη δυο κυβερνήσεων στη χώρα, ενώ λίγες μέρες αργότερα ο ηγέτης του στρατού Ιωσήφ Μομπούτου κατέλαβε πραξικοπηματικά την εξουσία.
Ο Πατρίς Λουμούμπα, από τις εμβληματικότερες μορφές του αντιαποικιακού κινήματος της Αφρικής ήρθε στη ζωή στις 2 Ιούλη 1925 στο χωριό Οναλούα του τότε Βελγικού Κονγκό. Προερχόταν από οικογένεια αγροτών και ανήκε στη μικρή αριθμητικά φυλή των Batetela, ενώ μιλούσε πέντε γλώσσες, τέσσερις αφρικανικές και γαλλικά. Από καθολική οικογένεια, φοίτησε σε σχολεία προτεσταντικών και καθολικών ιεραποστολών κι αργότερα στην Ταχυδρομική Σχολή της χώρας. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη γαλλική κουλτούρα και ιδίως για τις ιδέες του διαφωτισμού. Την ίδια περίοδο ξεκινά να δημοσιεύει κάποια ποιήματα, ενώ λαμβάνει τη βελγική υπηκοότητα. Εργάστηκε ως ταχυδρομικός υπάλληλος στο Léopoldville (σημερινή Κινσάσα) και το Stanleyville (σημερινό Κισανγκάνι).
Η πολιτική του δράση ξεκινάει το 1955, όταν εκλέγεται πρόεδρος τοπικού παραραρτήματος μιας συνδικαλιστικής οργάνωσης δημοσίων υπαλλήλων Κογκολέζικης αποκλειστικά προέλευσης ενώ συνδέθηκε και με το Βελγικό Φιλελεύθερο Κόμμα. Την επόμενη χρονιά, το κόμμα αυτό διοργάνωσε εκπαιδευτικό ταξίδι στο Βέλγιο, υπό την αιγίδα του Υπουργού Αποικιών. Κατά την επιστροφή του συνελήφθη και καταδικάστηκε τελικά σε 12 μήνες φυλάκιση και πρόστιμο με χαλκευμένες κατηγορίες για υπεξαίρεση από το ταχυδρομείο. Η εμπειρία του αυτή δεν ανέκοψε την πολιτικοποίηση του, ενώ συνέβαλε στην απογοήτευσή του από το ρατσισμό των βελγικών αρχών, μολονότι ως τότε δεν είχε ακόμα προσχωρήσει στο όραμα της πλήρους ανεξαρτητοποίησης του Κονγκό. Το 1958 ανήκε στους συνιδρυτές και σύντομα έγινε επικεφαλής του Εθνικού Κινήματος του Κονγκό (Mouvement National Congolaise), του πρώτου κόμματος της χώρας που βασιζόταν σε ενιαία εκπροσώπηση όλων των φυλών του Κονγκό, επεδίωκε την ανεξαρτησία εντός “εύλογου χρονικού διαστήματος”, ήταν υπέρ της ουδετερότητας στην εξωτερική πολιτική και υποστήριζε την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου, ο οποίος ελεγχόταν από βελγικές κι άλλες ευρωπαϊκές κι αμερικανικές πολυεθνικές, προς όφελος του κογκολέζικου λαού.
Το Δεκέμβρη του 1958, ως προσκεκλημένος του πρώτου προέδρου της Γκάνας, Κβάμε Νκρούμαχ, ανέφερε τα εξής σε ομιλία του στο Παναφρικανικό Συνέδριο:
“Οι άνεμοι της ελευθερίας που αυτή τη στιγμή πνέουν σε όλη την Αφρική δεν έχουν αφήσει αδιάφορο το λαό του Κονγκό. Η πολιτική συνειδητοποίηση, που ως πολύ πρόσφατα ήταν πολύ λανθάνουσα, τώρα εκδηλώνεται και ζητάει έκφραση προς τα έξω, και θα επιβληθεί ακόμα πιο δυναμικά τους ερχόμενους μήνες. Είμαστε λοιπόν βέβαιη για τη στήριξη των μαζών και την επιτυχία των προσπαθειών μας”.
Το Βέλγιο απάντησε στο εθνικό κίνημα του Κονγκό με παρελκυστική τακτική, ώστε να κερδίσει χρόνο. Ανήγγειλε τοπικές εκλογές για το Δεκέμβρη του 1959. Οι οπαδοί της ανεξαρτησίας ερμήνευσαν την κίνηση αυτή ως τακτικισμό με στόχο την επιβολή ανδρείκελων της βελγικής κυβέρνησης ενόψει ανεξαρτησίας κι έτσι απείχαν από τις εκλογές. Στις 30 Οκτωβρίου σημειώθηκαν συγκρούσεις στην πόλη Stanleyville, με 30 νεκρούς, ενώ ο Λουμούμπα φυλακίστηκε ως υπεύθυνος των ταραχών. Αλλάζοντας την τακτική του, το MNC τελικά συμμετείχε στις εκλογές, αποσπώντας το 90% των ψήφων. Ο Λουμούμπα απελευθερώθηκε κατόπιν εσωτερικής και διεθνούς πίεσης.
Το Βέλγιο αναγκάστηκε να συμφωνήσει σε παραχώρηση ανεξαρτησίας στις 30 Ιούνη 1960 και τη διεξαγωγή εθνικών εκλογών το Μάη, από τις οποίες εξήλθε πρώτο κόμμα το MNC. Ο Λουμούμπα, παρά τις προσπάθειες παρεμπόδισης ανάληψης της πρωθυπουργίας εκ μέρους του, σχημάτισε κυβέρνηση στις 23 Ιούνη, με πρόεδρο τον “μετριοπαθή” Ιωσήφ Καζαβούμπου. Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε διεθνώς η ομιλία του κατά την τελετή ανεξαρτησίας του Κονγκό μια βδομάδα αργότερα, η οποία αν και μη προγραμματισμένη, έβαλε εμμέσως κατά της ομιλίας του Βασιλιά Βαλδουίνου του Βελγίου λίγο νωρίτερα, ο οποίος δε δίστασε να χαρακτηρίσει “ιδιοφυία” τον πρόγονό του Λεοπόλδο Β’, γνωστό για τις αγριότητες που διέπραξε όσο το Κονγκό ήταν προσωπική του κτήση.
Εκεί σημείωσε ότι : “Για την ανεξαρτησία του Κονγκό, παρότι ανακηρύσσεται σήμερα με συμφωνία του Βελγίου, μιας φιλικής χώρας, με την οποία είμαστε ισότιμοι, κανένας Κονγκολέζος άξιος του ονόματός του θα μπορέσει ποτέ να ξεχάσει πως αυτό κερδήθηκε με καθημερινό αγώνα, έναν φλογερό και ιδεαλιστικό αγώνα, έναν αγώνα στον οποίο δεν φεισθήκαμε ούτε στερήσεων, ούτε βασάνων, και για τον οποίο δώσαμε τη δύναμη και το αίμα μας. Είμαστε περήφανοι για αυτό τον αγώνα, τα δάκρυα, τη φωτιά, το αίμα, ως τα βάθη της ύπαρξής μας, γιατί ήταν ένας ευγενής και δίκαιος αγώνας, και απαραίτητος για να βάλει τέλος στην ταπεινωτική σκλαβιά που μας επιβλήθηκε με τη βία…”
Ο δυτικός τύπος αντέδρασε με οργή στην παρέμβαση Λουμούμπα, την οποία θεωρούσε “δηλητηριώδη επίθεση” στο βελγικό κράτος. Από την πρώτη στιγμή της διακυβέρνησηή του, ένας συνασπισμός που κρυφά ή φανερά περιλάμβανε την Βελγική κυβέρνηση και τους δυτικούς της συμμάχους, κυρίως τις ΗΠΑ, τα επιχειρηματικά συμφέροντα που εκμεταλλεύονταν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του Κονγκό, αλλά και τους εσωτερικούς πολιτικούς αντιπάλους του Λουμούμπα, σχηματίστηκε κατά της κυβέρνησης.
Λίγες μέρες μετά την ανεξαρτησία, ξέσπασε στάση εντός του στρατεύματος, την οποία εκμεταλλεύτηκε ο Μωυσής Τσόμπε, ο οποίος με τη μυστική αρχικά στήριξη του Βελγίου κήρυξε την απόσχιση της Κατάνγκα, περιοχής πλούσιας σε ορυκτά που εκμεταλλευόταν κυρίως η ισχυρή Βελγική Ένωση Ορυχείων. Με πρόσχημα τη φυγή Βέλγων κι άλλων Ευρωπαίων (μεταξύ τους κι Ελλήνων) πολιτών και τα κρούσματα βίας σε βάρος λευκών κατοίκων, το Βέλγιο εισέβαλε στη χώρα, κατευθυνόμενο κατά βάση στην Κατάνγκα, όπου ουσιαστικά χρησίμευσε ως μισθοφορικός στρατός του Τσόμπε.
Ο Λουμούμπα ήταν ανίσχυρος από μόνος του να επιβάλει την τάξη, λόγω εσωτερικής υπονόμευσης από πολιτικούς αντιπάλους, την περιορισμένη αφοσίωση του στρατού στο πρόσωπό του και της διοικητικής ανεπάρκειας κι απειρίας των κρατικών υπαλλήλων. Η έκκλησή του στον ΟΗΕ για εκδίωξη των βελγικών στρατευμάτων έπεσε στο κενό. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του οργανισμού ζήτησε την άμεση απομάκρυνση του βελγικού στρατού κι έστειλε στρατό του ΟΗΕ στην περιοχή, ο οποίος δεν έκανε τίποτε ωστόσο για να καταστείλει την εξέγερση στην Κατάνγκα, κυρίως λόγω της σθεναρής αμερικανικής αντίδρασης. Ο Λουμούμπα αποφάσισε να στραφεί στην ΕΣΣΔ, κάτι που τον έθεσε οριστικά στο στόχαστρο της Δύσης και ιδίαιτερα των ΗΠΑ. Ο τότε πρόεδρος της χώρας Καζαβούμπου εξέφρασε αυτά τα συμφέροντα στο εσωτερικό του Κονγκό, ξεκινώντας την ανοιχτή υπονόμευση των προσπαθειών του Λουμούμπα για ενότητα της χώρας. Στις 5 Σεπτέμβρη 1960 απέλυσε το Λουμούμπα, με αποτέλεσμα την ύπαρξη δυο κυβερνήσεων στη χώρα, ενώ λίγες μέρες αργότερα ο ηγέτης του στρατού Ιωσήφ Μομπούτου κατέλαβε πραξικοπηματικά την εξουσία, ερχόμενος έπειτα σε συμφωνία με τον Καζαβούμπου κι αποσπώντας την αναγνώριση της κυβέρνησής του από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, την ώρα που τα υπόλοιπα ανεξάρτητα αφρικανικά κράτη είχαν διχαστεί για το ζήτημα.
Το Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς, ο Λουμούμπα, που βρισκόταν σε κατ’ οίκον περιορισμό μετά το πραξικόπημα σε κλοιό στρατευμάτων του ΟΗΕ που απέτρεπαν τη σύλληψή του από τα παρακείμενα στρατεύματα του Μομπούτου, αποφάσισε να δραπετεύσει από το Léopoldville για να συνεχίσει τον πολιτικό του αγώνα στο Stanleyville. Λίγες μέρες μετά, οι άντρες του Μομπούτου με την υποστήριξη Βελγίου και ΗΠΑ συνέλαβαν τον Λουμούμπα και τον επέστρεψαν στην πρωτεύουσα χωρίς να υπάρξει καμία αντίδραση της δύναμης του ΟΗΕ.
Η ΕΣΣΔ κατήγγειλε τη Δύση και τον τότε γενικό γραμματέα του ΟΗΕ Dag Hammarskjöld για τη σύλληψη του Λουμούμπα, απαιτώντας σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ στις 7 Δεκέμβρη 1960. Οι Σοβιετικοί ζητούσαν την άμεση απελευθέρωση του Λουμούμπα και την αποκατάσταση των κυβερνητικών του αξιωμάτων, τον αφοπλισμό και τη σύλληψη των Μομπούτου και Τσόμπε, και την εκκένωση του Κονγκό από το βελγικά στρατεύματα και τους κυανόκρανους. Με ψήφους 8-2 η σοβιετική πρόταση κατέπεσε, μάλιστα οι Δυτικοί προσπάθησαν με ψήφισμα να ενισχύσουν περαιτέρω τη δικαιοδοσία του γενικού γραμματέα στο χειρισμό της κρίσης στο Κονγκό, απόπειρα που προσέκρουσε στο βέτο της ΕΣΣΔ.
Ο Λουμούμπα, μαζί με τους συνεργάτες του Μωρίς Μπόλο και Ιωσήφ Οκίτο υπέστησαν για βδομάδες κακοποίηση στις φυλακές του στρατοπέδου Hardy, ενώ αργότερα μεταφέρθηκαν στην Κατάνγκα, όπου υπέστησαν ξυλοδαρμούς από Βέλγους και ντόπιους αξιωματικούς. Το βράδυ της 17ης Γενάρη 1961 οδηγήθηκαν σε απομονωμένο σημείο κι εκτελέστηκαν. Οι εκτελεστές τους, θέλοντας να εξαφανίσουν τα πτώματα, τα ανέσκαψαν, τα διαμέλισαν και τα διέλυσαν σε θειϊκό οξύ. Η είδηση του θανάτου ανακοινώθηκε τρεις βδομάδες αργότερα από το τοπικό ραδιόφωνο, με τον ψευδή ισχυρισμό πως είχε πέσει θύμα προπηλακισμού από χωρικούς κατά την δραπέτευσή του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από την αρχή της διακυβέρνησής του υπήρχαν σχέδια δολοφονίας του Λουμούμπα από τη CIA, μέσω ελεύθερων σκοπευτών ή και δηλητηριασμένης οδοντόπαστας, ενώ ένας υπάλληλος του Φόρεϊν Όφις και μετέπειτα επικεφαλής της ΜΙ5, ο Χάουαρντ Σμιθ, σημείωνε σε υπόμνημά του την περίοδο που ο Λουμούμπα είχε ήδη εκδιωχθεί από την κυβέρνηση πως : “Η πρώτη και απλούστερη [λύση] είναι να τον βγάλουμε από τη μέση σκοτώνοντάς τον”. Τελικά προκρίθηκε η ανάθεση της βρώμικης δουλειάς απευθείας σε βελγικά και ντόπια χέρια, πιθανότατα με τη σιωπηρή-τουλάχιστον- συγκατάθεση των βρετανικών και αμερικανικών υπηρεσιών.
Η διεθνής κοινή γνώμη υποδέχτηκε με αγανάκτηση την ανακοίνωση της δολοφονίας του Αφρικανού ηγέτη, και μεγάλες διαδηλώσεις, συχνά συνοδευόμενες από βίαιες επιθέσεις με επίκεντρο τις κατά τόπους βελγικές πρεσβείες, ξέσπασαν σε σειρά μεγάλων πόλεων ανά την υφήλιο. Μέσα στο Κονγκό, ορισμένοι σύντροφοι του Λουμούμπα, με επικεφαλής των τέως υπουργό παιδείας Πιέρ Μουλέλε, συνέχισαν τον αγώνα τους, για ένα διάστημα με τη συμπαράσταση του Τσε Γκεβάρα που κατέφτασε στη χώρα το 1965, ως την καταστολή τους από Αμερικανούς και Νοτιοαφρικανούς μισθοφόρους. Η οριστική αυτή ήττα οδήγησε στην εγκαθίδρυση της αντικομμουνιστικής δικατορίας του Μομπούτου, οποίος μετονόμασε τη χώρα σε Ζαϊρ το 1971, ενός κλεπτοκρατικού και βαθιά καταπιεστικού καθεστώτος που διήρκεσε για πάνω από τριάντα χρόνια.
Η μνήμη του Λουμούμπα εξακολουθεί να ζει στις μνήμες των λαών της Αφρικής αλλά και κάθε προοδευτικού πολίτη όπου γης, ως σύμβολο αντίστασης στην αποικιοκρατική εκμετάλλευση. Το όνομα του φέρει η κεντρική οδική αρτηρία της Κινσάσα, αλλά και δεκάδων χωρών της Αφρικής, της Ευρώπης (κυρίως σε χώρες του τέως υπαρκτού), της Κούβας και του Ιράν. Μέχρι σήμερα, σε κάποια μέρη της Αφρικής, το όνομα Λουμούμπα θεωρείται από τους γονείς σύμβολο καλοτυχίας για τα παιδιά τους.
Κλείνουμε με τα λόγια του σημαντικού ηγέτη του κινήματος των Αφροαμερικανών στη δεκαετία του ’60, του Μάλκολμ Χ, ο οποίος δήλωσε το 1964 πως ο Λουμούμπα ήταν “ο σπουδαιότερος Μαύρος που περπάτησε ποτέ στην αφρικανική ήπειρο”.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback