«Τα τραγούδια μου είναι τα παθήματά μου, οι αγώνες μου, το μεροκάματο για τη φασολάδα, τα όνειρά μου, οι καντάδες μου, η ζωή μου ολόκληρη και η ζωή του φτωχού κοσμάκη…»
Σαν σήμερα γεννήθηκε ο μεγάλος συνθέτης του λαϊκού τραγουδιού, και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, Γιάννης Παπαϊωάννου. Ο «μπαρμπα-Γιάννης», ο «ψηλός», όπως τον αποκαλούσαν με θαυμασμό και αγάπη, μικροί και μεγάλοι, ξεχώρισε για την απλότητα, την καλοσύνη και το ήθος του.
Σαν σήμερα, στις 18 του Γενάρη 1914, γεννήθηκε ο μεγάλος δημιουργός του λαϊκού τραγουδιού, Γιάννης Παπαϊωάννου, ο «μπαρμπα-Γιάννης», ο «ψηλός», όπως τον αποκαλούσαν με θαυμασμό και αγάπη, μικροί και μεγάλοι.
Πέρα από την αναγνωρισμένη αξία του ως συνθέτη και δεξιοτέχνη του μπουζουκιού (αποτελεί παρακαταθήκη το αρχοντικό του παίξιμο στα ανεπανάληπτα ταξίμια του) ο Γιάννης Παπαϊωάννου ξεχώρισε για την απλότητα, την καλοσύνη και το ήθος του. Και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην οικογένειά του, στη μάνα και τη γιαγιά του που τον μεγάλωσαν, στη Μικρασία, και στον Πειραιά όπου βρέθηκαν πρόσφυγες αμέσως μετά την καταστροφή, αλλά και στις δικές του «κεραίες» που δεν «χαμήλωσαν» ποτέ μπροστά στην κοινωνική αδικία.
Γεννήθηκε στην Kίο της Mικράς Aσίας. Ορφανός από πατέρα γλίτωσε από την καταστροφή του 1922 κι έφτασε στην Ελλάδα με τη μάνα και τη γιαγιά του, για να καταλήξουν περιπλανώμενοι στον Πειραιά και στις Τζιτζιφιές. Από μικρό παιδί δούλεψε σκληρά για το μεροκάματο, σε ψαράδικο καΐκι πρώτα, μετά σε μαραγκούδικο, σε συνεργείο αυτοκινήτων, εργάτης στο γιαπί και στη συνέχεια μάστορας σοβατζής.
Αυτοδίδακτος μουσικός, ξεκίνησε να παίζει μαντολίνο, κιθάρα κι έκανε καντάδες, ώσπου άκουσε ένα σόλο μινόρε και λάτρεψε το μπουζούκι.
Συνεργάζεται με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Στέλιο Κηρομύτη, τον Γιώργο Μπάτη και άλλους, στα μαγαζιά και στις ηχογραφήσεις. Στην περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά κι ενώ το μπουζούκι διώκεται και η λογοκρισία βασιλεύει, δεν διστάζει να πάει στον Μεταξά και να του ζητήσει να πάρει πίσω την απαγόρευση.
Μετά τον πόλεμο θα γράψει χρυσές σελίδες στο λαϊκό τραγούδι δίπλα σε Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Χατζηχρήστο, Μητσάκη, Γενίτσαρη, Ρούκουνα, Μοσχονά, Χιώτη, Μαργαρώνη, Καζαντζίδη, Μπέλλου, Χρυσάφη, Ντάλια κ.ά.
Όσοι κάθισαν δίπλα του στο πάλκο αλλά και όσοι δούλεψαν κοντά του, από την κουζίνα, τα γκαρσόνια, οι καθαρίστριες, ο κόσμος όλος που πλημμύριζε τα μαγαζιά όπου εμφανιζόταν, τον αγάπησαν για τη συναδελφικότητά του, την εργατικότητα και τη δοτικότητα που τον χαρακτήριζαν.
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου έγραψε περίπου οχτακόσια τραγούδια, ανάμεσά τους κάποια από τα πιο όμορφα που τραγουδήθηκαν ποτέ: «Φαληριώτισσα», «Καπετάν Αντρέας Ζέπος», «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε», «Πέντε Έλληνες στον Άδη», «Πριν το χάραμα μονάχος», «Άνοιξε, γιατί δεν αντέχω», «Βαδίζω και παραμιλώ», «Πώς θα περάσει η βραδιά», «Βγήκε ο χάρος να ψαρέψει», «Άνοιξε, άνοιξε», «Κάνε κουράγιο καρδιά μου» και άλλα. Τραγούδια βγαλμένα από τη στόφα του αυθεντικού λαϊκού δημιουργού, που αντέχουν στο χρόνο και τραγουδιούνται μέχρι τις μέρες μας.
Ο «ψηλός», όπως τον αποκαλούσαν, ξεχώρισε, όχι μόνο για την αξία και την ποιότητα του έργου του, αλλά και για τη μεγαλοσύνη της απλότητάς του, για την καλοσύνη και το ήθος του, και αγαπήθηκε από τους απλούς ανθρώπους του λαού που στα τραγούδια του έβρισκαν κομμάτια και της δικής τους ζωής, απ’ τα δικά τους βάσανα, τη φτώχεια, τις απογοητεύσεις και τα όνειρα, τα μεράκια και τους νταλκάδες τους.
«Τα τραγούδια μου είναι τα παθήματά μου, οι αγώνες μου, το μεροκάματο για τη φασολάδα, τα όνειρά μου, οι καντάδες μου, η ζωή μου ολόκληρη και η ζωή του φτωχού κοσμάκη», έλεγε ο ίδιος…
Πατώντας εδώ μπορείτε να περιηγηθείτε σε όλες τις πολύ ενδιαφέρουσες αναρτήσεις του περιοδικού για τον Γιάννη Παπαϊωάννου.