Ιρίνα Νικολάγιεβνα Λεφτσένκο: Η ηρωϊκή αρματίστρια του Κόκκινου Στρατού
Το 1967 επισκέφτηκε το Βιετνάμ στη διάρκεια του πολέμου. Εκεί δέχτηκε από τους ντόπιους ένα ιδιαίτερο δώρο: Ένα δαχτυλίδι φτιαγμένο από τις λαμαρίνες του 900ού αμερικανικού αεροπλάνου που είχαν κατορθώσει να καταρρίψουν. Καρπός του ταξιδιού της ήταν το έργο “Οι κόρες του Βιετναμ”.
H Ιρίνα Νικολάγιεβνα Λεφτσένκο γεννήθηκε στις 15 Μαρτίου στο χωριό Καντιέφκα (σημερινή πόλη Σταχάνωφ) στην περιοχή Λουγκάνσκ της Ουκρανίας, ενώ ήδη από μαθήτρια ήταν εξοικειωμένη με τη σκοποβολή και την παροχή πρώτων βοηθειών. Παρότι ο πατέρας και υπουργός μεταφορών της χώρας εκτελέστηκε κατά την περίοδο των εκκαθαρίσεων της δεκαετίας του ’30 υπηρέτησε πιστά την ΕΣΣΔ στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Με το ξέσπασμα του πολέμου, κατατάσσεται ως εθελόντρια νοσοκόμα και συμμετέχει στην πρώτη της μάχη κοντά στο Σμόλενσκ, στις 6 Απρίλη 1941. Τραυματίζεται κατά τη μάχη της Μόσχας και μετά την ανάρρωσή της αποστέλλεται για τη βασική της εκπαίδευση στο χειρισμό αρμάτων μάχης στην 39η ταξιαρχία της Κριμαίας. Μετά το δεύτερο τραυματισμό της φοιτά στη Σχολή τεθωρακισμένων του Στάλινγκραντ, που λόγω του πολέμου είχε μεταφερθεί στα Ουράλια. Ως διοικητής ίλης αρμάτων τραυματίζεται εκ νέου στο Σμόλενσκ, ενώ μετέπειτα προελαύνει με την 41η ταξιαρχία αρμάτων στην Ανατολική Ευρώπη, όπου τραυματίζεται για τέταρτη φορά κοντά στη Βουδαπέστη. Στη συνέχεια μεταφέρεται στο Λευκορωσικό μέτωπο, ως αξιωματικός σύνδεσμός του σώματος αρμάτων, αποστολή που ανετίθετο μόνο στους πλέον γενναίους κι εγνωσμένης αξίας στρατιωτικούς. Το τέλος του πολέμου τη βρίσκει κοντά στο Βερολίνο, όπου συμμετέχει σε συναδέλφωση Σοβιετικών με Αμερικανούς στρατιώτες στον ποταμό Έλβα.
Μετά τον πόλεμο αποφοίτησε αρχικά ως μηχανικός από την Ακαδημία Τεθωρακισμένων και Μηχανοκίνητων στρατευμάτων της Μόσχας το 1952, ενώ μετέπειτα φοίτησε στην περίφημη στρατιωτική ακαδημία Φρούνζε, στο τμήμα Ιστορίας. Αποστρατεύτηκε το 1958 με το βαθμό του ταγματάρχη, ενώ νωρίτερα είχε ήδη ξεκινήσει την καριέρα της στη συγγραφή, στην οποία αφιερώθηκε μέχρι το τέλος της ζωής της. Το 1952 δημοσιεύτηκε το πρώτο της έργο “Μια ιστορία των χρόνων του πολέμου”, το οποίο ως το 1965 είχε επανεκδοθεί οχτώ φορές σε 500.000 αντίτυπα. Στα έργα της αναφέρεται συχνά στη μοίρα της γυναίκας στη διάρκεια του πολέμου, όπως στα βιβλία “Η κόρη του διοικητή” (1955), “Αθανασία” (1960), “Ευτυχισμένη” (1964) και “Κυρία του άρματος” (1964).
Η προσωπική της εμπειρία ως νοσοκόμα στο μέτωπο την έκανε να αναφέρεται με θερμά λόγια για το ιατρικό προσωπικό στο έργο της: “…πόσα έκαναν τα αδύναμα και δυνατά τους χέρια, πόσο λίγα έχουν ειπωθεί για κείνους ως τώρα-λόγια στ’αλήθεια περήφανα κι καλοσυνάτα”. Σε άλλα έργα της εστιάζει στην ειρηνική καθημερινότητα επί σοσιαλισμού και τους αφανείς ήρωες της, όπως τα μέλη της Κομσομόλ. Ταξίδεψε στη ΓΛΔ, όπου συναντήθηκε με παλιούς ανιστασιακούς και τροφίμους των στρατοπέδων συγκέντρωσης, καθώς και νέους που οικοδομούσαν το σοσιαλισμό. Το 1959 κατέγραψε τις εντυπώσεις της στο βιβλίο “Ο λαός της Νέας Γερμανίας”. Υπήρξε ως το θάνατό της μέλος της Ένωσης Συγγραφέων της ΕΣΣΔ.
Το 1961 η διεθνής επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού της απένειμε το Μετάλλιο Φλόρενς Νάιτινγκέηλ, το οποίο απονεμόταν σε νοσοκόμες για την αφοσίωση τους στους αρρώστους και τραυματίες σε καιρούς ειρήνης και πολέμου. Το 1965 έλαβε μετά από απόφαση του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ τον πολυπόθητο τίτλο του “Ήρωα της σοσιαλιστικής εργασίας”, ενώ συνολικά στη ζωή της παρασημοφορήθηκε 12 φορές. Ως ενεργό μέλος της Επιτροπής Σοβιετικών Βετεράνων, ταξίδευε συχνά στο εξωτερικό, συντάσσοντας αναφορές. Το 1967 επισκέφτηκε το Βιετνάμ στη διάρκεια του πολέμου. Εκεί δέχτηκε από τους ντόπιους ένα ιδιαίτερο δώρο: Ένα δαχτυλίδι φτιαγμένο από τις λαμαρίνες του 900ού αμερικανικού αεροπλάνου που είχαν κατορθώσει να καταρρίψουν. Καρπός του ταξιδιού της ήταν το έργο “Οι κόρες του Βιετναμ”.
Έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα το 1973 στη Μόσχα.