Μοντεσκιέ: Ένας θεμελιωτής της αστικής πολιτικής σκέψης
Το έργο του συνάντησε τεράστια αποδοχή, μεταξύ άλλων από τον Άγγλο φιλόσοφο Ντέιβιντ Χιούμ που προέβλεψε πως το έργο του θα κέρδιζε τον θαυμασμό όλων των εποχών. Είχε ωστόσο κι εχθρούς, οι οποίο κατόρθωσαν να πείσουν τον πάπα να το εντάξει στον Κατάλογο Απαγορευμένων βιβλίων του Βατικανού το 1751.
Ο Σαρλ-Λουί ντε Σεκοντά, γνωστότερος ως βαρώνος του Μοντεσκιέ ήρθε στον κόσμο στις 18 Γενάρη 1689 στο Σατώ ντε λα Μπρέντ, κοντά στο Μπορντώ της Γαλλίας. Ο πατέρας του ανήκε σε παλιά οικογένεια στρατιωτικών, που είχε αναρριχηθεί στην αριστοκρατία το 16ο αιώνα για τις υπηρεσίες της στο στέμμα. Η οικογένεια του Μοντεσκιέ είχε σημαντική επιρροή στην τοπική διακυβέρνηση, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της προερχόταν από τη μητέρα του Μοντεσκιέ, που πέθανε όταν αυτός ήταν επτά ετών. Η εκπαίδευσή του ξεκίνησε στο σπίτι και συνεχίστηκε αργότερα στο Κολλέγιο του Ζουιγί και στο πανεπιστήμιο του Μπορντώ, όπου σπούδασε νομική και πήγε στο Παρίσι να ασκήσει τη δικηγορία. Το 1713, μετά το θάνατο του πατέρα του επιστρέφει στο Μπορντώ και δυο χρόνια μετά κάνει έναν οικονομικά επωφελή γάμο με την Ζαν ντε Λαρτίγκ, ενώ την επόμενη χρονιά κληρονομεί από το θείο του τη βαρωνεία του Μοντεσκιέ και τη θέση του προέδρου της Βουλής του Μπορντώ.
Η κοινωνική και οικονομική σταθερότητα που είχε πλέον εξασφαλίσει ο νεαρός Μοντεσκιέ του έδωσε χρόνο μεταξύ άλλων να μελετήσει σειρά επιστημών σπουδάζοντας στη νεοσύστατη Ακαδημία του Μπορντώ. Το 1721 δημοσιεύεται ανώνυμα, αλλά με κοινό μυστικό τη συγγραφική του πατρότητα, το πρώτο του έργο, οι “Περσικές Επιστολές”, το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Πρόκειται για ένα σατιρικό μυθιστόρημα με τη μορφή επιστολών, το οποίο σατιρίζει την Παρισινή υψηλή κοινωνία μέσα από τα μάτια δυο Περσών επισκεπτών. Στο στόχαστρό του βρίσκεται η βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΔ’, που μόλις πριν λίγα χρόνια είχε φτάσει στο τέλος της, αλλά και ο πάπας και το ρωμαιοκαθολικό δόγμα.
Πέρασε κάποια χρόνια συχνάζοντας στα παρισινά σαλόνια και συναναστρεφόμενους αυλικούς κύκλους. Την ίδια περίοδο έγραψε και κάποια ήσσονος σημασίας έργα. Το 1725 πούλησε το αξίωμά του στο Μπορντώ, ενώ το 1728 εκλέχθηκε στη Γαλλική Ακαδημία, και σύντομα ξεκίνησε την περιοδεία του σε χώρες της Ευρώπης, καταλήγοντας στην Αγγλία, όπου έζησε για δύο χρόνια. Εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από το αγγλικό πολιτικό σύστημα κι άντλησε πολλά στοιχεία από αυτό για τη συγγραφή του γνωστότερου έργου του, “Το Πνεύμα των νόμων”. Μετά από μακροχρόνια προετοιμασία, το βιβλίο εκδόθηκε το 1748, σε δύο τόμους 31 βιβλίων, με πάνω από 1000 σελίδες συνολικά.
Το πνεύμα των νόμων είναι από τα πιο θεμελιώδη έργα της αστικής πολιτικής θεωρίας, ιδίως η θεωρία που αναπτύσσεται σε αυτό περί διάκρισης των εξουσιών, σε εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική, κάθε μία από τις οποίες έπρεπε να ανατίθεται σε διαφορετικά, ανεξάρτητα μεταξύ τους σώματα για την άσκησή της. Οι διαφορετικές δικαιοδοσίες της κάθε εξουσίας θα απέτρεπαν κατά τον Μοντεσκιέ την κυριαρχία κάποιας επί των άλλων, απομακρύνοντας έτσι το ενδεχόμενο της τυρρανίας. Σε ό,τι αφορά τα πολιτεύματα, ως μη δημοκράτης με τη σύχρονη έννοια, πρότεινε μια μορφή αριστοκρατίας βασισμένης στην αξιοκρατία κι εμπνεόμενης από φιλελεύθερες αρχές, στον αντίποδα του δεσποτισμού, που βασίζεται κατά το συγγραφέα στο φόβο.
Η τρίτη κεντρική ιδέα που αναπτύσσει ο Μοντεσκιέ κι ασφαλώς η πιο αμφιλεγόμενη, είναι εκείνη για την επιρροή του κλίματος στα πολιτικά ήθη και το πνευματικό επίπεδο ενός λαού. Αν και η ιδέα αυτή εντοπίζεται ήδη στην αρχαιοελληνική γραμματεία, σαφώς ο Μοντεσκιέ συνέβαλε πολύ στη διάδοση κι επικαιροποίησή της. Κατά την άποψη του, ένα κρύο κλίμα καθιστά τους κατοίκους μιας περιοχής πιο ζωηρούς, τολμηρούς και φλεγματικούς, με μεγάλες αντοχές στον πόνο και σημαντική εγκράτεια. Αντιθέτως τα θερμά κλίματα προάγουν τη δειλία, τη φιληδονία και την νωχελικότητα. Δε θεωρεί ωστόσο μη αναστρέψιμη, πολλώ δε μάλλον κληρονομική την κλιματική επιρροή, καθώς η μετακόμιση από μια κλιματική ζώνη σε άλλη επιφέρει αντίστοιχη αλλαγή στο χαρακτήρα. Επισημαίνει πάντωςότι ο νομοθέτης πρέπει να λαμβάνει υπόψη του αυτές τις επιρροές, ώστε να αντισταθμίζει με την παρέμβασή του τις χειρότερες συνέπειές τους. Βάση των αντιλήψεων του Μοντεσκιέ, ένα θερμό κλίμα καθιστά κατανοητή την ύπαρξη δουλείας, παρότι από θέση αρχής την απορρίπτει. Το πολύ ανθεκτικό στο χρόνο στερεότυπο περί Ασιατικού δεσποτισμού λόγω κλίματος, αν και επίσης αρχαιοελληνικής προέλευσης, γνώρισε νέα άνθηση εξαιτίας του Μοντεσκιέ. Σε ό,τι αφορά τη θρησκεία, την αντιμετωπίζει ως κοινωνικό φαινόμενο, της οποίας η χρησιμότητα ή μη εξαρτάται από παράγοντες ολότελα άσχετους από οποιονδήποτε ισχυρισμό τους περί θεολογικής ορθότητας.
Το έργο του συνάντησε τεράστια αποδοχή, μεταξύ άλλον από τον Άγγλο φιλόσοφο Ντέιβιντ Χιούμ που προέβλεψε πως το έργο του θα κέρδιζε τον θαυμασμό όλων των εποχών. Είχε ωστόσο κι εχθρούς, οι οποίο κατόρθωσαν να πείσουν τον πάπα να το εντάξει στον Κατάλογο Απαγορευμένων βιβλίων του Βατικανού το 1751. Αν και οι διαφωτιστές φιλόσοφοι ήδη θεωρούσαν το Μοντεσκιέ έναν από αυτούς, ο ίδιος αρνήθηκε πρόταση του Ντ’ Αλαμπέρ να συμμετάσχει στη σύνταξη της Γαλλικής Εγκυκλοπαίδειας, γράφοντας για τη δημοκρατία και το δεσποτισμό, με την δικαιολογία πως ήδη είχε γράψει γι’ αυτά τα θέματα. Δέχτηκε ωστόσο να συμβάλει στο έργο, συγγράφοντας το Δοκίμιο περί Γούστου, το οποίο υπήρξε και το τελευταίο του πόνημα. Πέρασε τα τελευταία του χρόνια απομονωμένος κι έχοντας χάσει την όρασή του. Απεβίωσε στις 10 Φλεβάρη 1755.