Μάρκος Βαμβακάρης: Κάθε τραγούδι του και μια ιστορία

Κάποια χαρακτηριστικά τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη, που παρουσιάζονται εδώ,  είναι όλα στην πρώτη τους εκτέλεση και είναι ταυτισμένα με την ίδια τη ζωή του, από τη Σύρα ως τον Πειραιά.

Επιμέλεια αφιερώματος: Στρατής Γαλιάτσος

Ο ίδιος ο Μάρκος Βαμβακάρης στην αυτοβιογραφία του*, αναφέρει ότι γεννήθηκε στη Σύρα, σε μια φτωχή συνοικία της Άνω Χώρας, την ονομαζόμενη Σκαλί, στις 10 Μαΐου του 1905.

Οι γονείς του Μάρκου ήταν καθολικοί και φτωχοί άνθρωποι.

Η ζωή του Βαμβακάρη, δεν ήταν καθόλου εύκολη.

«Τράβηξε η καρδιά μου να γράψω την ιστορία μου. Θέλω να την ιδώ γραμμένη και να τη διαβάσω απ’ την αρχή ως το τέλος σα να ήταν κάποιου άλλου. Πιστεύω πως έτσι θα ξεθυμάνει το φούσκωμα της καρδιάς που μου σταλάξανε τόσα πολλά και διάφορα, τέτοια που ο καθένας δεν θα ήθελε να τα ‘χει στη δική του ιστορία. Έχω σκοπό να τη δημοσιέψω κιόλας την ιστορία μου.» 

Ήθελε λοιπόν ο Βαμβακάρης, να γίνει γνωστή στον κόσμο η ζωή του, που ήταν γεμάτη δυσκολίες και βάσανα.

Τα τραγούδια που έγραψε ο Μάρκος, είναι βιωματικά και γι’ αυτό αληθινά. Όσες δουλειές κι αν έκανε, όσο δύσκολη κι αν ήταν η ζωή του, ο νους του πήγαινε συνέχεια στο μπουζούκι, που ήταν το μεράκι του και στη δημιουργία τραγουδιών.

«…Άλλη μια φορά με φορτώνουνε ένα κιβώτιο που είχε μέσα λεφτά, τα οποία τα φέρνανε από την Αγγλία, εκεί που κόβανε να πούμε, και θα τα κυκλοφορούσαν εδώ. Λοιπόν με φορτώσαν ένα κασάκι, το οποίο ήταν τόσο πολύ μικρό αλλά τόσο πολυ βαρύ…Κι έκατσα κι εκεί πέρα κάμποσο καιρό, οκτώ εννιά μήνες ενόλω στο τελωνείο. Ε, κατόπιν το λοιπόν από κει και πέρα τα παράτησα όλα. Ε, δε μπόραγα να αυτή τη δουλειά· δεν ήταν δουλειά για μένανε αυτή. Λέω, θα πάω να γίνω χασάπης· αν και στο νου μου, με όλες αυτές τις δουλειές που σου ζητάω, ήτανε μπροστά μου τα γράμματα και η σύνθεση. Το ‘βλεπα κάθε μέρα αυτό το πράμα, πότε θ’ αρχινήσω να γράψω, να κάνω αυτή τη δουλειά. Όπως είχα γράψει εκείνο το τραγούδι που έλεγα “Μια χειμωνιάτικη βραδιά”. Αυτό το ‘χα γράψει στη Σύρα μικρός, δεκαπέντε δεκατεσσάρω, τόσο ήμουνα. Κι έκτοτε το θυμάμαι. Το ‘γραψα, το πέταξα το χαρτί, αλλά το θυμάμαι απ’ όξω. Το ‘χω ως έμβλημα αυτό. Και είχα από τότε το νου μου σ’ αυτή τη δουλειά, τη σύνθεση.

Μια χειμωνιάτικη βραδιά
μέσα στη μαύρη σκοτεινιά
γυρίζω μοναχός μου
με τρώει ο έρημος Βοριάς
από τα φύλλα της καρδιάς
χτυπούσε ο παλμός μου…»

«…Για πρώτη φορά με εφώναξαν οι εταιρείες των δίσκων, όπου με σύστησε κάποιος Ιωάννης με ένα γράμμα, και επήγα στην εταιρεία Κολούμπια του Λαμπρόπουλου, σε κάποιον υπάλληλο του καταστήματος και εκεί έβγαλα το πρώτο μου δίσκο που είχε τον τίτλο ” Έπρεπε να ‘ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας” (“Καραντουζένι” – 1933), με ένα σόλο ζεμπεκάκι από την άλλη φάτσα του δίσκου…»

»…Έγραφα τραγούδια από το 1931, 32, 33. Είχα γράψει κάπου πενήντα, εξήντα τραγούδια. Τα πρώτα μου τραγούδια…

»Δεν είχα ιδέα ότι θα τα τραγουδήσω κιόλας τα τραγούδια. Γιατί δεν είχα την πεποίθηση αν η φωνή μου είναι εντάξει για τραγούδι…

»Μα έτσι, μα αλλιώς, επί τέλους με βάλανε και ετραγούδησα για πρώτη φορά το ” Έπρεπε να ‘ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας”. Μόλις το τραγούδησα εμείνανε άναυδοι…»

Ο “Πατριάρχης” του ρεμπέτικου τραγουδιού, έφυγε από τη ζωή στις 8 Φεβρουαρίου του 1972, στο διαμέρισμα που κατοικούσε, στη Νίκαια Αττικής.

 

*(Μάρκος Βαμβακάρης Αυτοβιογραφία, Αγγελικη Βέλλου – Κάιλ, εκδόσεις Παπαζήση)

 *

Κάποια χαρακτηριστικά τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη, που παρουσιάζονται εδώ,  είναι όλα στην πρώτη τους εκτέλεση και είναι ταυτισμένα με την ίδια τη ζωή του, από τη Σύρα ως τον Πειραιά.

 

Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά (1937)

«Μετά από όλα αυτά τα γεγονότα κατέβηκα στην πόλη μέσα στη Σύρα για να πιάσω οποιαδήποτε δουλειά και αν έβρισκα…

»Κάποιος δημοσιογράφος και εκδότης, ονόματι Ζούλας, εξέδιδε τότε την τοπική εφημερίδα με τον τίτλο το “Παράρτημα” και ζητούσε μικρά παιδιά για να πουλούν τις εφημερίδες του…

»Μαζί με μένα ήταν περίπου τριάντα παιδιά ακόμη που όλα πουλούσαν σαν και μένα εφημερίδες…

»Παλιοδουλειές, παλιανθρώποι, διάφορα πράγματα γινότουσαν…

Δηλαδή αυτό ήτανε διαφθορείο. Τον Ζούλα δεν τον ένοιαζε. Τι να τον ένοιζε; Αυτοί ήταν ανθρώποι που κοίταζαν τα λεφτά κι οικονόμαγε πολλά…

»Εκεί γνώρισα ανθρώπους τους οποίους όταν μεγαλώσανε κατόπι κι ήλθανε εδώ στον Περαία και τους γνώρισα εδώ στον Περαία, με ξέραν από τότες, ο Μάρκος. Και τότες ακόμα μ’ αγαπήσανε πιο πολύ όταν είδανε που έπαιζα μπουζούκι. Ο Μάρκος!  Μ’ εκτιμάγανε δηλαδή. Στη μαγκιά ήμουνα όπως και ‘γω, κι ο Στρατός, κι ο Ανέστης, κι ο Μπάτης. Όλοι αυτοί μας προσέχανε αυτοί οι μάγκες. Να μας κεράσουν, να μας περιποιηθούνε και προ παντός εμένα…»

 

***

Κάν’ τονε Σταύρο, κάν’ τονε (1935)

«…Δεκατριώ χρονώ παιδί πια και κανείς δεν μπορούσε να μου πει ότι δεν είμαι άνδρας ολόκληρος. Ήταν φερμένος ο πατέρας μου από το στρατό. Δεν πέρασε πολύ καιρός που μια μέρα έκανα μια κουτσουκέλα. Από ένα αψήλωμα μεγάλο και κατηφορικό κύλησα ένα βράχο πολλές οκάδες για παιχνίδι. Καθώς κατρακυλάει πέφτει στη στέγη ενός σπιτιού. Ευτυχώς που εκείνη την ώρα δεν υπήρχαν άνθρωποι μέσα, και σπάει τα κεραμίδια και πέφτει μέσα στο σπίτι. Επήγαν στην αστυνομία και με ζήταγαν. Τί να έκανα; Η μητέρα έκλαιγε. Όμως εγώ φοβήθηκα μη με πιάσουν. Μπαίνω λαθρεπιβάτης σ’ ένα βαπόρι και το σκάω για τον Πειραιά…

»Όταν έφτασα στον Περαία, μετά δέκα μέρες, μου γράψανε ότι δεν με κυνηγάει κανείς γιατί το σπίτι ήταν της θειάς μου της Μαριγής. Ως εδώ τελειώνει το δράμα της Σύρου. Όμως η ζωή μου είναι σειρά ολόκληρη από δράματα.

Όταν έφυγα από τη Σύρα και ήρθα στον Πειραιά, έμεινα σε μια θεία μου που την λέγανε Ειρήνη Αλτουβά, στην οδό Φωτίου Κορυτσάς, τέρμα στα Ταμπούρια…

»Εκεί εγνώρισα κάτι πατριώτες μου Φραγκισυριανούς. Αν και μικρός, το βραδάκι στο καφενείο τους γνώρισα και συναναστράφηκα μαζί τους. Αυτοί, ήταν κι αυτοί γαιανθρακεργάτες. Τους παρακάλεσα και με πήραν μαζί τους, αν και μικρός, επειδή γνωρίζανε τον πατέρα μου. Με αυτή τη σκληρή δουλειά που έκανα, δεκαπέντε χρονών να κουβαλώ ζεμπίλι στην πλάτη με τα κάρβουνα, εκέρδιζα είκοσι, σαράντα δραχμές γιατί δουλεύαμεμε τον τόνο. Τότες μου φάνηκε και σε μένα πως πλούτισα και για πρώτη φορά αγόρασα και έβαλα παπούτσια στο ποδάρι μου. Ως τότε από την ξυπολισιά είχανε κάνει οι πατούσες μου σχισίσματα…

»Εννιά μήνες μετά τον ερχομό μου στον Πειραιά, ήρθε και ολόκληρη η οικογένειά μου στον Πειραιά και μέναμε όλοι μαζί στα Ταμπούρια. Ο πατέρας αμέσως έπιασε δουλειά μαζί μου στο κάρβουνο. Βολευόμαστε οικονομικά…

»Η πρώτη φορά που βρέθηκα στον τεκέ και που έκρινε τη ζωή μου . Βρέθηκα σε μια παρέα με φίλους, στα Αθάνατα του Άι Γιωργιού, πλάι στην Ανάσταση, ο ένας ο Αντώνης ο αραμπατζής, ο άλλος ο Μήτσος ο καραβομαραγκός, ο άλλος ο Βασίλης ο κουλός, λιμενεργάτης. Πήγαν στο τεκέ και με πήραν μαζί τους. Αυτοί με πήραν στο λαιμό τους και μου έδωσαν το πρώτο μαύρο…

»Ήμουνα δεκαεφτά χρονώ.  Αφού πέρασαν δυο τρεις ώρες, τότε συνήλθα. Τι μ’ έκανε και ξαναπήγα και δεν σταμάτησα; Το ντερβισιλίκι μου. Το ντερβισιλίκι πάει να πει πως ήμουνα μάγκας, φιλότιμος, δεν πείραζα κανένανε, με σεβόντουσαν, τους σεβόμουνα, μ’ αγαπάγανε, τους αγάπησα, σ’ ό,τι έλεγε ο ένας επικροτάγανε όλοι. Ήμαστε μάγκες, μάγκες ιππότες. Κονομάγαμε με τον ιδρώτα μας. Δεν είχαμε σχέση με τους αλανιάρηδες, που κλέβανε και κάναν διάφορες ατιμίες…»

 

***

Μικρός αρραβωνιάστηκα (1937)

»Εγώ τότες στο κάρβουνο που δούλευα, άρχισα και τα ‘ψηνα μ’ αυτή την πρώτη γυναίκα που πήρα. Εγώ αυτήν είχα στο νου μου.

Από το καιρό που ήμουνα παιδάκι μου άρεσε ο χορός. Χόρευα ζεϊμπέκικο, χασάπικο και σέρβικο, κι ακόμη από μικρός έφτιαχνα στίχους κι ας ήταν άσημα τα τραγουδάκια μου. Ήμουνα και μάγκας και ομορφόπαιδο.

Εκεί στα Ταμπούρια επήγαινα και άραζα τακτικά στο σπίτι μιας ξαδέρφης μου Κούλας Ριγούστου, και στην ίδια αυλή καθόταν η κοπέλα που αγάπησα. Αυτή ήταν ορθόδοξος, καταγόταν από την Πελοπόννησο και λεγόταν Ζιγκοάλα…

»Έβγαινε όξω να ψωνίσει στο μπακάλικο. Την περίμενα εγώ στην πόρτα, καμιά φορά έβγαινα και όξω, πήγαινα στο δρόμο που θα ‘ρχότανε, την έβρισκα και μιλάγαμε…

»Ίσως να ‘ναι σωστή η παροιμία που λέει ότι όποιος σ’ αγαπάει σε κάνει να κλαίς. Δεν είχανε γνωριστεί δέκα μέρες και η Ζιγκοάλα με είπε Φραγκόσκυλο. Όμως μ’ όλο το Φραγκόσκυλο ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος σχεδόν. Απ’ τις πρώτες μέρες επιάστηκε και ένας χρόνος πέρασε χωρίς να μικρύνει η φλόγα. Μια μέρα την άρπαξα κι έφυγα. Κλεφτήκαμε στις δέκα η ώρα το βράδυ και την πήγα στο σπίτι μου. Ήταν όμορφη, σπαθάτη γυναίκα, μελαχροινή, όμορφα μάτια κι όλα όμορφα…»

(Το όνομα της γυναίκας είναι άλλο. Ο ίδιος ο Μάρκος την έλεγε Ζιγκοάλα)

 

***

Καραβοτσακίσματα

Ερμηνεία: Μάρκος Βαμβακάρης, Στράτος Παγιουμτζής

«…Τότες λοιπόν σ’ εκείνη τη γούβα εκείνη τη βραδιά, αφού φουμάρανε αυτοί και φύγανε, έμεινα μόνος. Εκοιμήθηκα στο χώμα και κατά τις δωδεκάμισι – μία συνήλθα και τράβηξα για το σπίτι μου σε κακά χάλια. Η μάνα έκλαιγε. Η γυναίκα γκρίνιαζε. Δε μου ‘δινε την εντύπωση ότι με λυπάται στ’ αλήθεια.

Τότες ήταν η πρώτη φορά που έπαθα τέτοιο κακό απ’ τον αργιλέ.

Κατά το 35 – 36, έφυγα από τον Περαία και πήγα στην Αθήνα, γιατί εκεί έκανα καλύτερο μεροκάματο γιατί είχα πιο πολύ δουλειά…»

 

***

Ο Μάρκος ο πολυτεχνίτης (1936)

«…Έπαιρνα πάνω κάτω τα χέρια μου πεντακόσια, εξακόσια κομμάτια εφημερίδες και περιοδικά και λαχεία…Έφευγα φορτωμένος με το μάτσο αυτό και διαλαλούσα στην Ερμούπολη και στην Άνω Χώρα…

»Η μάνα μου παρά τις αρχικές αντιρρήσεις, άρχισε να υποχωρεί με την προϋπόθεση κάθε βράδυ να κοιμάμαι σπίτι, πράγμα το οποίο έκανα. Αφού έκανα αυτή τη δουλειά από το πρωί και τέλειωνα στις δυόμισι, κατόπιν έπαιρνα το κασελάκι κι έκανα το λούστρο…

«Προτού πάω φαντάρος, έφυγα από λιμενεργάτης και πήγα εκδορεύς στα σφαγεία Πειραιώς. Εκεί δουλεύαμε κάτι συγγενείς μου στα σφαγεία…

»Όμως εδούλεψα για χρόνια σ’ αυτήν τη δουλειά, εκδορεύς. Από το είκοσι τρία ως τα είκοσι εννιά με τριάντα στα σφαγεία Πειραιώς, και από το τριάντα ως το τριανταπέντε στα σφαγεία Αθηνών…

»Κάποτε υπήρχε έλλειψη από κρέατα, που δεν είχανε να σφάξουν και μέσα εκεί στη μάντρα που που πηγαίναμε και παίρναμε τα πράματα, από μικρό ένα μοσχάρι το μεγαλώναμε εκεί…

»Η μάντρα ήταν στα Ταμπούρια, τα σφαγεία ήτανε στα Λιπάσματα. Μόλις το πήγα στα σφαγεία το λοιπόν το ‘δεσα εκεί σ’ ένα χαλκά που δένανε σχεδόν όλα τα βοϊδινά αλλά το μοσχάρι σάμπως να κατάλαβε κάτι δηλαδή κι αρχίνησε και φώναζε φωνές. Εγώ το λυπόμουνα ώσπου ήλθε η ώρα η πραγματική για να το σφάξω. Το δένω το λοιπόν στο χαλκά και του δίνω μια μαχαιριά πάνω απ’ το κεφάλι όπως τα σκότωναν και πέφτει χάμω. Και τι να σας πω δηλαδή, πρώτη φορά που είδα τέτοιο πράμα στη ζωή μου. Να κλαίει το ζώο απαρηγόρητα. Να πέφτουν στάλες τα δάκρυα από τα μάτια του. Πέταξα το μαχαίρι και λέω στου μικρού που είχα εκεί πέρα σφάξ’ το, δε θα ξανασφάξω άλλη φορά τέτοιο πράμα. Πήγα κάτω λοιπόν, τα ‘βαλα με το αφεντικό…»

 

***

Μαύρα μάτια μαύρα φρύδια (1936)

Ερμηνεία: Μάρκος Βαμβακάρης, Κώστας Ρούκουνας, Στράτος Παγιουμτζής

«…Αυτός είχε μια αγαπητικιά εκ των υστέρων έμαθα στα Μπούρλα εκεί στα μπουρδέλα, η οποία ήτανε Κρητικιά. Αυτή αγάπαγε εμένανε παρά πολύ. Εμένα ήθελε, δεν ήθελε αυτόν. Κι έγραψα το τραγούδι γι’ αυτήν.

Κι αυτός εζήλευε γι’ αυτή τη δουλειά. Αυτός με μισούσε εμένανε λόγω του ότι νόμιζε ότι θα του πάρω τη γκόμενα. Λοιπόν ένα βράδυ, ζούλα, με χτύπησε στο χέρι μ’ ένα ξύλο και μου ‘βγαλε το χέρι από τη θέση του. Στην αγορά του Πειραιώς μέσα στον κόσμο. Υπόφερα για δέκα μέρες τα πάνδεινα μέχρι να συνέλθω. Ήτανε κακός αυτός…»

 

***

Το συμφέρον (1954)

Ερμηνεία: Μαίρη Τζανέτ – β’ φωνή Μάρκος Βαμβακάρης

«Κάποτε είχα μείνει χωρίς δουλειά και υπόφερε παρά πολύ το σπίτι μου. Επήγα σ’ ένα φίλο μου και του εκμυστηρεύτηκα τον πόνο μου. Ήταν φίλος μου, πατριώτης και λίγο συγγενής και με βοήθησε, άλλ’ αυτός αλλού απέβλεπε. Δεν ήταν τίμιος άνθρωπος, ήταν πολύ παλιάνθρωπος, όπως απεδείχθη εκ των υστέρων. Και η άτιμη η γυναίκα μου τον ερωτεύτηκε και μην αρωτάς τι έγινε. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Δηλαδή ήταν ο πρώτος φίλος που εκμεταλλεύτηκε τη δυστυχία μου. Αν έδωσε ένα ποτήρι νερό να πιω ήταν φαρμάκι αργότερα.

Εγώ είπαμε δεν μ’ ένοιαζε τίποτας άλλο παρά το μπυζουκάκι μου, διότι ήξερα ότι θα με βγάλει ασπροπρόσωπο μια μέρα…»

 

***

Η Φραγκοσυριανή  (1935)

«…Στο δρόμο που επερπατούσα σκέφτηκα τι να κάνω και επήρα την απόφαση να το κλείσω, να τελειώνει αυτή η υπόθεση και να ησυχάσω πλέον από αυτήν τη  δουλειά και να δω τι να κάνω. Είχα και τη δουλειά με τις εταιρείες, με τους δίσκους που έβγαζα και έτρεχα πάνω κάτω σαν τρελλός. Και με τα χίλια ζόρια που είδα πια ότι δεν απογίνεται κι αφού δεν δίνει η αστυνομία άδεια το ‘κλεισα. Ήτανε το πρώτο μαγαζί που είχα κάνει εγώ. Και τότες, μετά τα Άσπρα Χώματα, αποφάσισα να πάρω τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό, τον σημερινό βετεράνο του μπουζουκιού Αργύρη και κάποιον πιανίστα Ροβερτάκη και αποφάσισα να ταξιδέψω στη Σύρα για πρώτη φορά, που είχα είκοσι χρόνια να την δω. Και έπαιξα σ’ ένα μαγαζί στην παραλία και κάθε βράδι εγέμιζε από κόσμο το μαγαζί και έκατσα περίπου δύο μήνες. Κι όταν εγύρισα στον Πειραιά, έγραψα (για μια κοπέλλα στη Σύρα) την Φραγκοσυριανή.

Ο δίσκος μέχρι τώρα πουλιέται στην Κολούμπια του Λαμπρόπουλου. Κατόπιν την έγραψε και ο Χατζηδάκης και την έστειλε στο εξωτερικό και πωλείται μέχρις αυτής της στιγμής. Έτρεξε όλος ο κόσμος να με συγχαρεί για το κατόρθωμά μου.

Όλος ο κόσμος της Σύρου μ’ αγαπούσε πολύ, διότι και ‘γω ήμουν Συριανός και το είχαν για καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαίρι με επερίμεναν να πάω στη Σύρο να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου καθώς και με τους συνεργάτες που είχα.»

 

***

Ο Μάρκος υπουργός  (1935)

(Όσοι γίνουν Πρωθυπουργοί)

«Όλα τα πρώτα μου τραγούδια ήτανε χασικλήδικα. Από το ’34 που ήτανε η αρχή ήτανε όλα τέτοια. Και αυτά βγήκανε σε δίσκους, άλλα τα ξέχασα. Έγραψα πολλά μέχρι το ’36. Μετά περιέλαβε ο Μεταξάς και γράφαμε αλλιώτικα. Με φώναξαν στη λογοκρισία και μου είπαν. Θα σταματήσεις απ’ αυτό το γράψιμο, δε θα γράφεις τέτοια πράματα. Δεν ξέρω ποιοι είναι εκεί στη λογοκρισία. Τους έχει το κράτος…

»Δηλαδή από κει που έγραφα μάγκικα βαριά, καθεαυτού βαριά μάγκικα ε, πολύ μάγκικα, κάθησα κι έγραψα πιο…Δηλαδή αυτοί τα λόγια κυνηγάνε δεν τους νοιάζει για τη μουσική. Δεν εμπόραγα να κάνω διαφορετικά. Εδώ ήτανε λόγος. Ό,τι έλεγε ο Μεταξάς έπρεπε να γίνει. Τότες λίγο πριν αρχίσει η λογοκρισία έγραψα τους “Πρωθυπουργούς”. Το ‘χω τραγουδήσει σε δίσκο πριν ν’ αναλάβει ο Μεταξάς πέντε μήνες, έξι. Πρόλαβα και το είπα. Αυτό δεν επαίρναγε από τη λογοκρισία. Πήγε καλά. Ε,τότες πεθαίνανε όλοι. Όποιοι ανεβαίνανε και γίνουνταν πρωθυπουργοί πεθαίνανε. Πώς έγινε αυτό και πεθάναν τέσσερις, πέντε;

Κι έγραψα:

Επέθαν’ ο Κονδύλης μας πάει κι ο Βενιζέλος
την πούλεψε κι ο Δεμερτζής που θα ‘φερνε το τέλος.
Όσοι γενούν πρωθυπουργοί όλοι τους θα πεθάνουν
τους κυνηγάει ο λαός απ’ τα καλά που κάνουν…»

 

***

Μπουζούκι μου διπλόχορδο  (1936)

Ερμηνεία: Μάρκος Βαμβακάρης – Στράτος Παγιουμτζής

«Επήρα την απόφαση να μην μπλέξω με άλλη γυναίκα και το είχα ρίξει στο χασίσι και εκάπνιζα αενάως, διότι μόνο εκεί έβρισκα τη λήθη και την ησυχία. Δυο τραγούδια που έγραψα τότες δείχνουν πολύ καλά τι σκεφτόμουν και πώς ζούσα.»

(Πρόκειται για τα τραγούδια “Μπουζούκι μου διπλόχορδο” και “Όσοι έχουν πολλά λεφτά”).

»Όχι μόνο το καημένο το μπουζούκι μου είχε τη δύναμη να μου γλυκάνει τη ζωή αλλά θυμόμουνα τον καιρό εκείνο που είχε κατατρεγμό το μπουζούκι. Σας είπα ότι μας κυνηγάγανε στους τεκέδες και μας τραβάγανε και το μπουζούκι δε θέλανε να το ξέρουνε με κανένα τρόπο. Αλλά είχε τέτοια μεγάλη δύναμη από τότες, που εισχώρησε σε όλα, και μέχρι πού έχει φθάσει σήμερα…» 

 

***

Αντιλαλούν οι φυλακές (1936)

«…Έπαιξα για πρώτη φορά στην Ανάσταση του Πειραιώς. Υπάρχει ακόμα. Στη σημερινή Ευγένια. Είναι πιο πέρα απ’ τον Άγιο Διονύση. Αυτό έγινε το 1934 – 35. Εκεί είχε ένα μαγαζάκι, μια παράγκα με ξύλα, ο Κωνσταντόπουλος. Εκεί έπαιζα εγώ, ο Μπάτης, ο Ανέστος, ο Στρατός. Επαίζαμε εκεί πέντε έξι μήνες. Και εκεί εμαζευότανε ένας άπειρος κόσμος, πολύς. Δεν μπορούσες να περπατήσεις από τον κόσμο. Εκεί εσεργιανούσε όλος ο κόσμος. Ερχόντουσαν πολλοί από διάφορα μέρη, δηλαδή από την Αθήνα και απ’ όλες τις συνοικίες, από τις επαρχίες και εκαθόντουσαν και εγλεντούσαν. Δηλαδή ήταν η πρώτη φορά που έγινε αυτό στον Πειραιά με τη λαϊκή ορχήστρα. Ήταν για πρώτη φορά ε;  Μεγάλη δουλειά. Εκεί ελανσάρισα το “Αντιλαλούν οι φυλακές”…»

 

***

Χαράματα η ώρα τρεις

Ερμηνεία: Μάρκος Βαμβακάρης, β’ φωνή, Έλλη Πετρίδου

«…Εκείνη δε, που ήτανε πουτάνα είναι αυτήνα η πρώτη μου γυναίκα η οποία δεν έπρεπε να μου κάνει τέτοια. Γιατί καλά πρώτα που ‘μασταν φτωχοί, κατόπιν όμως δεν είδε φώτα; Μήπως δεν την πρόσεξα;  Όταν την πρωτοπήρα εγώ ήμουνα φτωχός κι όμως είμαστε μέλι ζάχαρη. Εδούλευα στα σφαγεία και δεν την είχα και γδυτή, ούτε και επείναγε, διότι είχα καλοί γονείς…

»Δεν έβλεπε ότι άλλαξε η ζωή μας και κονομάγαμε λεφτά; Την είχα μάθει με χιλιάδες. Τι ήθελε αυτή η γυναίκα τώρα να κάνει αυτό το πράγμα; Και να ‘ παιρνε έναν καλύτερο από μένανε, πιο όμορφο, να πω σιχτίρ. Αλλά εγώ ήμουνα παίδαρος παιδί μου, που με κυνηγάγανε πολλές γυναίκες. Δεν έπρεπε να το κάνει…

»Αυτή είναι μια γυναίκα εβδομήντα χρονώ τώρα. Όμως τότε ήταν ωραία και την αγάπαγα, με είχε κυριέψει.

Είναι ωραίο τραγούδι (Χαράματα η ώρα τρεις), το τραγούδαγα εγώ στην Οντεόν. Είναι ωραίο χασάπικο, πολύ ωραίο και εξευγενισμένο, αλλά αυτό το είχα γράψει για τη λάγια αυτήν εκεί κάτω την ξευτιλισμένη, που σου ‘λεγα ότι πέρασε ο χρόνος και πήγαινα και της χτύπαγα τα παράθυρα της πουτάνας για να τήνε δω. Θα μου πεις και τι ήταν αυτό; Μου πέρναγε εμένα όμως το μεράκι. Για την ίδια δουλειά έγραψα και “Τα μπλε σου παραθύρια”, όμως δεν έχω γράψει άλλα γι’ αυτήν την γυναίκα, τίποτες. Τι, να γράψω να της έδινα κι αξία; …»

 

***

Σ’ αυτόν τον κόσμο τον κακό

«Μέχρις αυτό το σημείο έβγαζα καλά. Καλό μεροκάματο και τυχερά και είχα βγάλει και πολλούς δίσκους. Από τις Τζιτζιφιές και μετά όμως, τι να το κάνεις αφού αρρώστησα το ’54. Αρρώστησα βαριά με αρθριτικά και έπεσα άρρωστος στο κρεβάτι. Δεν ημπορούσα να περπατήσω και τα χέρια μου, είχαν κουλαθεί, όλα δηλαδή, ήμουν χάλια. Και μην αρωτάς την στεναχώρια μου. Δεν ημπορούσα να δουλέψω και η δυστυχία μου δεν λέγεται. Τι να κάνω; Από τους συγγενείς μου δεν ερχόταν κανένας να με δει, ούτε τα αδέλφια μου, ούτε από το σόι της γυναίκας μου. Μ’ αφήσανε να πεθάνω. Και όπως αργότερα έγραψα.

“Σ’ αυτόν τον κόσμο τον κακό καλό δεν περιμένω…”

»Το λοιπόν έπεσα στο κρεβάτι και επερίμενα το χάρο να με πάρει. Όταν κάποτε ήλθε να μα δει ένας μπάρμπας μου, ο μιλαδελφός του πατέρα μου και μόλις με είδε, τα ‘χασε ο άνθρωπος. Έβγαλε και μου έδωσε τριακόσιες δραχμές να πάω να κάνω μπάνια στην Ικαριά. Στην Ικαριά έκανα μπάνια στην πηγή του Μουσταφά. Αυτά τα μπάνια ήταν σε 360 βαθμούς το ράδιο, και έκανα 22 μπάνια…

»Είχα μιλήσει αυτουνού που εξεμεταλλευόταν τα μπάνια και είχα το μπουζούκι μου και κάθε μεσημέρι και βράδυ άραζα σ’ ένα ξενοδοχείο και έπεσα, στου Ζαχίρη, και εκονομούσα κάτι λίγα και έστελνα στο σπίτι. Ήμουν άρρωστος, πονεμένος, ξεχασμένος απ’ όλους και σβησμένος από παντού…»

 

***

Μάνα όταν με γέννησες  (1962)

Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

«…Και από τότε το λοιπόν με φώναξε η Κολούμπια. Μάρκο, φέρε μας τραγούδια. Και πήγα καμιά δεκαριά τραγούδια τα οποία τα είπε ο Μπιθικώτσης. Ξαναπήγα άλλα δέκα, πάλι ξανά τα είπε αυτός. Ύστερα αρχίνιζα και έβγαζα κι εγώ εξήντα, εξηνταένα, εξηνταδύο, εξηντατρία, μέχρι τώρα. Κι όχι μόνο στην Κολούμπια αλλά και σε άλλες εταιρείες. Κι έτσι κι αυτή τη δεκαετία από το εξήντα μέχρι τώρα έχω άλλη μια σοδειά από τραγούδια…»

 

***

Ταξίμ Ζεϊμπέκικο

«Το μπουζούκι και τα ταξίμια του και τα μυστήριά του, αυτά δεν είναι πράματα που τα ξέρει ο καθένας, ούτε και γράφονται σε βιβλίο γιατί πώς θα το καταλάβει ο άλλος χωρίς ν’ ακούσει έτσι πως θα τα κάνω εγώ τώρα στο όργανο. Όμως ό,τι καταλαβαίνεις εσύ γράψε. Αυτοί που έχουν μεράκι κάτι θα καταλάβουν και όλοι θα δουν ότι αυτό το μπουζούκι που το κυνήγησαν αστυνομίες χρόνια, σα να ήτανε έγκλημα, είναι μεγάλο πράμα, μεγάλη δουλειά. Δεν μπορεί να το καταπιαστεί έτσι εύκολα ο τυχών. Εγώ τα έμαθα όλα αυτά από τους παλιούς σιγά σιγά, στους τεκέδες και δω και κει, επειδή είχα πολύ μεράκι κι ο μ’ αυτό το μπουζούκι είχα να κάνω. Είπαμε, γι’ αυτό το όργανο θυσίασα το παν. Με κυρίεψε. Όμως και με ανέβασε ψηλά…»

 

***

Τα ματόκλαδά σου λάμπουν

«Μόλις πέσω στο κρεβάτι, ήσυχα, πέφτω να κοιμηθώ. Όσο αρρώστια  και τι αρρώστια είχα, κοιμόμουνα σαν μικρό παιδί. Δόξα τω Θεώ. Και τόσες, να μου πεις αμαρτίες;  Δεν έχω. Ούτε πήγα να κλέψω κανένα ε, ούτε να ληστέψω.  Δεν πήγα να ληστέψω κανένα μέχρι τώρα. Αυτή τη στιγμή που βλέπεις, αν έχω μια δεκάρα, τη μισή τη δίνω. Και τα παιδιά μου το ίδιο είναι.

Το μόνο που κυνηγούσα τις γυναίκες, που ήμουνα νέος. Μ’ αρέσανε. Άλλο τίποτες δεν είχα κάνει…

»Το κακό πολέμαγα να το δράξω και να το φτιάξω καλό…

»Ο κόσμος με ξέρει. Όπου και να πας, ο κόσμος με ξέρει. Μεγάλο τ’ όνομα το δικό μου. Δεν περίμενα να φτάσω σε τέτοιο μεγάλο πράμα. Δεν περίμενα με το μπουζούκι. Με το μπουζούκι!…»

Επιμέλεια αφιερώματος: Στρατής Γαλιάτσος

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: