Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος (Μέρος 5ο)
Οι Παλαιστίνιοι Αραβες στον δύσκολο δρόμο της προσφυγιάς – Οι συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων – Οι διαμετρικά διαφορετικές διαδρομές ταξικά διαφορετικών δυνάμεων – Η πολιτική του Ισραήλ έναντι των προσφύγων – Η αστική τάξη του Ισραήλ εδραιώνει το κράτος της – Παλαιστίνιοι Αραβες: Πολίτες «δεύτερης κατηγορίας» – Οι άξονες ενσωμάτωσης και καταστολής της Παλαιστινιακής Αραβικής μειονότητας
Οι Παλαιστίνιοι Άραβες στον δύσκολο δρόμο της προσφυγιάς
Ο βίαιος ξεριζωμός των Αράβων της Παλαιστίνης από τις εστίες τους το 1948 -1949 (γεγονός που καταγράφηκε με τον όρο «Νάκμπα», δηλαδή «Καταστροφή», στη συλλογική μνήμη των Παλαιστινίων) είχε ως αποτέλεσμα τον διασκορπισμό της μεγάλης πλειοψηφίας τού μέχρι πρότινος γηγενούς πληθυσμού των εδαφών που συγκρότησαν το νεοσύστατο κράτος του Ισραήλ σε στρατόπεδα προσφύγων εκτός των συνόρων του.
Σύμφωνα με τον ΟΗΕ η κατανομή των καταγεγραμμένων προσφύγων (όχι το σύνολο, καθώς πολλοί δεν είχαν καταγραφεί) το 1950 είχε ως εξής: Στον Λίβανο 127.600, στη Συρία 82.194, στην Ιορδανία (συμπεριλαμβανομένης της Δυτικής Οχθης) 506.200, στην Γάζα 198.227. Υπήρχαν επίσης 45.800 πρόσφυγες σε στρατόπεδα εντός Ισραήλ. Σύνολο προσφύγων: 960.021. Στο κράτος του Ισραήλ, απεναντίας, είχαν απομείνει πια μόλις 167.100 «μη-Εβραίοι» (κατά την κατηγοριοποίηση των σχετικών απογραφών), αποτελώντας μια μικρή μειοψηφία της τάξης του 12,2%.1
Το μεγαλύτερο μέρος των προσφύγων κατέληξε σε ειδικούς καταυλισμούς (58 συνολικά) που συστάθηκαν και λειτούργησαν υπό την ευθύνη του νεοσύστατου (το 1949) οργανισμού του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες (UNRWA). Πέραν αυτών, υπήρχαν βεβαίως και διάφοροι «ανεπίσημοι» καταυλισμοί που στήθηκαν πρόχειρα και βεβιασμένα (για να μετατραπούν στην πορεία σε πιο μόνιμους οικισμούς).2
Με την πάροδο του χρόνου, ένας αριθμός προσφύγων «θα σκορπίσει» ακόμα περισσότερο (κυρίως για βιοποριστικούς λόγους): σε Σαουδική Αραβία, Κατάρ, Λιβύη και αλλού.
Οι συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων
Η εγκατάσταση τόσων χιλιάδων προσφύγων στις χώρες υποδοχής δεν ήταν εύκολη υπόθεση, καθώς «δεν ήταν έτοιμες να αντεπεξέλθουν στο οικονομικό κόστος της στήριξής τους».3
Στη Δυτική Οχθη ο πληθυσμός υπερδιπλασιάστηκε, στην δε πολύπαθη Γάζα σχεδόν τετραπλασιάστηκε. Ειδικό ενδιαφέρον έχει Εκθεση του ΟΗΕ που αναφέρεται στη Λωρίδα της Γάζας ως περιοχή «υπερβολικά μικρή και άγονη, προκειμένου να προσφέρει μια ικανοποιητική διαβίωση ακόμη και στον αρχικό της πληθυσμό από τη στιγμή που παραμένει αποκομμένη από τη φυσική της ενδοχώρα». Σημειωτέον πως ο αρχικός πληθυσμός στον οποίο αναφερόταν η Εκθεση ήταν μόλις 80.000 κάτοικοι. Το 2020 ο πληθυσμός της Λωρίδας της Γάζας εκτιμούνταν σε 1.918.221 κατοίκους!4
Οι συνθήκες ζωής των προσφύγων στους καταυλισμούς – ειδικά τα πρώτα χρόνια (προτού στηθούν κάποιες υποτυπώδεις βασικές δομές από τον ΟΗΕ) – ήταν εξαιρετικά σκληρές: Η φτώχεια, η πείνα, οι κακουχίες και οι αρρώστιες θέριζαν τον πληθυσμό και ιδιαίτερα τους πιο αδύναμους, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους. «Η ζωή ήταν δύσκολη», αναφέρει ένας πρόσφυγας στη μαρτυρία του. «[Ημασταν] ακόμη και 7 οικογένειες σε μια σκηνή (…). Καθώς δεν υπήρχαν δε αρκετές σκηνές για όλους κάποιες οικογένειες αναγκάστηκαν να μείνουν σε σπηλιές. Υπήρχαν αρρώστιες και συνωστισμός. Πολλοί ηλικιωμένοι άνθρωποι και παιδιά πέθαναν εξαιτίας των κακών αυτών συνθηκών».5
Χιλιάδες εξ αυτών προσπάθησαν το αμέσως επόμενο διάστημα να επιστρέψουν στις εστίες τους παράνομα, είτε αναζητώντας χαμένους συγγενείς, είτε για να περισυλλέξουν προσωπικά αντικείμενα που δεν πρόλαβαν να περισώσουν κατά τον ξεριζωμό τους, είτε για να μαζέψουν έστω λίγες ελιές από τη γη τους (ωθούμενοι από την πείνα), είτε από απλή νοσταλγία για τους τόπους που άφησαν πίσω. Το 1952, οπότε το φαινόμενο αυτό έφτασε στο αποκορύφωμά του, καταγράφηκαν κάπου 16.000 τέτοιες περιπτώσεις.6
Πολλοί ήταν εκείνοι που έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας. Τον Ιούνη του 1950 οι «New York Times» έκαναν λόγο για δεκάδες πρόσφυγες που πέθαναν από τη δίψα και την εξάντληση, επιχειρώντας να διασχίσουν την έρημο. Αλλά και όσοι επιβίωναν του επικίνδυνου αυτού ταξιδιού βρίσκονταν συχνά αντιμέτωποι με τις δολοφονικές σφαίρες των ισραηλινών δυνάμεων, που τους αντιμετώπιζαν όλους αδιακρίτως ως «Αραβες εισβολείς».7Υπολογίζεται ότι στο διάστημα 1949 – 1956, κάπου 2.700 με 5.000 Παλαιστίνιοι πρόσφυγες δολοφονήθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο (ανάμεσά τους και ανήλικα παιδιά). Αναφορές υπήρχαν επίσης για βασανισμούς, βιασμούς, κ.ά.8
Αλλά και η στάση των κρατών υποδοχής έναντι των Παλαιστινίων προσφύγων ποικίλε.
Στη Συρία (όπου ο «παναραβισμός»9είχε ισχυρά ερείσματα στην ντόπια αστική τάξη) οι πρόσφυγες είχαν τους λιγότερους περιορισμούς όσον αφορά την εργασία, τις μετακινήσεις, την πολιτική δραστηριότητα, κ.ο.κ.
Απεναντίας, στον Λίβανο (όπου ένα τμήμα της αστικής τάξης ήταν Μαρωνίτες χριστιανοί και η εισδοχή δεκάδων χιλιάδων Αράβων απειλούσε ποικιλοτρόπως τις υπάρχουσες εθνικές – κοινωνικοταξικές ισορροπίες), οι πρόσφυγες αντιμετωπίστηκαν με καχυποψία έως και ανοιχτή εχθρότητα: Με αυστηρούς περιορισμούς στις μετακινήσεις και την εργασία, με πλήρη απαγόρευση της πολιτικής δραστηριότητας, με συστηματική – και συχνά άγρια – καταστολή κ.λπ.
Στην Ιορδανία (όπου με την ενσωμάτωση της Δυτικής Οχθης και την εισδοχή των προσφύγων οι Παλαιστίνιοι Αραβες έφτασαν να αποτελούν τα 2/3 του συνολικού πληθυσμού) ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στην αφομοίωση («Ιορδανοποίηση»), είτε μέσω διαφόρων μορφών ενσωμάτωσης (όπως η ένταξη σε κρατικές υπηρεσίες, η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, κ.λπ.) είτε μέσω διαφόρων πιέσεων και καταναγκασμών (όπως με την απαγόρευση του όρου «Παλαιστίνη» σε επίσημα έγγραφα, την καταπίεση κάθε έκφρασης ιδιαίτερης – Παλαιστινιακής – ταυτότητας, πολιτικής οργάνωσης, κ.ά.).10
Η παρουσία τόσων χιλιάδων εξαθλιωμένων ανθρώπων με ανάμεικτα (αν και όχι ακόμη εθνικά, πολιτικά ή και ταξικά αποκρυσταλλωμένα) συναισθήματα θλίψης και οργής στα σύνορα των εν λόγω κρατών αντιμετωπίστηκε αναμφίβολα από τις κατά τόπους αστικές τάξεις ως ένας παράγοντας εν δυνάμει αποσταθεροποιητικός και επικίνδυνος. Τόσο ως προς τις αντιθέσεις που εδράζονταν στην ύπαρξη διαφόρων εθνικών – θρησκευτικών μειονοτήτων εντός τους, όσο και ως προς τις κοινωνικοταξικές αντιθέσεις που σιγόβραζαν παντού, αλλά και τις ποικίλες (εσωτερικές και εξωτερικές) αναταράξεις που δημιουργούσαν τα αναπτυσσόμενα εκείνη την εποχή εθνικοαπελευθερωτικά, αντιαποικιακά, παναραβικά κινήματα (βλ. σε επόμενο μέρος του αφιερώματος).
Οι διαμετρικά διαφορετικές διαδρομές ταξικά διαφορετικών δυνάμεων
Βεβαίως, οι όροι παραμονής και διαβίωσης στις χώρες υποδοχής, δεν ήταν ίδιοι για όλους τους Παλαιστίνιους Αραβες. Απεναντίας, διέφεραν πολύ ανάλογα με την κοινωνικοταξική τους προέλευση.Η αστική τάξη των Αράβων της Παλαιστίνης δεν ακολούθησε τον ίδιο δύσβατο και επικίνδυνο δρόμο της προσφυγιάς που διέβη η εργατική – αγροτική πλειοψηφία, ούτε κατέληξε σε καταυλισμούς δίνοντας καθημερινή μάχη για την επιβίωση. Πράγματι, όπως είδαμε και σε προηγούμενο μέρος του αφιερώματός μας, ένα μεγάλο τμήμα των εχόντων και κατεχόντων (περίπου 30.000 στον αριθμό) εγκατέλειψε την Παλαιστίνη σχεδόν αμέσως με την εκδήλωση των πρώτων ταραχών (τέλη του 1948 – αρχές του 1949).11
Οι μεγαλογαιοκτήμονες των οποίων οι ιδιοκτησίες γης αφαιρέθηκαν από το κράτος του Ισραήλ (δίχως αποζημίωση) διέθεταν περιουσίες και χρηματικό κεφάλαιο, τα οποία και μετέφεραν. Οι δε μεγαλαιοκτήμονες στη Δυτική Οχθη επωφελήθηκαν τα μέγιστα από το φτηνό – και υπερπλεονάζον – εργατικό δυναμικό των προσφύγων που κατέφυγε στην περιοχή.12
Οι κεφαλαιούχοι που δραστηριοποιούνταν στην πίστη, στο εμπόριο, στις κατασκευές κ.α. είχαν κατά κανόνα σημαντικά συμφέροντα, κεφάλαια αλλά και διασυνδέσεις στα γειτονικά αραβικά κράτη. Επιπλέον, φρόντισαν έγκαιρα να φυγαδεύσουν τεράστια ποσά στο εξωτερικό (η μεταφορά χρηματικού κεφαλαίου σε τράπεζες της Ιορδανίας την εν λόγω περίοδο π.χ. ήταν τέτοια, που τα αποθεματικά τους σχεδόν διπλασιάστηκαν). Ακολούθως, η αστική τάξη των Παλαιστινίων Αράβων μπόρεσε μέσα σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα να ανακάμψει – και να αναπτύξει περαιτέρω – την κερδοφόρα δραστηριότητά της στους ίδιους ή και νέους κλάδους (όπως η βιομηχανία πετρελαίου, οι αερομεταφορές, οι ασφάλειες, κ.ά.).13 Βεβαίως, παρότι στον ένα ή τον άλλο βαθμό οι Παλαιστίνιοι κεφαλαιούχοι ενσωματώθηκαν στις αστικές τάξεις των κρατών όπου εγκαταστάθηκαν, παρέμενε το γεγονός πως δεν είχαν δικό τους κράτος.
Σε κάθε περίπτωση, η παλαιστινιακή αστική τάξη (ως τάξη, πέραν των όποιων επιμέρους – μεμονωμένων περιπτώσεων μελών της που καταστράφηκαν) δεν είχε ούτε την αντιμετώπιση ούτε την «τύχη» που είχε η συντριπτική πλειοψηφία των Παλαιστινίων εργατών και αγροτών. Πράγματι, δεν γνώρισε τους περιορισμούς – αποκλεισμούς (στην Παιδεία, στην Υγεία, στις μετακινήσεις κ.ο.κ.), τη βία και αυθαιρεσία των δυνάμεων καταστολής, τις ρατσιστικές διακρίσεις και υποτιμητική συμπεριφορά των αρχών: όλα αυτά που συνέθεταν την καθημερινότητα της παλαιστινιακής φτωχολογιάς. Δεν γνώρισε την ανασφάλεια της ζωής στους προσφυγικούς καταυλισμούς (που όντας συνήθως στα σύνορα με το Ισραήλ γίνονταν συχνά στόχος επιθετικών ενεργειών – αντιποίνων του ισραηλινού στρατού). Ούτε φυσικά γνώρισε την ανάγκη να κάνει «την οποιαδήποτε δουλειά για οποιονδήποτε μισθό», όπως οι χιλιάδες ομογενείς τους, που αναγκάστηκαν να πουλάνε την εργατική τους δύναμη όσο – όσο προκειμένου να επιβιώσουν. Η μεγάλη πλειοψηφία των Παλαιστινίων Αράβων εντάχθηκε ως ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό στην αγροτική οικονομία, αλλά και τη βιομηχανία (μεταποίησης, πετρελαίου, κατασκευών, κ.ά.), αποφέροντας τεράστια κέρδη για τους – συχνά συντοπίτες – εκμεταλλευτές τους. Ακόμα εντονότερη υπήρξε η εκμετάλλευση των γυναικών (που λόγω των αυξημένων αναγκών της επιβίωσης αναγκάστηκαν να βγουν πιο μαζικά στην παραγωγή), οι οποίες αμείβονταν λιγότερο και αντιδρούσαν πιο δύσκολα στις εργοδοτικές αυθαιρεσίες.14
Τέλος, πέραν των παραπάνω, υπήρχε και ένας σημαντικός αριθμός εξειδικευμένων εργατών, μικροαστών επαγγελματιών, νομικών, κ.ά., εκ των οποίων, κάποιοι μεν κατέληξαν σε προσφυγικούς καταυλισμούς (και προλεταριοποιήθηκαν), πολλοί άλλοι όμως εγκαταστάθηκαν στα αστικά κέντρα των χωρών υποδοχής απασχολούμενοι σε ανάλογες εργασίες. Η ψαλίδα ανάμεσα στα εισοδήματα των τελευταίων (δηλαδή των κατά βάση μικροαστικών στρωμάτων της πόλης) και της εργατικής – αγροτικής πλειοψηφίας των προσφυγικών καταυλισμών ήταν τεράστια: 33 προς 1 κατά μέσο όρο στον Λίβανο, 22 προς 1 στην Ιορδανία και 20 προς 1 στη Συρία.15 Ωστόσο, και αυτοί αντιμετωπίζονταν συχνά ως πολίτες «δεύτερης κατηγορίας», δεν ήταν εντελώς «αλώβητοι» στους περιορισμούς και τις διακρίσεις, ενώ σίγουρα δεν είχαν τις προνομιακές σχέσεις με τις αστικές τάξεις των αραβικών κρατών που είχε η παλαιστινιακή αστική τάξη.
Η πολιτική του Ισραήλ έναντι των προσφύγων
Κατά τη διαδικασία ένταξής του στον ΟΗΕ (το 1949) το κράτος του Ισραήλ αποδέχτηκε τις αποφάσεις του οργανισμού, σχετικά με την επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους. Ωστόσο, όπως αποδείχτηκε εκ των πραγμάτων, η αποδοχή αυτή δεν ήταν παρά προσχηματική (προκειμένου να εξασφαλιστεί ο πιο άμεσος στόχος της διεθνούς αναγνώρισης του νέου κράτους).
Τα επόμενα χρόνια, οι διάφορες δημόσιες τοποθετήσεις μιας σειράς παραγόντων του κυβερνώντος Εργατικού Κόμματος (Mapai) επί του θέματος ήταν ξεκάθαρες και κατηγορηματικές ως προς αυτό: «Η επιστροφή των Αράβων προσφύγων στο Ισραήλ θα συνιστούσε μια ωρολογιακή βόμβα στην ύπαρξη του Κράτους» (Λ. Εσκολ, υπουργός Οικονομικών). «Θα ήταν σαν μια εισβολή αλλά χωρίς τανκς και κανόνια» (Π. Σαπίρ, υπουργός Εμπορίου και Βιομηχανίας). «Δεν είμαστε διατεθειμένοι να δεχθούμε την επιστροφή ούτε ενός Αραβα πρόσφυγα» (Μ. Νταγιάν, τέως αρχηγός του ισραηλινού ΓΕΣ).16Το 1961 η εν λόγω πολιτική αποτυπώθηκε συμπυκνωμένα στην επίσημα διακηρυγμένη θέση – σύνθημα: «Ούτε ένας πρόσφυγας [πίσω]»!17
Για να «στοιχειοθετήσει» τη στάση του αυτή προπαγανδιστικά, το κράτος του Ισραήλ υποστήριξε μεταξύ άλλων: α) Πως «οι Αραβες πρόσφυγες (…) εγκατέλειψαν την χώρα κατά τις οδηγίες των ηγετών τους και οικειοθελώς». β) Πως «η επανεγκατάσταση των προσφύγων» αποτελούσε «υποχρέωση (…) των αραβικών κρατών» («εφόσον» δήθεν «αυτά ευθύνονταν για το γεγονός ότι έγιναν πρόσφυγες εξαρχής. Το προσφυγικό πρόβλημα δεν θα υπήρχε αν τα αραβικά κράτη δεν πήγαιναν σε πόλεμο το 1948 και δεν διέτασσαν αυτούς τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους») και γ) πως «Εβραίοι πρόσφυγες από τα αραβικά κράτη είχαν έρθει στη θέση τους [σ.σ. των Αράβων προσφύγων], σε ίδιους αριθμούς», επομένως είχε επέλθει ένας κάποιος «συμψηφισμός».18
Βεβαίως, τίποτε από τα παραπάνω δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, στην ιστορική αλήθεια. Ωστόσο, όλα αποτέλεσαν αναπόσπαστο μέρος μιας κεντρικά σχεδιασμένης, εκτεταμένης, εντατικής και συστηματικής προπαγάνδας του κράτους του Ισραήλ στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Πρόκειται για τη λεγόμενη χασμπαρά, «που σημαίνει “εξήγηση” στα Εβραϊκά» και «επιδιώκει να δώσει εξηγήσεις σε δράσεις, είτε είναι δικαιολογημένες είτε όχι» στο πλαίσιο της ισραηλινής προπαγάνδας.19
Οπως όμως υπογράμμισε ο υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ Μ. Σάρετ από το βήμα της Κνεσέτ (το Κοινοβούλιο του Ισραήλ) στις 7.12.1953: «Υπάρχουν γεγονότα που είναι χαραγμένα βαθιά, που έχουν τέτοιον αντίκτυπο, ώστε καμιά χασμπαρά δεν μπορεί να τα συγκαλύψει (…). Ολα τα στρατόπεδα των εκτοπισμένων Εβραίων έχουν πια διαλυθεί, αλλά στήθηκαν στρατόπεδα για τους Αραβες πρόσφυγες και καμιά χασμπαρά στον κόσμο (…) δεν μπορεί να αλλάξει το τελικό γεγονός ότι αυτά τα στρατόπεδα υπάρχουν».20
Το Κομμουνιστικό Κόμμα υπήρξε η μόνη πολιτική δύναμη στο Ισραήλ που υποστήριξε το δικαίωμα των Αράβων προσφύγων να επιστρέψουν στις εστίες τους. «Είναι λογικό», επεσήμανε χαρακτηριστικά ο βουλευτής και στέλεχος του ΚΚΙ Μ. Βίλνερ το 1957, «να λέει κανείς, όπως λένε κάποιοι σήμερα στο Ισραήλ, πως οι Εβραίοι έχουν το δικαίωμα επιστροφής στις εστίες τους μετά από 2.000 χρόνια, αλλά οι Αραβες πρόσφυγες δεν έχουν αυτό το δικαίωμα έπειτα από 9 χρόνια;»21
Τα επόμενα χρόνια, το κράτος του Ισραήλ, δεν θα εγκρίνει παρά ελάχιστες από τις χιλιάδες αιτήσεις προσφύγων για επιστροφή και επανένωση με τις οικογένειές τους. Απεναντίας, οι πρόσφυγες, αντί να μειωθούν, αυξήθηκαν κιόλας, αφού οι εκδιώξεις Παλαιστινίων Αράβων (καθώς και Βεδουίνων) συνεχίστηκαν έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Σε πολλές περιπτώσεις οι εκδιωχθέντες αναγκάζονταν από τον ισραηλινό στρατό να υπογράψουν δηλώσεις «οικειοθελούς αναχώρησης» (στερώντας τους έτσι – και τυπικά – τη δυνατότητα επιστροφής υπό την ομπρέλα της Απόφασης 194-III του ΟΗΕ το 1948 για τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες).22
Σήμερα, 75 χρόνια μετά τη «Νάκμπα» ο αριθμός των Παλαιστινίων προσφύγων, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΟΗΕ, ανέρχεται σε περίπου 5,9 εκατομμύρια…23
Η αστική τάξη του Ισραήλ εδραιώνει το κράτος της
Οπως είδαμε ήδη, το 1948-1949, η εβραϊκή αστική τάξη πέτυχε με την ένοπλη βία (και με το προκάλυμμα του Α’ Αραβοϊσραηλινού Πολέμου) να συγκροτήσει το κράτος της πάνω σε εδάφη πολύ πιο διευρυμένα (από εκείνα που είχαν οριστεί από τις σχετικές αποφάσεις του ΟΗΕ) και σε μεγάλο βαθμό εκκαθαρισμένα από τους ντόπιους αλλογενείς (και ανεπιθύμητους) πληθυσμούς.
Ωστόσο, όπως τόνισε από το βήμα της Κνεσέτ ο Ντ. Μπ. Γκουριόν (2.8.1949): «Ας μην έχουμε αυταπάτες, ο πόλεμος δεν τελείωσε ακόμη».24Ο «πόλεμος» στον οποίο αναφερόταν ο Ισραηλινός πρωθυπουργός είχε να κάνει ακριβώς με την κατοχύρωση των «κεκτημένων» και την αποκρυστάλλωση του status quo, τόσο διεθνώς όσο και στο εσωτερικό του νέου κράτους.
Οσον αφορά το δεύτερο, αυτό μεταφράστηκε στην πράξη στη συστηματική και πολύπλευρη «ισραηλοποίηση» του νεοσύστατου κράτους. Βασικό εργαλείο για αυτόν τον σκοπό υπήρξε η επιτάχυνση του εβραϊκού εποικισμού, ιδιαίτερα στις περιοχές που είχαν εκκενωθεί από τους γηγενείς αραβικούς πληθυσμούς, καθώς και στα εδάφη που προορίζονταν για το μελλοντικό Αραβικό Παλαιστινιακό κράτος αλλά πλέον είχαν περιέλθει υπό την κατοχή του ισραηλινού στρατού.
Είναι χαρακτηριστικό πως, σε διάστημα μόλις 4 ετών (έως το 1951), εγκαταστάθηκαν στο Ισραήλ 687.624 Εβραίοι έποικοι (αριθμός που ισοδυναμούσε σχεδόν με το σύνολο των εποίκων όλης της επόμενης εικοσαετίας, έως και το 1970, ήτοι 683.036).25Σύμφωνα με τον «Νόμο της Επιστροφής» του 1950,26οποιοσδήποτε Εβραίος ανά τον κόσμο είχε το δικαίωμα να μεταβεί στο Ισραήλ και να λάβει την ισραηλινή υπηκοότητα (εκτός και αν θεωρούταν επικίνδυνος «για την ασφάλεια του κράτους», όπως π.χ. στην περίπτωση του Αμερικανού Εβραίου κομμουνιστή Ρ. Σόμπλεν το 1962).
«Ο στόχος», αναφέρουν οι Ισραηλινοί συγγραφείς A. Orr και M. Machover, ήταν μεταξύ άλλων: «Η μεταφορά στο Ισραήλ όσο το δυνατόν περισσότερων Εβραίων όσο το δυνατόν γρηγορότερα με κάθε δυνατό μέσο· η εδραίωση επoικισμών καθ’ όλη τη γραμμή κατάπαυσης του πυρός· η αποζημίωση εκεί των αγροτών [εποίκων] για τις απώλειές τους ώστε να μη φύγουν· η κατάσχεση της γης από τους [όποιους εναπομείναντες] Αραβες ιδιοκτήτες τους υπό το πρόσχημα της “ασφάλειας”· η οικοδόμηση χωριών και πόλεων (…) σύμφωνα με την πολιτική αναγκαιότητα παγίωσης και σταθεροποίησης του status quo· (…) η αλλαγή των ονομασιών χωριών και πόλεων, γειτονιών και δρόμων, από τα Αραβικά στα Εβραϊκά» κ.ά.27
Ο εποικισμός κατεχόμενων περιοχών με σκοπό τη δημιουργία νέων δεδομένων αποτέλεσε μια πρακτική, η οποία συνεχίζεται έως και τις μέρες μας. Και, βεβαίως, όπως και τότε, έτσι και διαχρονικά, ήταν μια πρακτική η οποία μετέτρεπε τους εποίκους σε πολύμορφα (και αναλώσιμα) όργανα εξυπηρέτησης των επιδιώξεων της ισραηλινής αστικής τάξης. Οι εν λόγω εποικισμοί (που λειτουργούσαν ταυτόχρονα και ως μικρά φρούρια) στα πρώην αραβικά εδάφη αποτελούσαν τοποτηρητές αλλά και σύμβολα της επεκτατικής επιθετικότητας του κράτους του Ισραήλ. Γι’ αυτό και υπήρξαν συχνά το επίκεντρο επιθέσεων από Παλαιστίνιους Αραβες, που, πρόσφυγες πλέον, ατένιζαν από την άλλη γραμμή των συνόρων την πατρίδα τους να χάνεται κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια τους.
Οπως κυνικά επεσήμανε στις 28.4.1956 στον επικήδειο ενός δολοφονημένου εποίκου στα σύνορα με τη Γάζα ο τότε επικεφαλής του ΓΕΣ του Ισραήλ, Μ. Νταγιάν: «Ας μην εκτοξεύουμε κατηγορίες προς τους δολοφόνους. Γιατί να παραπονιόμαστε για το μίσος τους απέναντί μας; Εδώ και οκτώ χρόνια παραμένουν σε προσφυγικούς καταυλισμούς στη Γάζα, βλέποντας με τα μάτια τους το πώς φτιάξαμε μια πατρίδα πάνω στη γη και τα χωριά που κάποτε κατοικούσαν οι πρόγονοί τους. Δεν πρέπει να απαιτούμε αίμα από τους Αραβες της Γάζας για τον Ρόι (σ.σ. τον νεκρό έποικο) αλλά από εμάς. Πώς κλείσαμε τα μάτια μας στην πραγματικότητα του πεπρωμένου μας, αρνούμενοι να δούμε τη μοίρα της γενιάς μας με όλη της την βαναυσότητα; (…) Είμαστε μια γενιά εποικιστών και χωρίς το χαλύβδινο κράνος και τις κάννες των κανονιών δεν θα μπορέσουμε να φυτέψουμε ούτε ένα δέντρο, να χτίσουμε ούτε ένα σπίτι».28 Πράγματι, η αστική τάξη του Ισραήλ δεν απαιτούσε μόνο το αίμα των εξωτερικών εχθρών της προκειμένου να εδραιώσει το κράτος της, αλλά πρώτα και κύρια των ίδιων των Ισραηλινών. Μόνο στο διάστημα 1951-1956, 882 έποικοι «θυσιάστηκαν» στον βωμό της πολιτικής κατοχύρωσης των διευρυμένων συνόρων του νέου κράτους στα κατεχόμενα εδάφη.29
Οι επιθέσεις αυτές – και τα θύματά τους – εξυπηρετούσαν ποικιλοτρόπως το κράτος του Ισραήλ, τόσο στη διατήρηση της εσωτερικής συνοχής και χειραγώγησης των ισραηλινών εργατικών – λαϊκών δυνάμεων (ελέω του μόνιμου «εξωτερικού κινδύνου»), όσο και στην εξασφάλιση της λαϊκής συναίνεσης στις υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες και τις ανθρώπινες θυσίες που απαιτούσαν οι συνεχείς επιθετικές ενέργειές του εντός και εκτός των συνόρων (στο πλαίσιο της στρατηγικής του ισραηλινού καπιταλιστικού κράτους για θωράκιση και επιθετική επέκταση σε εχθρικό περιβάλλον).
Πράγματι, η καλλιέργεια ενός διαρκούς καθεστώτος «έκτακτης ανάγκης», φόβου και πολεμικής εγρήγορσης υπήρξε συστατικό στοιχείο της εσωτερικής πολιτικής του Ισραήλ. Το στοιχείο αυτό ξεκινούσε να εμποτίζεται στις συνειδήσεις των Ισραηλινών από τα πρώτα τους κιόλας σχολικά χρόνια, ενώ συνέχιζε να «επιβεβαιώνεται» καθημερινά με κάθε τρόπο και μέσο. Οπως αναφέρουν οι Ισραηλινοί συγγραφείς A. Orr και M. Machover: «Κάθε παιδί στο Ισραήλ μαθαίνει για τις διακηρυγμένες προθέσεις των Αράβων “να μας πετάξουν στη θάλασσα”. (…) [Πως] οι Αραβες δεν επιθυμούν την ειρήνη γιατί διακατέχονται από παράλογο μίσος, γιατί αρνούνται να γίνουν ρεαλιστές. Επομένως το Ισραήλ δεν έχει άλλη επιλογή από το να υιοθετήσει μια πολιτική δύναμης (σ.σ. βίας)».30
Η πλέον συνήθης έκφραση αυτής της «πολιτικής δύναμης» ήταν τα κατά κανόνα δυσανάλογα αντίποινα του κράτους του Ισραήλ απέναντι στα όποια συνοριακά συμβάντα (είτε είχαν να κάνουν με ενόπλους είτε με άμαχους πρόσφυγες, όπως είδαμε πρωτύτερα). Το 1951-1952 η αναλογία των θυμάτων ήταν 10 προς 1 (Αράβων και Ισραηλινών αντίστοιχα).31Από τις μαζικότερες δολοφονικές επιθέσεις την εν λόγω περίοδο ξεχώρισε η σφαγή του παλαιστινιακού χωριού Κιμπίγια στη Δυτική Οχθη (14.10.1953), όταν η περιβόητη μονάδα 101 του ισραηλινού στρατού, υπό την ηγεσία του μετέπειτα πρωθυπουργού του Ισραήλ Α. Σαρόν, δολοφόνησε 70 αμάχους σε αντίποινα για τη δολοφονία 2 Ισραηλινών αγροτών. «Στόχος», σύμφωνα με τα αρχεία του ισραηλινού ΓΕΣ, ήταν η «επίθεση στο χωριό Κιμπίγια, η προσωρινή κατοχή του, η διενέργεια καταστροφών και η πρόκληση της μεγαλύτερης δυνατής ζημιάς σε ανθρώπινες ζωές προκειμένου οι κάτοικοι να εγκαταλείψουν τις εστίες τους».32Αλλη περίπτωση αποτέλεσε ο βομβαρδισμός της αγοράς της Πόλης της Γάζας στις 5.4.1956, με αποτέλεσμα τον θάνατο 66 και τον τραυματισμό 127 Παλαιστίνιων αμάχων.33
Η ανισομετρία των αντιποίνων υπήρξε τέτοια, που ακόμη και ο δημοσιογράφος της ισραηλινής εφημερίδας «Haaretz» A. Gelblum αναρωτήθηκε σε σχετικό του ρεπορτάζ το 1952: «Τι θα γινόταν άραγε στον κόσμο αν όλοι χρησιμοποιούσαν αεροπλάνα και βόμβες ως απάντηση σε κάθε συνοριακό επεισόδιο;».34
Οπως όμως παραδέχθηκε και η μετέπειτα πρωθυπουργός του Ισραήλ Γκ. Μάγιερ (1969-1974), η συγκεκριμένη πολιτική των αντιποίνων είχε και «διαπαιδαγωγητικό» ρόλο: «Οι πολίτες του Ισραήλ – αυτό το αμάλγαμα ανθρώπων, γλωσσών και κουλτούρων – έπρεπε να μάθουν πως η κυβέρνηση (…) ήταν υπεύθυνη για την ασφάλειά τους».35
Η αναφορά της Γκ. Μάγιερ στη μεγάλη ανομοιομορφία των πολιτών του Ισραήλ δεν ήταν τυχαία. Ηδη από τις αρχές του 1950 οι νεοφερμένοι Εβραίοι έποικοι υπερτερούσαν αριθμητικά των όσων είχαν εγκατασταθεί στην Παλαιστίνη πριν από τη συγκρότηση του ισραηλινού κράτους. Σχεδόν οι μισοί εξ αυτών δεν μιλούσαν καν την εβραϊκή γλώσσα. Επομένως, η εθνική – ιδεολογικοπολιτική αφομοίωση των νεοφερμένων εποίκων, η γαλούχησή τους στις αξίες και τους σκοπούς της εθνικής αστικής τους τάξης υπήρξε πρώτιστη προτεραιότητα. Βασικό – το βασικότερο ίσως – εργαλείο προς αυτόν τον σκοπό αποτέλεσε ο στρατός.
«Δίχως την καθολική στρατιωτική θητεία», υπογράμμισε ο Ντ. Μπ. Γκουριόν, «θα ήταν πιθανότατα αδύνατο να πετύχουμε ένα μίνιμουμ στάνταρ στην ιδιότητα του πολίτη για ανθρώπους που προέρχονταν από σαράντα διαφορετικές χώρες (…). Ο θεσμός του στρατού αποτελεί το μόνο σημείο αναφοράς υπό το οποίο οι πολίτες συνενώνονται σε ένα σύστημα, μία διοίκηση και έναν στόχο. (…) [Εχουμε] πολλές δυσλειτουργίες και εμπόδια στην εθνική μας ζωή: τις πολλές αντιθέσεις και διαχωρισμούς (…) κοινωνικούς, πολιτισμικούς, εθνικούς (…). Ο Στρατός αποτελεί το μόνο σώμα (…) που είναι ελεύθερο από τα καρκινώματα των ρηγματώσεων και διαχωρισμών που έχουν κληροδοτηθεί στο έθνος στο Ισραήλ».36
Επομένως, δεν αποτελεί ίσως έκπληξη το γεγονός πως το Ισραήλ είχε (και έχει) μία από τις μεγαλύτερες υποχρεωτικές στρατιωτικές θητείες παγκοσμίως (το 1952 ήταν 30 μήνες για τους άνδρες και 24 για τις γυναίκες – σήμερα είναι 32 και 24 μήνες αντίστοιχα). Πέραν δε της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας υπήρχε (και υπάρχει) το καθεστώς του εφέδρου, με αποτέλεσμα κάθε Ισραηλινός πολίτης «να αφιερώνει στον IDF (σ.σ. τον ισραηλινό στρατό) κάπου πέντε με έξι χρόνια της ζωής του» κατά μέσο όρο. Οπως χαρακτηριστικά τόνισε ο πρώην επικεφαλής του ΓΕΣ του Ισραήλ Γ. Γιαντίν, «ο Ισραηλινός πολίτης είναι ένας στρατιώτης με 11μηνη άδεια τον χρόνο».37
Από την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία εξαιρούνταν οι μη Εβραίοι πολίτες του Ισραήλ (ουσιαστικά δηλαδή οι Παλαιστίνιοι Αραβες, αλλά και οι χριστιανοί).
Ειδική αναφορά – έστω και επιγραμματικά – αξίζουν οι περιπτώσεις αντιρρησιών συνείδησης στο Ισραήλ, που άρχισαν να εμφανίζονται ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 (παρά τις αυστηρότατες ποινές φυλάκισης κ.ά. καταναγκασμούς). Αντιδράσεις υπήρξαν επίσης και για την εισαγωγή της στρατιωτικής εκπαίδευσης στα σχολεία. Το 1954 ο Ν. Γκόσφι έγραψε διαμαρτυρόμενος στο υπουργείο Παιδείας του Ισραήλ: «Πριν κάποια χρόνια (…) γίναμε μάρτυρες με τρόμο του πως (…) η νεολαία δηλητηριαζόταν από τον μιλιταρισμό: είδαμε τα τρομερά αποτελέσματα του δόγματος του ξίφους καλλιεργούμενου μέσω της στρατιωτικής εκπαίδευσης των παιδιών στη φασιστική Ιταλία και τη ναζιστική Γερμανία (…). Εμείς οι γονείς, τα αδέρφια και οι αδερφές απαιτούμε: κάτω τα χέρια από τα παιδιά! (…) Ας γαλουχήσουν τα εβραϊκά σχολεία τους μαθητές τους, νέους και παλιούς, με τη διδαχή “αγάπα τον πλησίον σου” (…)».38
Παλαιστίνιοι Αραβες: Πολίτες «δεύτερης κατηγορίας»
Οι Παλαιστίνιοι Αραβες που παρέμειναν εντός συνόρων του κράτους του Ισραήλ μετά το 1948-1949 μετατράπηκαν εν πολλοίς σε πολίτες «δεύτερης κατηγορίας».
Οσοι είχαν συλληφθεί και κλειστεί είτε σε στρατόπεδα αιχμαλώτων είτε σε ειδικά στρατόπεδα εργασίας την περίοδο 1948-1949, υπέφεραν τα πάνδεινα από «τη σκληρή και βάρβαρη συμπεριφορά» των δεσμωτών τους (όπως καταμαρτυρούν τα αρχεία του ίδιου του ισραηλινού στρατού). Το δε καθεστώς εκμετάλλευσής τους στα στρατόπεδα εργασίας «προς ενίσχυση της ισραηλινής οικονομίας» καταγράφηκε ξεκάθαρα σε σχετικές Εκθέσεις του Ερυθρού Σταυρού. Οι τελευταίοι κρατούμενοι των εν λόγω στρατοπέδων απελευθερώθηκαν το 1955.39
Το 1952 επετράπη στους Παλαιστινίους Αραβες να αιτηθούν να γίνουν πολίτες του Ισραήλ. Ωστόσο, το ειδικό καθεστώς Στρατιωτικής Διοίκησης, στο οποίο είχαν υπαχθεί από την περίοδο του Α’ Αραβοϊσραηλινού Πολέμου, διατηρήθηκε έως και το 1966.
Η ομπρέλα των εξουσιών και ελέγχου της Στρατιωτικής Διοίκησης εκτεινόταν σε κάθε πτυχή της ζωής των υπ’ ευθύνη της πληθυσμών: Πολιτική, οικονομική, εργασιακή, κοινωνική, εκπαιδευτική, πολιτιστική κ.ο.κ.
Βασικό εργαλείο ελέγχου υπήρξε ο ασφυκτικός περιορισμός των μετακινήσεων. Το 1954, π.χ., η περιοχή της Γαλιλαίας ήταν χωρισμένη σε 46 υπο-περιοχές, όπου η μεταφορά από τη μία στην άλλη απαιτούσε ειδική άδεια. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις τακτικές απαγορεύσεις κυκλοφορίας, καθιστούσε τη δυνατότητα εργασίας σε κάποια γειτονική περιοχή (κάτι πολύ συνηθισμένο) μια εξαιρετικά δύσκολη, συχνά ταπεινωτική και καμιά φορά θανατηφόρα υπόθεση (στις 29.10.1956 στο Καφρ Κασσίμ π.χ. οι ισραηλινές δυνάμεις άνοιξαν πυρ κατά των εργατών γης που επέστρεφαν από τις δουλειές τους – αγνοώντας πως είχε επιβληθεί απαγόρευση κυκλοφορίας – δολοφονώντας 49 εξ αυτών).40
Οι υπηρεσίες ασφαλείας και η αστυνομία παρακολουθούσαν στενά κάθε χώρο εργασίας, λατρείας, εκπαίδευσης και γενικότερα κοινωνικής συναναστροφής. Οι υποψήφιοι δάσκαλοι, δημόσιοι υπάλληλοι, κρατικοί λειτουργοί κ.ο.κ. περνούσαν από σχολαστικό έλεγχο. Τα δε χωριά των Παλαιστινίων Αράβων κατηγοριοποιήθηκαν σε «φιλικά» και «εχθρικά» (αποκτώντας τον ανάλογό τους φάκελο).41
Ειδικό ρόλο σε όλα τα παραπάνω είχε η κηδεμονευομένη από το Εργατικό Κόμμα Ισραηλινή Γενική Συνομοσπονδία, της οποίας η εμπλοκή στις μειονοτικές κοινότητες ήταν βαθύτατη λόγω των εκτεταμένων δομών και υπηρεσιών που διατηρούσε (στους τομείς της εργασίας, της πρόνοιας, της ψυχαγωγίας, του αθλητισμού κ.ά.). «Η Γενική Συνομοσπονδία» λειτούργησε επίσης «ως εργαλείο στρατολόγησης υποστήριξης υπέρ του κυβερνώντος Εργατικού Κόμματος ανάμεσα στους Αραβες, ασκώντας τους πιέσεις να ψηφίσουν είτε το ίδιο είτε τα Αραβικά κόμματα που στήριζε».42
Τα εν λόγω αραβικά κόμματα ήταν τόσο ενσωματωμένα – προσδεδεμένα στο αστικό κράτος του Ισραήλ, που στήριξαν κάθε αντιλαϊκή – αντιμειονοτική πολιτική των διαδοχικών κυβερνητικών συνασπισμών στις οποίες ηγούταν το Εργατικό Κόμμα (και στους οποίους μετείχαν και τα ίδια) κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Χαρακτηριστικό αποτελεί το γεγονός πως, όταν το 1963 τέθηκε προς ψήφιση η διατήρηση ή μη του καθεστώτος της Στρατιωτικής Διοίκησης επί της μειονότητας, οι δύο αστοί Αραβες βουλευτές που υποστήριζαν τον κυβερνώντα συνασπισμό ψήφισαν υπέρ (συνδράμοντας έτσι αποφασιστικά στη διατήρησή του, καθώς υπερψηφίστηκε με μόλις μία ψήφο διαφορά).43
Οι άξονες ενσωμάτωσης και καταστολής της Παλαιστινιακής Αραβικής μειονότητας
Τον Ιανουάριο του 1958 η Επιτροπή Αραβικών Υποθέσεων (που αποτελούνταν από εκπροσώπους της Στρατιωτικής Διοίκησης, των σωμάτων ασφαλείας και του στρατού, του Αραβικού Τμήματος της Γενικής Συνομοσπονδίας, του κυβερνώντος Εργατικού Κόμματος κ.ά.) καθόρισε τους άξονες ενσωμάτωσης και καταστολής της παλαιστινιακής αραβικής μειονότητας στο Ισραήλ. Οι άξονες αυτοί περιλάμβαναν μεταξύ άλλων:44
α) Τον πολυκερματισμό και γκετοποίηση των αραβικών κοινοτήτων: Με τη διάσπαση της εδαφικής ενότητας των αραβικών περιοχών (π.χ. με εποικιστικές «σφήνες»), τη συγκέντρωση των εναπομεινάντων Αράβων των αστικών κέντρων σε συγκεκριμένες γειτονιές – γκέτο κ.ά.
Σημειωτέον, καθώς η κατασχεθείσα γη όσων εκδιώχθηκαν και έγιναν πρόσφυγες το 1948 – 1949 πέρασε (σκοπίμως) στην εποπτεία του ισραηλινού κράτους, κατέστη αδύνατο για τους Παλαιστίνιους Αραβες να αγοράσουν νέα γη (εφόσον διά νόμου απαγορευόταν η πώληση γης που «ανήκε στο έθνος» σε μη Εβραίους). Οι εν λόγω περιορισμοί, σε συνδυασμό με μια σειρά αναγκαστικές απαλλοτριώσεις στις οποίες προχώρησε – και πάλι σκοπίμως – το ισραηλινό κράτος, είχαν ως αποτέλεσμα οι Παλαιστίνιοι Αραβες να περιοριστούν σε μόλις 3% της γης, παρότι αποτελούσαν το 12-15% του πληθυσμού45.
β) Την υπονόμευση καλλιέργειας μιας ενιαίας, συλλογικής εθνικής συνείδησης στις γραμμές τους: Με την ενθάρρυνση των όποιων ιδιαίτερων πολιτισμικών διαφορών μεταξύ των αραβικών κοινοτήτων, την εύνοια ορισμένων μεγάλων οικογενειών ή φυλών έναντι άλλων, την αποτροπή συγκρότησης συλλόγων (πολιτιστικών, αθλητικών, άλλων) με εθνικά κριτήρια κ.ο.κ.
«Η αραβική μειονότητα», σημείωνε το 1958 ο επικεφαλής της Στρατιωτικής Διοίκησης, Μ. Σέχτερ, «δεν είναι ένα ενιαίο πράγμα. Αν καταφέρουμε να κάνουμε τους Αραβες καχύποπτους ως προς τους Δρούζους (σ.σ. μια ιδιαίτερη κοινότητα μουσουλμάνων Αράβων) – και όχι μόνο επειδή είναι πιστοί σε εμάς – αυτό θα ήταν πολύ σημαντικό»46.Οι Δρούζοι υπήρξαν πράγματι από τους πιο στενούς συμμάχους του κράτους του Ισραήλ ανάμεσα στους αραβικούς πληθυσμούς, είχαν προνομιακή μεταχείριση και αξιοποιήθηκαν πολλάκις για την καταστολή των άλλων Αράβων της Παλαιστίνης.
Η άρνηση της ύπαρξης μιας ιδιαίτερης παλαιστινιακής εθνότητας – ταυτότητας διατυπώθηκε επίσημα με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο το 1969, σε συνέντευξη της τότε πρωθυπουργού του Ισραήλ Γκ. Μέιρ, η οποία δήλωσε ότι «δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, Παλαιστίνιοι. Πότε υπήρξε ένας ανεξάρτητος παλαιστινιακός λαός με ένα παλαιστινιακό κράτος; (…) Δεν υπήρξαν»47.
γ) Τη στενή οικονομική εξάρτηση των αραβικών κοινοτήτων από το ισραηλινό κράτος. Την αποτροπή σύστασης μεγάλων αραβικών επιχειρήσεων (στη βιομηχανία, στον τραπεζικό τομέα και αλλού). Τον περιορισμό της αραβικής εργατικής δύναμης σε χαμηλόμισθες, ανειδίκευτες εργασίες.
δ) Την αποτροπή κάθε μη ελεγχόμενης από το ισραηλινό κράτος πολιτικής ή συνδικαλιστικής οργάνωσης των Παλαιστίνιων Αράβων: Μεταξύ άλλων με την ενσωμάτωση της πολιτικής ηγεσίας των Αράβων (κυρίως στο κυβερνών Εργατικό Κόμμα), τη δημιουργία ελεγχόμενων αραβικών κομμάτων, την υποδαύλιση διαφόρων εσωτερικών διχονοιών και αντιπαλοτήτων εντός των αραβικών κοινοτήτων και τη συγκρότηση ενός εκτενούς δικτύου ντόπιων «συνεργατών» (πληροφοριοδοτών, προβοκατόρων κ.ά.).
ε) Την ενσωμάτωση, μέσω διαφόρων διαύλων αναπαραγωγής – διοχέτευσης, των θέσεων του κυρίαρχου ισραηλινού αστικού κράτους: Μέσα από την Εκπαίδευση, τη συγκρότηση συλλόγων νεολαίας, εργαζομένων κ.λπ. (υπό την ευθύνη της ισραηλινής Γενικής Συνομοσπονδίας), με τη σύσταση και λειτουργία ελεγχόμενων αραβικών ΜΜΕ, την έκδοση βιβλίων κ.ο.κ.
Η πολιτική των διακρίσεων ήταν εμφανής παντού: Από το γεγονός ότι από τα 3.500 τρακτέρ που υπήρχαν στο Ισραήλ στα μέσα της δεκαετίας του 1950 μόλις τα 11 βρίσκονταν σε αραβικά χέρια, έως το γεγονός ότι η αναλογία φοιτητών στο πανεπιστήμιο επί του συνόλου του πληθυσμού ήταν 1 προς 430 για τους Εβραίους και 1 προς 4.000 για τους Αραβες48.
Ακόμα και ένα πρώην κορυφαίο στέλεχος της ισραηλινής κυβέρνησης θα εκμυστηρευτεί στις 28/6/1956 στο ημερολόγιό του: «Δεν ξέρω τι μας συνέβη (…) Οι Αραβες είναι κι αυτοί άνθρωποι. Εχουν μυαλό, λογική, αξιοπρέπεια και ανθρώπινα αισθήματα»49.Πρόκειται για τον πρώην υπουργό Εξωτερικών και πρωθυπουργό του Ισραήλ Μ. Σάρετ, του οποίου όμως οι «ευαισθησίες» δεν στάθηκαν εμπόδιο στην υλοποίηση της πιο σκληρής και επιθετικής πολιτικής της αστικής τάξης, την οποία το κυβερνών Εργατικό Κόμμα υπηρέτησε στο έπακρο.
Το ίδιο ισχύει και για το δήθεν πιο αριστερό Ενωτικό Εργατικό Κόμμα, που αν και θεωρητικά ήταν υπέρ της ισότιμης συνύπαρξης Εβραίων και Αράβων, στήριξε – και μάλιστα ως ο βασικότερος κυβερνητικός εταίρος – όλη την πολιτική του αστικού κράτους του Ισραήλ.
Απεναντίας, το Κομμουνιστικό Κόμμα του Ισραήλ αντιπάλεψε το καθεστώς της Στρατιωτικής Διοίκησης, θέτοντας την κατάργησή του στο επίκεντρο της κοινής πάλης Εβραίων και Αράβων εργαζομένων. Οι Εβραίοι και Αραβες κομμουνιστές βουλευτές κατήγγειλαν επανειλημμένα τις εγκληματικές ρατσιστικές πολιτικές του καπιταλιστικού κράτους του Ισραήλ, αποδομώντας τους ισχυρισμούς του περί δήθεν «πολιτισμένης» και «δημοκρατικής» όασης στη Μέση Ανατολή50.
Παραπομπές:
1. Annual report of the UNRWA for Palestine refugees in the Near East (https://www.un.org/unispal/document/auto-insert-179758/) και Jewish & Non-Jewish Population of Israel / Palestine (https://www.jewishvirtuallibrary.org/jewish-and-non-jewish-population-of-israel-palestine-1517-present)
2. Anne Elizabeth Irfan, «Internationalizing Palestine, PhD Thesis», LSE, London, 2018, σελ. 16
3. Rosemary Sayigh, «The Palestinians», εκδ. «Zed Books», London, 2007, σελ. 111
4. Annual report of the UNRWA for Palestine refugees in the Near East, ό.π., και www.cia.gov/the-world-factbook/countries/gaza-strip
5. Στο Rosemary Sayigh, ό.π. σελ. 108
6. Benny Morris, «Israel’s border wars, 1949 – 1956», εκδ. «Oxford University Press», Oxford, 1993, κεφάλαιο 2
7. New York Times, 8 & 9.6.1950, Adel Yalya, «The Palestinian refugees, 1948 – 1998», εκδ. PACE, Ramallah, 1999, σελ. 48 – 53
8. Benny Morris, ό.π., σελ. 180 – 181, 412 – 416
9. Για τον «παναραβισμό», βλ. σε επόμενο μέρος του αφιερώματος
10. Rosemary Sayigh, ό.π., σελ.114, 144, και Laurie A. Brand, «Palestinian and Jordanians: A crisis of identity», στο Journal of Palestine Studies, vol. 24, no. 4, Summer 1995, σελ. 52
11. Kurt Rene Dadley, «The Palestinian Refugees», στο «The American Journal of International Law», vol. 72, no. 3, July 1978, σελ. 592
12. P. A. Smith, «Palestine and the Palestinians», 1876 – 1983, εκδ. «Croom Helm», London, 1984, σελ. 87 – 90
13. P. A. Smith, ό.π., σελ. 129 – 137, 223
14. Rosemary Sayigh, ό.π., σελ. 103, 118 – 119
15. Rosemary Sayigh, ό.π., σελ. 120
16. Στο Akiva Orr & Moshe Machover, «Peace, Peace, When there is no Peace (Israel and the Arabs 1948-1961» (διαδικτυακή έκδοση https://www.marxists.org/subject/jewish/peace-peace.pdf), σελ. 449
17. Memorandum of conversation, 13/11/1961, στο FRUS, 1961-1963, vol. XVII, Near East, 1961-1962, σελ. 328
18. Στο Akiva Orr & Moshe Machover, σελ. 69 – 70, 446
19. Op-Ed: «The Hasbara Hijack», 10/9/2044, στο israelinternationalnews.com.
20. Πρακτικά Κνεσέτ, τ. 15, σελ. 320, στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 68
21. Rajani Palme Dutt, «Israel and the Arab Middle East», στο «Labour Monthly», vol. XXXIX, no. 8, August 1957, σελ. 350
22. Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 80 – 81, Ilan Pappe, «The Ethnic Cleansing of Palestine», εκδ. «Oneworld», London, 2006 (https://yplus.ps/wp-content/uploads/2021/01/Pappe-Ilan-The-Ethnic-Cleansing-of-Palestine.pdf), σελ. 255 – 256
23. https://www.unrwa.org/palestine-refugees
24. Πρακτικά Κνεσέτ, τ. 2, σελ. 1.230, στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ.59
25. https://www.jewishvirtuallibrary.org/total-immigration-to-israel-by-year
26. https://archive.jewishagency.org/first-steps/program/5131/
27. Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 454
28. https://www.timesofisrael.com/when-moshe-dayan-delivered-the-defining-speech-of-zionism/
29. Πρακτικά Κνεσέτ, φάκελος 19/672, στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ.168
30. Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 350
31. Lucas Scott, «Divided we stand: The Suez crisis of 1956 and the Anglo-American Alliance, PhD Thesis», LSE, London, 2014, σελ. 55
32. IDF Archive, 13/10/2010, φάκελος 664/56/207, στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 549. Βλ. επίσης Lucas Scott, ό.π., σελ. 318 – 319
33. I. F. Stone’s Weekly, 30/4/1956
34. Haaretz, 11/4/1951, στο Akiva Orr & Moshe Machover, ό.π., σελ. 172
35. Golda Meir, «My life», εκδ. «Wiedenfeld & Nicolson», London, 1975, σελ. 236
36. Στο Yoram Peri, «Some aspects of the relationship between the military and polity in Israel, 1947 – 1977, PhD Thesis», LSE, London, 1980, σελ. 9, 174
37. Yoram Peri, ό.π., σελ. 80, 98
38. https://www.quest-cdecjournal.it/hello-pacifist-war-resisters-in-israels-first-decade/#_ftn84
39. IDF Archives, 54/410, File 107, 4/4/1948, και Red Cross Documents: G59/I/GG 6/2/1949, στο Ilan Pappe, ό.π., σελ. 235 – 238
40. Rajani Palme Dutt, ό.π., σελ. 353, και Ahmad Sa’di, «Stifling Surveillance», στο «Jerusalem Quarterly», no. 68, Winter 2016, σελ. 43
41. Ahmad Sa’di, ό.π., σελ. 43, 50
42. Review of the Histadrut’s Arab Department, σελ. 2 – 6, και Arab Affairs Committee, Protocol of the Meeting, 6/6/1968, σελ. 3 – 4, στο Ahmad Sa’di, ό.π., σελ. 44 – 45
43. https://www.palquest.org/en/highlight/14340/palestinians-under-military-rule-israel-1948-1966
44. Arab Affairs Committee, Protocol of the Meeting, 30/1/1958, σελ. 2 – 35, στο Ahmad Sa’di, ό.π., σελ. 38 – 39
45. Ilan Pappe, ό.π., σελ. 250 – 251, 258
46. Arab Affairs Committee, Protocol of the Meeting, 30/1/1958, σελ. 30, στο Ahmad Sa’di, ό.π., σελ. 48
47. «Sunday Times», 15/6/1969.
48. Rajani Palme Dutt, ό.π., σελ. 352 – 353
49. Προσωπικό ημερολόγιο Μ. Σάρετ, σελ. 1.518 – 1.619, στο Orna Almog, «Beyond Suez – The Anglo-Israeli relationship 1956-1958, PhD Thesis», LSE, London, 1999, σελ. 94 – 95
50. Leila H. Farsakh, «Rethinking Statehood in Israel», εκδ. «University of California Press», 2021, σελ. 254
Αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 3-4/2/2024
Δείτε όλα τα άρθρα της σειράς εδώ.