Αλέκα Παπαρήγα: Τα γεγονότα δεν αλλάζουν, αλλά αν χρειάζεται, μπορεί να αλλάζουν οι εκτιμήσεις γι’ αυτά
“Καλά κάνουμε και υπερασπιζόμαστε την παγκόσμια προσφορά του σοσιαλισμού. Οφείλουμε, ταυτόχρονα, να εξηγούμε με την αντικειμενικότητα και ειλικρίνεια που διαθέτουμε, γιατί ανακόπηκε η σοσιαλιστική οικοδόμηση, γιατί παλινορθώθηκε ο καπιταλισμός. Να δικαιώνουμε μπροστά στον λαό τον σκοπό για τον οποίο το Κόμμα μας ιδρύθηκε…”
Με επιτυχία, κεντρίζοντας το ενδιαφέρον και παρακινώντας για μελέτη, πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της Κυριακής στην Παλλήνη η εκδήλωση παρουσίασης του Γ2 τόμου του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ (1967 – 1974) από την ΤΟ Μεσογείων – Λαυρεωτικής του ΚΚΕ. Ομιλήτρια ήταν η Αλέκα Παπαρήγα, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ.
Απαιτείται συλλογική έρευνα σε επιστημονική βάση
Η Αλ. Παπαρήγα στάθηκε εισαγωγικά στην απαραίτητη μέθοδο μελέτης της Ιστορίας σε επιστημονική βάση. Πιο συγκεκριμένα, σημείωσε:
«Η Ιστορία γράφεται κάθε μέρα, η μελέτη της επιλεγμένης περιόδου ολοκληρώνεται μετά από χρόνια, τα συμπεράσματά της δεν καθορίζονται από την προσωπική, την ενδεχόμενα υποκειμενική αντίληψη που έχουν κάποιοι επιζώντες πρωταγωνιστές. Απαιτείται συλλογική, σε επιστημονική βάση, έρευνα με κύρια πηγή αρχειακό υλικό, και όχι οι προσωπικές αναμνήσεις που πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί προβάλλουν σήμερα ως τη σύγχρονη μέθοδο μελέτης της Ιστορίας.
Τα γεγονότα δεν αλλάζουν, αλλά αν χρειάζεται, μπορεί να αλλάζουν οι εκτιμήσεις γι’ αυτά (…)
Για τα μέλη και τους φίλους του Κόμματος η μελέτη της Ιστορίας αποτελεί πηγή έμπνευσης και γνώσης, ώστε να ανταποκρινόμαστε, καλύτερα, στην ενότητα λόγων και έργων.
Παραδοσιακά, τα παιδιά μας, οι νέοι μάθαιναν και μαθαίνουν τα ιστορικά γεγονότα, αποσπασματικά, επιλεκτικά, χωρίς ιστορική συνέχεια, φορτωμένα με ονόματα, ημερομηνίες, τοποθεσίες. Η πολιτική ανάλυση αποσπάται από την οικονομία, ενώ δεν διαφαίνεται πουθενά η κοινωνικοταξική διάρθρωση και ο ρόλος των λαϊκών μαζών. Τα γεγονότα και οι εξελίξεις παρουσιάζονται ως έργο των ηγετικών προσωπικοτήτων, των ισχυρών παραγόντων, των βασιλιάδων, των πρωθυπουργών κ.λπ., οι λαϊκές μάζες είναι απλώς οι υπήκοοι, είναι πίσω από τους ηγέτες. Ακόμα και αγωνιστές και αγωνίστριες που εκτιμούν και αγαπούν το ΚΚΕ, πολλές φορές εξηγούν τα γεγονότα με την ίδια μεθοδολογία σκέψης της αστικής αντίληψης, με βάση τον ρόλο των προσωπικοτήτων, με αποκλειστικά κοινοβουλευτικά κριτήρια, δίνοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στην επικοινωνία, αποσπασμένα από την κινητήρια δύναμη της ταξικής πάλης».
Μεγάλο όπλο στα χέρια μας η θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού – κομμουνισμού
«Η πιο σύγχρονη μορφή χειραγώγησης περνάει με τη διάδοση του ανορθολογισμού, του επονομαζόμενου μεταμοντερνισμού, κονστρουκτιβισμού. Αυτές οι θεωρίες εμφανίζουν απέναντι στην αντικειμενική υλική πραγματικότητα την ιδέα, υποστηρίζουν ότι ο καθένας είναι ό,τι νομίζει και όχι ό,τι πραγματικά είναι. Ενα παράδειγμα ότι η αναφορά στα δύο φύλα είναι “κοινωνική κατασκευή”, αναχρονιστική», σημείωσε μεταξύ άλλων η Αλ. Παπαρήγα, επισημαίνοντας: «Εμείς οφείλουμε να έχουμε την ικανότητα να συνδέουμε πειστικά, διαλεκτικά τη σχέση των οικονομικών με τις πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές εξελίξεις, την επιστημονική έρευνα, με βάση τη θεωρία και μεθοδολογία του διαλεκτικού υλισμού. Σ’ αυτή τη σχέση τον βασικό ρόλο διαδραματίζει η οικονομία, η υλική παραγωγική διαδικασία, δηλαδή ποιος είναι ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής, άρα και ο σφετεριστής του υλικού πλούτου, των κοινωνικών υπηρεσιών, των κατακτήσεων της επιστήμης.
Καλά κάνουμε και υπερασπιζόμαστε την παγκόσμια προσφορά του σοσιαλισμού. Οφείλουμε, ταυτόχρονα, να εξηγούμε με την αντικειμενικότητα και ειλικρίνεια που διαθέτουμε, γιατί ανακόπηκε η σοσιαλιστική οικοδόμηση, γιατί παλινορθώθηκε ο καπιταλισμός. Να δικαιώνουμε μπροστά στον λαό τον σκοπό για τον οποίο το Κόμμα μας ιδρύθηκε, για την ενίσχυση της οργάνωσης και συγκέντρωσης δυνάμεων στην πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού, τη νίκη της εργατικής εξουσίας, την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Αυτή η θέση μας, αυτή η στάση μας δεν έρχεται καθόλου σε αντίθεση με την ευθύνη μας να διαμορφώνουμε πλαίσια κοινής δράσης σε όλα τα εργατικά, λαϊκά μέτωπα πάλης, σε ιδιαίτερα κινήματα, νεολαίας, γυναικών, χωρίς προϋπόθεση να συμφωνούν όλοι και σε όλα μαζί μας.
Οφείλουμε να αξιοποιούμε το μεγάλο όπλο που έχουμε στα χέρια μας, συλλογικά αλλά και ατομικά ο καθένας και η καθεμιά, τη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού – κομμουνισμού. Αυτή είναι που θεμελιώνει την επαναστατική μας αισιοδοξία, την ικανότητα της έγκαιρης πρόβλεψης, της αντικειμενικής εκτίμησης της κάθε φάσης, της ετοιμότητάς μας να δρούμε υπέρ του λαού και των συμφερόντων του».
Η αλήθεια για την επιβολή της 7χρονης στρατιωτικής δικτατορίας
Η Αλ. Παπαρήγα μεταξύ άλλων σάθηκε στη θέση του Δοκιμίου για το ότι η δικτατορία ήλθε ως απάντηση στην κρίση που διαπερνούσε το αστικό πολιτικό σύστημα, που ήταν παρωχημένο και αναχρονιστικό.
Αναλυτικότερα τόνισε: «Δύο θεμελιακά στοιχεία του το είχαν μετατρέψει σε παρωχημένο πολιτικό σύστημα, σε σχέση με τις ανάγκες της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης: Ενα στοιχείο ήταν το άγριο, αιματηρό μετεμφυλιακό καθεστώς που δυσκόλευε την ενσωμάτωση του εργατικού, λαϊκού κινήματος, και το άλλο ήταν ο ρόλος του θρόνου ως κέντρου εξουσίας, επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων, δίπλα και πάνω από την αστική εκτελεστική εξουσία.
Κατά τη 10ετία του ’60 η ανάγκη των αστικών εκσυγχρονισμών ωρίμαζε στις γραμμές της ΕΡΕ και της Ενωσης Κέντρου, αντιδρούσε σθεναρά όμως το Παλάτι. Αντιπαραθέσεις εκδηλώνονταν και στο εσωτερικό των αστικών κομμάτων, ανάμεσα σε τμήματά τους που διέβλεπαν την ανάγκη αστικών εκσυγχρονισμών και σε εκείνα που εκδήλωναν αμυντικά αντανακλαστικά, φοβούμενα την αλλοίωση του χαρακτήρα των κομμάτων τους ή από άγνοια των σύγχρονων αναγκών της αστικής διαχείρισης.
Στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, στις Ενοπλες Δυνάμεις είχαν αντανάκλαση και οι αντιθέσεις ανάμεσα στην ΕΟΚ και τις ΗΠΑ, επίσης το ζήτημα του Κυπριακού που ήταν αναπόφευκτα δεμένο, πολλά χρόνια, με την ελληνική εσωτερική και εξωτερική πολιτική, ιδιαίτερα, αφότου η ελληνοκυπριακή αστική τάξη επέλεξε τη λύση του ανεξάρτητου κράτους και όχι την ένωση με την Ελλάδα.
Αναπτύχθηκαν προβληματισμοί στην ελληνική αστική τάξη και στα κόμματά της, για επιβολή δικτατορίας στην Ελλάδα, επίσης εμφανίστηκαν και στις Ενοπλες Δυνάμεις. Και οι κύκλοι του Παλατιού το σκέπτονταν. Μόνο που κυριαρχούσε η σκέψη να παρέμβει ο θρόνος με βάση και το σχετικό άρθρο του Συντάγματος του ’52 με το οποίο συμφωνούσαν όλα τα κόμματα και το οποίο προνοούσε για την κατάργηση του Κοινοβουλίου με πρωτοβουλία του βασιλιά ως αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων. Μέσα στις Ενοπλες Δυνάμεις είχαν διαμορφωθεί δύο ομάδες, των στρατηγών και των συνταγματαρχών. Και οι δύο τους απεργάσθηκαν το σχέδιο πραξικοπήματος, χωρίς προκαταβολική συνεννόηση με τον βασιλιά. Τελικά οι συνταγματάρχες πρόλαβαν τους στρατηγούς.
Συμπέρασμα: Η επιβολή του στρατιωτικού πραξικοπήματος των συνταγματαρχών για 7 χρόνια (1967 – 1974) ήταν αποτέλεσμα της κρίσης του αστικού πολιτικού συστήματος και όχι, όπως υποστηριζόταν, για τη ματαίωση της νίκης της Ενωσης Κέντρου στις εκλογές του Μάη ή για την καταστολή του λαϊκού κινήματος, που για την ακρίβεια βρισκόταν σε φάση υποχώρησης σε σχέση με τις κινητοποιήσεις του 1965. Εννοείται ότι η χούντα έλεγε συνειδητά ψέματα όταν δήλωνε ότι ανέλαβε ευθύνη για να αντιμετωπισθεί ο “κομμουνιστικός κίνδυνος”».
Η ελληνική αστική τάξη κινήθηκε για τα συμφέροντά της
Παράλληλα, η Αλ. Παπαρήγα επισήμανε ότι η Βρετανία και οι ΗΠΑ «έπαιξαν ενεργό ρόλο στη δράση του αιματοβαμμένου αστικού κράτους και των μηχανισμών του, στη νομιμοποίηση των παρακρατικών οργανώσεων, στην ανάδειξη του θρόνου σε θύλακα εξουσίας ως επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων, απέναντι στην εκτελεστική αστική εξουσία». Ξεκαθάρισε ωστόσο ότι το παραπάνω δεν σημαίνει υποτέλεια της ελληνικής αστικής τάξης στον ξένο παράγοντα.
Ειδικότερα σημείωσε: «Στην πορεία οι ΗΠΑ αντιλαμβάνονταν ότι χρειάζονταν εκσυγχρονισμοί στην Ελλάδα, ώστε το αστικό πολιτικό σύστημα να αντιστοιχεί στην ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας στην Ελλάδα. Βασικός στόχος των ΗΠΑ ήταν η αξιοποίηση του γεωστρατηγικού ρόλου της Ελλάδας στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, κατά των σοσιαλιστικών κρατών και της ΕΣΣΔ, στο πλευρό του Ισραήλ κατά των Παλαιστινίων και των αραβικών κρατών. Αυτές οι επιλογές υπηρετούσαν ταυτόχρονα και τα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης.
Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα δυνάμωσε την τάση της αστικής τάξης, ιδιαίτερα στην πιο δυναμική μερίδα της, να ακολουθεί από τη μια την παραδοσιακή εξωτερική πολιτική, από την άλλη όμως να έχει και τη δική της σχετική αυτονομία, μια τάση που την έδειξαν παντού οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις (…) Δεν ισχύει λοιπόν ότι η ελληνική αστική τάξη σε σύγκριση με άλλες αστικές τάξεις ήταν υποτελής στον ξένο παράγοντα. Αντίθετα κινήθηκε στην ίδια γενική γραμμή όπως η κάθε αστική τάξη με τα όποια μεγαλύτερα ή μικρότερα αποτελέσματα, στις συνθήκες της ανισόμετρης και ανισότιμης αλληλεξάρτησης που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό και τις συμμαχίες του».