Φεντερίκο Φελίνι: Ο σκηνοθέτης του ονείρου
Χωρίς ποτέ να βρει άμεσους μιμητές, λόγω του αυστηρά προσωπικού του ύφους, η σύμφυρση ονείρου και πραγματικότητας, οι πλούσιες και μπαρόκ εικόνες του, και το ποιητικό του ιδίωμα αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για σειρά σκηνοθετών. Χάρη στην ταινία “Γλυκειά ζωή” καθιερώνεται διεθνώς κι ο όρος “παπαράτσι”, από το επίθετο Paparazzo του ενοχλητικού φωτογράφου που υποδύεται ο Βάλτερ Σαντέσο
Γιος πλανόδιου εμπόριου και μητέρας με ρίζες στη ρωμαϊκή αριστοκρατία, ο Φεντερίκο Φελίνι γεννήθηκε στο Ρίμινι της Ιταλίας στις 20 Γενάρη 1920. Όταν ήταν 12 χρονών, έφυγε από το σπίτι του κρυφά για να ακολουθήσει ένα τσίρκο. Ο κόσμος αυτός τον μάγευε και απαντάται συχνά στις ταινίες του μετέπειτα. Κατά τη δεκαετία του ’30 μετακόμισε στη Ρώμη, όπου επιβίωνε συνεργαζόμενος με το χιουμοριστικό περιοδικό Μάρκος Αυρήλιος. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου γνώρισε τη Τζουλιέτα Μασίνα, στη διάρκεια ενός ραδιοφωνικού σήριαλ του οποίου το σενάριο είχε αναλάβει. Το 1943 έγινε σύζυγος και μούσα του σε πολλές ταινίες στη διάρκεια του μισού αιώνα που ακολούθησε. Το 1944 συμμετείχε στο σενάριο της θρυλικής ταινίας του Ρομπέρτο Ροσελίνι, Ρώμη Ανοχύρωτη πόλη, ταινία που εν πολλοίς εγκαινίασε το κινηματογραφικό ρεύμα του νεοραλισμού. Η δεκαετία του ’40 τον βρίσκει ως σεναριογράφο σε μια σειρά πετυχημένων ταινιών και το 1950 σκηνοθετεί το πρώτο του έργο, τα Φώτα του Βαριετέ, το οποίο, όπως και το επόμενο, Ο Λευκός Σεϊχης ασχολούνται με την σκοτεινή πλευρά του χώρου του θεάματος. Η πρώτη σημαντική του επιτυχία σε κοινό και κριτικούς έρχεται το 1953 με την ταινία Οι Βιτελόνι, μια έντονα αυτοβιογραφική απεικόνιση της μονότονης ζωής στην επαρχία. Σημείο καμπής ωστόσο αποτελεί η ταινία Λα Στράντα την επόμενη χρονιά, με πρωταγωνιστές τους Άντονυ Κουίν και Τζουλιέτα Μασίνα. Η γλυκόπικρη ματιά στη ζωή των καλλιτεχνών του τσίρκου, οι σπουδαίες ερμηνείες και το κλασικό πια μουσικό θέμα της ταινίας από το Νίνο Ρότα συνέβαλαν στην καθιέρωση της ταινίας ανάμεσα στα αριστουργήματα του παγκόσμου κινηματογράφου, που απέσπασε το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, επιτυχία που ο Φελίνι επανέλαβε με την ταινία Οι νύχτες της Καμπίρια (1957).
Η πορεία προς την κορυφή δεν είχε πια σταματημό για το σκηνοθέτη, που το 1960 ξεκινά την πρώτη του συνεργασία με το Μαρτσέλο Μαστρογιάνι στη Γλυκειά Ζωή, μετέπειτα ερμηνευτικό alter ego του Φελίνι. Η φιλμική αποτύπωση μιας Ρώμης κυριαρχούμενης από διεθνείς σταρ, διεφθαρμένους δημοσιογράφους και ξεπεσμένους αριστοκράτες αποτελεί ίσως το γνωστότερο στο ευρύ κοινό δημιούργημα του σκηνοθέτη. Χάρη στην ταινία καθιερώνεται διεθνώς κι ο όρος “παπαράτσι”, από το επίθετο Paparazzo του ενοχλητικού φωτογράφου που υποδύεται ο Βάλτερ Σαντέσο σ. Πέρα από την εμβληματική σκηνή του Μαστρογιάνι με την Ανίτα Έκμπεργκ στη Φοντάνα ντι Τρέβι, ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στο φινάλε της ταινίας, μιας από τις ποιητικότερες σκηνές χαμένης αθωότητας που γυρίστηκαν ποτέ.
Το τρίτο Όσκαρ για το Φελίνι ήρθε χάρη στο 8 1/2, τίτλος εμπνευσμένος από τον αριθμό των ταινιών που είχε γυρίσει ως τότε ο Φελίνι (επτά μεγάλου και δύο μικρού μήκους), μια ταινία που φιγουράρει σταθερά σε διάφορες λίστες καλύτερων ταινιών του αιώνα που μας πέρασε. Με ξεκάθαρα αυτοαναφορικό χαρακτήρα, ο Φελίνι καθοδηγεί το Μαστρογιάνι σε μια από τις σημαντικότερες ερμηνείες του, που απηυδισμένος από την κενότητα και τη ψυχρότητα των επαγγελματικών και προσωπικών του σχέσεων καταφεύγει σε έναν κόσμο ονείρου εμπνευσμένου από την παιδική του ηλικία και τη φαντασίωση μιας ιδανικής και γι’αυτό απρόσιτης γυναίκας, που ενσαρκώνει η μεγάλη σταρ της εποχής Κλαούντια Καρντινάλε.
Ακόμα εντονότερο είναι το ονειρικό στοιχείο στην Ιουλιέτα των Πνευμάτων (1965), την πρώτη μεγάλου μήκους έγχρωμη ταινία του, με τη Μασίνα να υποδύεται μια παντρεμένη κυρία της υψηλής κοινωνίας με καθολική ανατροφή, που με αφορμή μια πνευματιστική συγκέντρωση ανήμερα της επετείου του γάμου της έρχεται αντιμέτωπη με κρίση ταυτότητας και μύχιες φαντασιώσεις. Μια από τις πιο ιδιαίτερες, όσο και αμφιλεγόμενες ταινίες του Φελίνι είναι το Σατυρικόν (1969) βασισμένο στο αποσπασματικά σωζόμενου έργου του Λατίνου συγγραφέα Πετρωνίου, που έζησε την εποχή του Νέρωνα, περί το 60 μ.Χ. Σε μια σειρά εννέα επεισοδίων με πρωταγωνιστές δυο αμφιφυλόφιλους άνδρες. παρουσιάζονται διαφόρων ειδών παραφιλίες καθώς και άτομα με νοητικά ή κινητικά προβλήματα. Το έργο είναι επηρεασμένο τόσο από τις ψυχαναλυτικές θεωρίες του Καρλ Γιουνγκ όσο και από το κίνημα των χίπυς που βρισκόταν στο απόγειό του εκείνη την περίοδο. Στην ταινία Ρόμα (1972) αποτίει έναν ανορθόδοξο φόρο τιμής στην αγαπημένη του Αιώνια Πόλη, ενώ το επόμενο έργο του, το Amarcord, τοποθετημένη σ’ένα χωριό του Ρίμινι επί φασισμού, την επόμενη χρονιά του χαρίζει το τέταρτο Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Η ταινία βασίζεται σε παιδικές αναμνήσεις ενός παιδικού του φίλου του, διανθισμένη με ορισμένα αυτοβιογραφικά επεισόδια.
Οι πιέσεις των παραγωγών του για συμβιβασμό με το χολυγουντιανό κατεστημένο οδήγησαν το Φελίνι να χρησιμοποιήσει τον Αμερικανό ηθοποιό Ντόναλντ Σάδερλαντ στο ρόλο του Καζανόβα στην ομώνυμη ταινία του 1976, που ουσιαστικά αποτελεί μια γκροτέσκα σάτιρα τόσο του ίδιου του ήρωα όσο κι εμμέσως του πρωταγωνιστή της. Τα επόμενα χρόνια σημαδεύτηκαν από το σταδιακό κλείσιμο της αμερικανικής αγοράς για ξένες ταινίες και την αλλαγή του κινηματογραφικού γούστου της νεότερης γενιάς θεατών. Στα τελευταία του έργα, που οριοθετούνται χρονολογικά από την Πόλη των Γυναικών (1980) ως το κύκνειο άσμα του Η φωνή του φεγγαριού (1990), ασχολείται με το ρόλο του άντρα σε μια “εκθηλυνόμενη” κοινωνία, τις συνέπειες της τηλεόρασης, την πολιτισμική ομοιογενοποίηση της ποπ κουλτούρας (στην οποία ωστόσο συνέβαλε κι ο ίδιος, σκηνοθετώντας μια σειρά διαφημιστικών σποτ την ίδια εποχή), την απομάκρυνση της καλλιτεχνικής δημιουργίας από τα πολιτικά δρώμενα. Λίγους μήνες πριν το θάνατό του, στις 31 Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς, έλαβε το Όσκαρ για το σύνολο της προσφοράς του.
Χωρίς ποτέ να βρει άμεσους μιμητές, λόγω του αυστηρά προσωπικού του ύφους, η σύμφυρση ονείρου και πραγματικότητας, οι πλούσιες και μπαρόκ εικόνες του, και το ποιητικό του ιδίωμα αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για σειρά σκηνοθετών, κατά δήλωσή τους, όπως του Τιμ Μπάρτον, του Τέρρυ Γκίλιαμ, Εμίρ Κουστουρίτσα και Ντέιβιντ Λυντς, ενώ ακόμα και φαινομενικά εντελώς άσχετες προς το φελινικό ρεπερτόριο ταινίες, όπως Οι κακόφημοι δρόμοι του Σκορσέζε (1973) αντλούν την έμπνευση τους από δημιουργίες του σκηνοθέτη. Η επιρροή του Φελίνι επεκτείνεται φυσικά στο θέατρο, αλλά και στη μουσική, με καλλιτέχνες και συγκροτήματα όπως ο Μπομπ Ντύλαν, οι B-52, οι REM και σε νεότερα χρόνια η Lana del Rey να αναφέρονται σε πτυχές του έργου του μέσα από τα τραγούδια ή τα βίντεο-κλιπ τους.