Βίκτωρ Ουγκώ: Ο μεγάλος ρομαντικός συγγραφέας της παγκόσμιας λογοτεχνίας
Ο μεγάλος αυτός συγγραφέας, πόνεσε πραγματικά τους δυστυχισμένους ανθρώπους και όπως λέει ο ίδιος: «Έσκυψα πάνω στο φτωχό και στον εργάτη και τον αγκάλιασα μ’ όλη μου την αγάπη. Η πείνα, ο μόχθος, η αρρώστια, η δυστυχία με κράτησαν νύχτες άγρυπνο να συλλογιέμαι…»
Ο μεγαλοφυής ποιητής, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας Βίκτωρ Ουγκώ, γεννήθηκε στις 26 Φλεβάρη του 1802, στη Μπεζανσόν της Γαλλίας.
Ο Βίκτωρ Ουγκώ έγραψε όλα τα είδη του λόγου. Σε ηλικία 14 χρονών, είχε ήδη καταπιαστεί με μια τραγωδία. Τρία χρόνια αργότερα το δράμα του Ινές ντε Κάστρο, παίχτηκε από ένα υποτυπώδη θίασο. Ένα από τα μεγαλύτερα πνεύματα της λογοτεχνίας, ξεκινά τη μεγάλη και δύσκολη διαδρομή του, στα Γαλλικά αλλά και ταυτόχρονα στα παγκόσμια Γράμματα.
Το 1826 έγραψε το δραματικό έργο Κρόμγουελ, που ο πρόλογός του, ήταν ένα λογοτεχνικό μανιφέστο του δημοκρατικού ρομαντισμού και το 1831, θα γράψει το θεατρικό έργο Ερνάνη, που θεωρήθηκε ως ενσάρκωση των επαναστατικών ιδεών, της εποχής εκείνης, ενάντια στη μοναρχία.
Θεατρικά του έργα είναι και τα: Ο βασιλιάς διασκεδάζει, Μαρία Τυδώρ, Άγγελος ο τύραννος της Πάδουας, Οι Μπουργκράβοι και άλλα.
Η ποίηση του Βίκτωρα Ουγκώ είναι γεμάτη από λυρισμό, ευγένεια και ειλικρίνεια. Άρχισε με τις Ωδές, και συνέχισε με τις ποιητικές συλλογές: Τα Ανατολίτικα, Φθινοπωρινά φύλλα, Τα τραγούδια των δρόμων και των δασών, Οι εσωτερικές φωνές, Ακτίνες και σκιές, Οι τιμωρίες, Το φοβερό έτος, Ο θρύλος των αιώνων, Το τέλος του Σατανά και με άλλες.
Με τη ποίησή του, υπηρετούσε τις ηθικές αξίες του ανθρώπου.
Από τα κείμενα, που ο Ουγκώ αναφέρεται στον Σαίξπηρ, διαβάζουμε: «Πολλοί πιστεύουν πως χάθηκε η ποίηση… Ωστόσο, αν είναι επιτρεπτό να αναμμίξωμε το τυχαίο με το αιώνιο, συμβαίνει το εντελώς αντίθετο. Ποτέ οι ιδιότητες της ανθρώπινης ζωής, που εξερευνήθηκε και εμπλουτίστηκε από την μυστηριώδη ανασκαφή των επαναστάσεων, δεν ήταν βαθύτερες και υψηλότερες. Περιμένετε λίγον καιρό ακόμα, αφήστε να πραγματοποιηθεί η επικείμενη κοινωνική σωτηρία, η υποχρεωτική και δωρεάν εκπαίδευση. Και τι χρειάζεται προς τούτο; μόνον ένα τέταρτο του αιώνα. Και αναλογισθήτε το ανυπολόγιστο άθροισμα της διανοητικής αναπτύξεως, που περικλείεται σ’ αυτή τη φράση: όλοι ξέρουν να διαβάζουν…»
Ο Βίκτωρ Ουγκώ έγραψε μυθιστορήματα που αντέχουν στο χρόνο, γατί έχουν έντονο κοινωνικό προβληματισμό και είναι γνωστά σε όλο τον κόσμο.
Το 1831 κυκλοφόρησε την “Παναγία των Παρισίων”, όπου ζωντάνευε την εποχή του Λουδοβίκου του 11ου και έφερνε στο προσκήνιο, απλούς ανθρώπους, δυστυχισμένους, φτωχούς και προδομένους.
Αργότερα, από το 1845, άρχισε να γράφει τους “Άθλιους”. Με πολλές διακοπές στη συγγραφή του, το έργο τελείωσε το 1862 και τυπώθηκε τον ίδιο χρόνο. Οι “Άθλιοι” γαλούχησαν πολλές γενιές σε όλο τον κόσμο. Ο Κωστής Παλαμάς είχε πει για τους “Άθλιους” ότι είναι ένα είδος «Ευαγγελίου των ηθικών και πολιτικών αρετών και φραγγέλιο των κακών της αστικής κοινωνίας».
Στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης των “Άθλιων”, ο Ουγκώ αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Όσο από τους ανθρώπινους νόμους και από τα ήθη θα ξεπηδά μια κοινωνική δυστυχία, που θα δημιουργεί τεχνητά μια κόλαση,
Όσο τα τρία προβλήματα του αιώνα, ο εξευτελισμός του ανδρός από την ανέχεια, το κατρακύλισμα της γυναίκας από την πείνα, η καχεξία του παιδιού από το νυχτέρι, δεν θα βρίσκουν τη λύση τους,
Όσο, ακόμα, μερικές κοινωνικές τάξεις πάνω στη γη, θα περιορίζωνται στην αμάθεια και στη δυστυχία, βιβλία σαν αυτό εδώ, είναι πολύ ωφέλιμα».
Το 1866 ο Ουγκώ γράφει τους “Εργάτες της θάλασσας” όταν ήταν ηθελημένα εξόριστος, πλησιάζοντας τους ανθρώπους του μόχθου, που πάλευαν και με τα στοιχεία της φύσης. Είναι ένα λογοτεχνικό κομψοτέχνημα και θεωρείται ως ένα από τα πιο καλά μυθιστορήματα του Ουγκώ.
Αργότερα το “Ο άνθρωπος που γελά”, που μάχεται τις μύριες δυσκολίες της ζωής και στο τέλος θριαμβεύει.
Αλλά έργα του, που έγραψε στην εξορία: Ο Τορκουεμάδας, Εσωτερικές φωνές, Το τέλος του Σατανά.
Στο Βέλγιο έγραψε την “Ιστορία ενός εγκλήματος” στρεφόμενος κατά του Ναπολέοντα, αλλά ήταν δύσκολο να το εκδώσει εκείνη την περίοδο. Εκεί έγραψε τους “Στοχασμούς” και το “Ο θρύλος των αιώνων”.
Οι πολιτικές απόψεις του Ουγκώ ήταν ένα κράμα από διάφορες θεωρίες και απόψεις. Πίστευε ότι η κάθε Κυβέρνηση οφείλει να αποβλέπει στην πνευματική εξύψωση του λαού, χωρίς όμως να στηρίζεται σ’ αυτόν, που κατά τον συγγραφέα, είναι ακόμα πολιτικά ανώριμος. Ταυτόχρονα δεν ήθελε την αλαζονεία της άρχουσας τάξης.
Μετά την εκθρόνιση του Ναπολέοντα, ο Ουγκώ επέστρεψε στη Γαλλία.
Δεν έβλεπε αρνητικά την Κομμούνα του 1871, αλλά καταδίκασε, αυτό που ο ίδιος θεωρούσε ακρότητες. Καταδίκασε ταυτόχρονα την άγρια καταστολή του κινήματος, από την πλευρά της αστικής τάξης.
Ο Ουγκώ ήθελε την κοινωνική συμφιλίωση, καθώς και την ειρηνική επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων και ανισοτήτων. Αποστρέφονταν την επαναστατική βία, που, όμως σε κάποια έργα του την υπερασπίστηκε.
*
Οι στίχοι μου
Στο λαμπρό σου κήπο οι στίχοι μου,
λεπτοκαμωμένοι, ιλαροί,
θα ‘φευγαν, αν είχανε φτερά,
φτερά σαν και το πουλί.Θα σπιθοβολούσανε προς τη
γελαστή γωνίτσα σου, ω!
αν οι στίχοι μου είχανε φτερά,
φτερά σαν τον λογισμό.Θα πετούσανε νυχτοήμερα,
πιστοί, αγνοί, σ’ εσέ κοντά,
αν οι στίχοι μου φτερά είχανε,
σαν του έρωτα τα φτερά.
*
Ένα ποίημα του Βίκτωρα Ουγκώ, για την Επανάσταση του 1821, στην Ελλάδα, για την καταστροφή της Χίου, σε μετάφραση Κωστή Παλαμά:
Το Ελληνόπουλο
Τούρκοι διαβήκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.
Η Χίο, τ’ ολόμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά.
τ’ αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις λιγερές καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μέσ’ στα νερά.Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι’ απάνου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά.
Το κεφαλάκι, στήριγμα και σκέπη του απομένει
μέσ’ στην αφάνταστη φθορά.– Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλητο στις ράχες,
για να μην κλαίς λυπητερά, τ’ ήθελες τάχα να ‘χες
για να τα ιδώ τα θαλασσιά
ματάκια σου ν’ αστράψουνε, να ξαστερώνουν πάλι,
και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα τα κεφάλι
με τα μαλλάκια τα χρυσά;Τι θέλεις άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω
για να τα πλέξεις ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου πλατιά
μαλλάκια που του ψαλιδιού δεν τα ‘χει αγγίξει η κόψη,
και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη
και σαν την κλαίουσα την ιτιά;Σαν τι μπορούσε σου διώξει τάχα το μαράζι;
Μήπως το κρίνο του Ιράν που του ματιού σου μοιάζει;
Μην ο καρπός απ’ το δεντρί
που μέσ’ στη Μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,
κ’ έν’ άλογο χρόνια εκατό κι’ αν πηλαλάει, δε σώνει
μέσ’ απ’ τον ίσκιο του να βγή;Μη το πουλί που κελαϊδάει στο δάσος νύχτα μέρα
και με τη γλύκα του, περνάει και ντέφι και φλογέρα,
Τι θες κι’ απ’ όλα τ’ αγαθά
Τούτα; πες! Το άνθος τον καρπό; θες το πουλί Διαβάτη,
μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:Βόλια μπαρούτι θέλω, να!
*
Αγρύπνησα
Αγρύπνησα, υπηρέτησα, έκαμα ό,τι μπορούσα,
κ’ είδα πως είχε ο πόνος μου συχνά μια πληρωμή:
περίγελο. Με μάτιασε το μίσος, και απορούσα,
γιατί πολύ και υπέφερα και δούλεψα πολύ.(μετάφραση: Κωστής Παλαμάς)
Ο Ουγκώ πίστευε πως «κάποια μέρα θα έρθει η πραγματική κοινωνία. Τότε δεν θα υπάρχουν πια άρχοντες, θα υπάρχουν μόνο ελεύθεροι θνητοί».
Έφυγε από τη ζωή στις 22 Μάη του 1885 στο Παρίσι.
Ο μεγάλος αυτός συγγραφέας, πόνεσε πραγματικά τους δυστυχισμένους ανθρώπους και όπως λέει ο ίδιος: «Έσκυψα πάνω στο φτωχό και στον εργάτη και τον αγκάλιασα μ’ όλη μου την αγάπη. Η πείνα, ο μόχθος, η αρρώστια, η δυστυχία με κράτησαν νύχτες άγρυπνο να συλλογιέμαι…»
Πηγή – βοήθημα: “Οι γίγαντες του πνεύματος”, εκδ. Σκάρπα
Επιμέλεια: Στρατής Γαλιάτσος