«Δεν πρόλαβες, δεν πρόλαβα ούτε ένα δάκρυ/ Μια στάλα άνοιξη δεν πρόλαβες…»
Ποίημα για το έγκλημα των Τεμπών
Δεν θα ξαναβρεθούμε
Ξυπνάω με την πίκρα της νύχτας.
Φωνές που τελεσίδικα ηχούνε
πριν κλειδωθούν μαζί τους στο έρεβος
του πιο σκοτεινού φόβου
όλα τα χαμόγελα της αιώνιας αθωότητας,
κι η αύρα της παρουσίας τους
ένα χλιαρό άρωμα στ’ αγιάζι.
Ξυπνάω με την πίκρα της νύχτας.
Τα όνειρα που άνθιζαν σε κήπους κρεμαστούς
αλλότριοι δαίμονες τα περιγελούν,
κόβουν τις λέξεις στα δύο οι ομφαλοσκόποι
μη και δραπετεύσει το φως
κι άθελά της η άνοιξη πλημμυρίσει
μικρά διάφανα αστέρια σ’ αλλόκοτους προορισμούς.
Εδώ κι εκεί τα απομεινάρια, σπασμένα κοχύλια του καλοκαιριού.
Στην άπλα των μεσημεριών του δεν θα ξαναβρεθούμε.
Στο πρωινό σου γέλιο, στο χάραγμα των αστεριών
δεν θα ξαναβρεθούμε…
Στης βροχής το πρώτο ψιχάλισμα το εαρινό
Δεν θα ξαναβρεθούμε…
Έγειραν τα βλέφαρα, σφάλισαν τα μάτια
Δεν πρόλαβες, δεν πρόλαβα ούτε ένα δάκρυ.
Μια στάλα άνοιξη δεν πρόλαβες.
Αγαπούσες τον ήλιο κι έκοβες μπουκέτο τα άνθη του
Έραινες δροσιά τον πρωινό αγέρα
ψηλά απ’ την υψικάμινο της νιότης σου.
Η ομορφιά σου στο πρώτο άγγιγμα θανάτου,
όλη σου η ομορφιά η ανεπιτήδευτη,
για πάντα τώρα θα περιπλανιέται
χωρίς άλλη σκέψη, χωρίς άλλο θρήνο
πάνω απ’ την ευωχία της ασκήμειας
μέσα στα ανοίκεια προσωπεία,
μυλόπετρα στην ανελέητη σαρκοβόρα αδιαφορία.
Ευαγγελία Κούρτη