Γιωσέφ Ελιγιά, ένας αποσιωπημένος κομμουνιστής ποιητής

Ο ποιητής της «Τέχνης της γυμνής κι αστόλιστης Αλήθειας»

Γιωσέφ Ελιγιά, ένας αποσιωπημένος κομμουνιστής ποιητής
Γιωσέφ Ελιγιά, Ελληνοεβραίος ποιητής, γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1901. Μολονότι πέθανε στα 30 του, πρόλαβε να συμβάλει με άλλους ομότεχνούς του στην ανανέωση της μορφής και του περιεχομένου της ποίησης στη δεκαετία του ’20.

Παρά τη φτώχεια του, σπουδάζει στη σχολή της Alliance Israelite Universelle στα Γιάννενα. Τόσο η επίδραση από την εβραϊκή κοινότητα, όσο και αυτή της Σχολής, του διαμορφώνουν σιωνιστικές απόψεις, και αρχικά γράφει ποίηση με ανάλογο περιεχόμενο.

Η έντονη πνευματική κίνηση που παρατηρείται στα Γιάννενα ευνοεί την πνευματική δράση του Ελιγιά, που ήδη στις αρχές της δεκαετίας του ’20, κάτω και από την επίδραση της Οκτωβριανής Επανάστασης, μετατοπίζει το ενδιαφέρον του από τα στενά εβραϊκά ζητήματα σε πιο κοινωνικά, με ενεργή συνάμα ανάμειξη. Ως στρατιώτης στη Μικρά Ασία γράφει επαναστατικά αντιπολεμικά ποιήματα, εξαγριώνοντας τους ανωτέρους του. Αρχίζουν να πληθαίνουν οι διαφωνίες του με τις σιωνιστικές οργανώσεις. Η οριστική ρήξη εκφράζεται με το ποίημα «Το Τορά μας» (O Νόμος μας).

Ο Ελιγιά πρεσβεύει πλέον ότι ο σιωνισμός καθυποτάσσει τα εργατικά στρώματα των ομόθρησκών του, καλλιεργώντας το σκοταδισμό. Τα επόμενα τέσσερα χρόνια διδάσκει στην Alliance, μελετά όλη τη βιβλική και μεταβιβλική φιλολογία, γράφει ποίηση και διαδίδει παντού τις σοσιαλιστικές ιδέες της κοινωνικής απελευθέρωσης. Αξίζει να παραθέσουμε την περιγραφή του από τον Δ. Χατζή στο βιβλίο του «Το τέλος της μικρής μας πόλης»: «…Αυτός ο καινούργιος προφήτης ήταν ο πρώτος εβραίος κομμουνιστής της πόλης αυτής …ήταν πάντα ξεκούμπωτος, παλτό, σακάκι, γιλέκο, καμιά φορά και τα κουμπιά του παντελονιού του. Ηταν ορφανός από πατέρα κι η μάνα του τον είχε αναστήσει ξενοδουλεύοντας και τον καμάρωνε ύστερα πο ‘γινε καθηγητής των γαλλικών σ’ ένα τέτοιο σχολειό σαν της “Αλλιάνς Φρανσαίζ”, που το κράταγε στα χέρια της η κοινότητα των οβραίων. Τον καμάρωνε ακόμα που ‘ταν έτσι ταπεινός και γλυκός κι οι οβραίοι τον κοιτούσαν στα μάτια και την τιμούσε κι αυτήν, όπως τιμούν οι φτωχοί τις μανάδες τους… Λίγο λίγο με δισταγμό και με φόβο οι οβραίοι αρχίσανε και μαζευόντανε γύρω κι ακούγανε ξαφνιασμένοι που τους εξήγαγε τη γραφή μ’ έναν τρόπο δικό του, καινούργιο κι ανασαίνανε τα’ όνειρό του».

Το 1921 το Εργατικό Κέντρο της πόλης έχει δυνατό σοσιαλιστικό πυρήνα. Την Πρωτομαγιά του 1923 ο Ελιγιά απαγγέλει στίχους του Βάρναλη από «Το φως που καίει». Γενικά, εκφωνεί πύρινους λόγους σε εκδηλώσεις του Εργατικού Κέντρου. Η «Πανηπειρωτική Ενωση Παλαιών Πολεμιστών και Θυμάτων Στρατού», μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, εκδίδει την εφημερίδα «Νέος Αγών» (1924), στην οποία δημοσιεύει ο Ελιγιά, πάντοτε στην πρώτη σελίδα, ένα ποίημά του. Μάλιστα, η ομάδα της εφημερίδας δεν δίστασε να κάνει μνημόσυνο στη Μητρόπολη της πόλης για τον Λίμπκνεχτ και την Λούξεμπουργκ.

Εννοείται ότι προκαλείται σάλος, στις ελληνικές Αρχές αλλά και στην εβραϊκή κοινότητα. Η εφημερίδα κλείνει και η ομάδα φυλακίζεται.

Το 1924 δημοσιεύει τους«Φαρισαίους», όπου φανερώνεται η μεταστροφή του ξεκάθαρα: «Ω Φαρισαίοι κυρτοί, προσευχηθήτε! / Μέσ’ στα λευκά σεντόνια τυλιγμένοι / … Γύρω κάποιος Ντουνιάς τραντάζει, σειέται, / Κάποια ρομφαία πύρινη σπιθίζει… / Μα ω Φαρισαίοι κυρτοί, / γιατί φοβάστε; / Κι είν’ ο σκλάβος χλωμός και ταπεινός / Βουίξετε χλωμοί, ταπεινωμένοι…».

Την ίδια χρονιά δημοσιεύει το ποίημα «Εργάτης»:«Γλυκοχαράζει η αυγή, τη γλυκοχαιρετίζεις / Και ξεκινάς πικρέ αδερφέ για τον τραχύ αγώνα / Με ροζιασμένα μπράτσα, ωιμέ, και πληγιασμένο γόνα. / Μεσ’ της δουλειάς την κόλαση της ζωής τα’ άνθια μαδίζεις. / …Κ΄ενώ κροτούνε του άρχοντα στην Πολιτεία τα γέλια, /Σκλάβε πονώ τον πόνο σου, βυζαίνω την οργή σου».

Φως του σκλαβωμένου ανθρώπου

Στο ποίημα «Προλεταριακή Τέχνη» αναφέρεται στο περιεχόμενο της τέχνης του, κάτι σαν Ποιητική του: Μια καθαρά μαρξιστική αντίληψη για την τέχνη.

«Είμαι της ζωής ο νέος ρυθμός, κ’ η αρμονία του δρόμου
του πλήθους είμαι ΄γω παλμός, του λαού το καρδιοχτύπι
Το βλέμμα μου ερευνητικό και στην κοσμοπλημμύρα
σεμνή κι’ απέριττη, γλυκειά κι’ ωμή, σιγοπροβάλλω.
Γλυκό τραγούδι τραγουδώ το ιδανικό του σκλάβου,
τον πόνο της φτωχολογιάς και τη μεγάλη ελπίδα.
Μα γίνουμε άγριαν αστραψιά, πυρσούς, βεζούβεια λάβα
μπρος στου δυνάστη το ραβδί, του αφέντη το μαστίγι.
Εμένα δε με συγκινούν τα μαραμένα ρόδα
μονάχα η κίτρινη θωριά του πεινασμένου σκλάβου
Μες στην ψυχή μου δεν μιλεί το θρόισμα των φύλλων
Μόνον βογγάει της θάλασσας το μανιασμένο κύμα.
Εγώ είμαι Τέχνη της γυμνής κι’ αστόλιστης Αλήθειας,
εγώ είμαι η Τέχνη, είμαι το φως του σκλαβωμένου ανθρώπου,
μεσ’ στο ρυθμό τον άρρυθμο ζυγιάζω τα φτερά μου
και σεργιανίζω ανάμεσα από τρώγλες και καλύβια!»

Πλήρωσε για τη φτώχεια του και τις πολιτικές επιλογές του

Στα τέλη του 1924 παρουσιάζει μια φιλοσοφική διάλεξη με θέμα «Περί Μεταβιβλικής Ποιήσεως». Περιστρέφεται γύρω από το ιστορικό γίγνεσθαι, την τέχνη, τον ιουδαϊσμό και τον χριστιανισμό, την εβραϊκή παράδοση, φτάνοντας στους φιλόσοφους ποιητές της μεσαιωνικής Ισπανίας, και όλα τούτα υπό το πρίσμα της μαρξιστικής θεώρησης. Η διάλεξή του σχολιάστηκε θετικά από όλους τους διανοούμενους αρθρογράφους των εφημερίδων στα Γιάννενα.

Μετά την αποφυλάκισή του ο Ελιγιά απομονώνεται από ομόθρησκους και μη, και φοβούμενος για τη ζωή του φεύγει από τα Γιάννενα. Αφού πουλά το σπίτι του, κατεβαίνει με τη μητέρα του στην Αθήνα. Εκεί παρακολουθεί νυχτερινά μαθήματα στη Γαλλική Ακαδημία, γιατί τη μέρα βιοπορίζεται και συντηρεί και τη μητέρα του. Γράφει ο Δημήτρης Χατζής: «Ο Γιωσέφ διώχτηκε… απ’ το σχολειό της Αλλιάνς Φρανσαίζ. Οι πόρτες του κλείστηκαν όλες, στην αρχή οι οβρέικες, ύστερα κι όλες οι άλλες. Ζώστηκε ολούθες από τη φτώχεια, κυνηγήθηκε με κείνον τον τρόπο που ξέρουν στην επαρχία να κυνηγούνε…».

Σύντομα εντάσσεται στην πνευματική ζωή της Αθήνας. Ερχεται σε επαφή με την πρωτοπορία της ελληνικής σκέψης και διανόησης, ενώ παράλληλα επιδίδεται και στην ολοκλήρωση της μετάφρασης του «Ασματος Ασμάτων», την οποία πρωτοπαρουσιάζει στην «Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού» το 1927. Συναντά αποδοχή και εκτίμηση, με αποτέλεσμα να τονωθεί η αυτοεκτίμησή του.

Συνεργάζεται με τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια και επιφορτίζεται τη συγγραφή λημμάτων με εβραϊκή θεματολογία. Πρόλαβε να συντάξει 203 λήμματα. Συνεργάζεται με τα πολλά προοδευτικά περιοδικά και μελετάει το έργο Εβραίων ποιητών, μεσαιωνικών και σύγχρονων, την εβραϊκή φιλοσοφία, εμβαθύνει στην ελληνική και γαλλική γραμματολογία. Η περίοδος αυτή κρίνεται η ωριμότερη στη δημιουργία του. Το καλοκαίρι του 1927 επισκέπτεται τα Γιάννενα και η υποδοχή του είναι εντυπωσιακή, από ομόθρησκους και αλλόθρησκους. Με την επιστροφή του παίρνει το δίπλωμά του στα Γαλλικά και για βιοποριστικούς λόγους δέχεται το μοιραίο διορισμό του στο Κιλκίς. Εκεί συναντά ένα πολύ δυσμενές κλίμα, καταρχάς από τον ίδιο τον γυμνασιάρχη, που εχθρευόταν την κοσμοθεωρία του Ελιγιά. Το αποκορύφωμα: Δεν του δίνει άδεια στη μέση της χρονιάς, ενώ ήταν άρρωστος (αρχές του ’30) από τύφο.

Το έργο του Ελιγιά δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί, να ωριμάσει και να μεστώσει τεχνικά και αισθητικά στη σύντομη ζωή του. Γενικά, παρέμεινε πιστός του παραδοσιακού μετρικού και του ομοιοκατάληκτου στίχου, αλλά τόλμησε και νεωτερισμούς, ρήξεις τόσο σε στίχο, όσο και σε αντιποιητικές λέξεις, σε σπάνιες λέξεις και τολμηρές υπερρεαλιστικές εκφράσεις. Συνδυάζει στο έργο του αντιθέσεις όπως: Λυρισμός – καταγγελία, εξομολόγηση – κραυγή, αθωότητα – υποψία, τρυφερότητα – αυτοσαρκασμό, που είναι και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες. Η θεματολογία του διακρίνεται από σχετικό εύρος: Παραδόσεις της Βίβλου, ειδυλλιακό τοπίο και φυσιολατρία, αγάπη και έρωτας, κοινωνική και πολιτική καταγγελία, ανεξιθρησκία και αγάπη για τον τόπο του, ελληνισμός και Ιουδαϊσμός. Ο Ελιγιά είναι και ρομαντικός, και λυρικός, και συμβολικός, και ταξικός. Δυστυχώς, η μία και μοναδική δεκαετία κατά την οποία έγραψε είναι πολύ μικρό διάστημα για έναν ποιητή. Και η ζωή ήταν «άδικη» και μ’ αυτόν, γιατί είχε την ατυχία να είναι φτωχός, Εβραίος και μαρξιστής. Πλήρωσε για τη φτώχεια του και τις πολιτικές επιλογές του και σ’ αυτές τις επιλογές του οφείλεται και η παντελής αποσιώπηση όχι μόνο του έργου, αλλά και του ονόματός του από όλες σχεδόν τις Ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.

Νατάσσα Αβραμίδου
Μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ενωσης Φιλολόγων
Πηγή: Ριζοσπάστης
Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: