Πορνοκουλτούρα
Απ’ τα Σεπόλια ως το …Μπρονξ, εδώ τα πράγματα είναι λιγότερο φανερά και πολύ πιο δύσκολα.
Η ναρκω-κουλτούρα λίγο έως πολύ είναι γνωστή. Ειδικά στους κομμουνιστές, ή και σε όσους χωρίς να είναι, σέβονται και στηρίζουν τον αγώνα μας ενάντια στα ναρκωτικά, μαλακά, σκληρά, υποκατάστατα κι άλλους τέτοιους επιθετικούς προσδιορισμούς που η ναρκω-κουλτούρα έχει καλλιεργήσει ως άνθη του κακού με τα λεφτά και την …ανεκτικότητά της, απ’ το Χόλιγουντ έως τις φυλακές. Κι επειδή στην παγίδα πέφτουν και πλούσιοι και φτωχοί, η ναρκω-κουλτούρα με ψευτοδικαιωματισμό εμφανίζει ως ισότητα την δήθεν γλυκιά παυσίλυπη αμαρτία.
Πάμε τώρα στην πορνοκουλτούρα. Απ’ τα Σεπόλια ως το …Μπρονξ, εδώ τα πράγματα είναι λιγότερο φανερά και πολύ πιο δύσκολα. Απ’ τη δωδεκάχρονη Λολίτα του Ρωσοαμερικανού Ναμπόκοφ, έξοχο όσο και αμφιλεγόμενο βιβλίο, έως τη δωδεκάχρονη του Μίχου στον Κολωνό, το προσωπικό δράμα ή βίτσιο της ουσιαστικής παιδεραστίας, η πορνοκουλτούρα έφερε το σεξ και την ηλικία σε κοινωνική διαπραγμάτευση. Ταινίες, περιοδικά, βρωμερά φιλμάκια στο διαδίκτυο, βίτσια, απωθημένα, ένας αχταρμάς βιαστών, ενίοτε και φονιάδων σωμάτων και ψυχών, καθωσπρέπει ή λούμπεν ανδρών και γυναικών, θυμάτων και θυτών, παράγει αρρώστια, χρήμα και νομιμοποιημένη αδικία. Δεκαετίες τώρα παρακολουθώ να ανεβοκατεβαίνουν τα ηλικιακά όρια της σεξουαλικής «παρανομίας», να ελαστικοποιείται η έννοια του πορνό με όρους μάρκετινγκ, κινούμενη μεταξύ «τσόντας» και «ταινίας ερωτικού περιεχομένου». Η θηριώδης βιομηχανία του πωλούμενου σεξ έχει αποκτήσει τέτοια λομπίστικη πολιτική δύναμη, που αρχίζει από την αναγνώριση του επαγγέλματος εργάτης/τρια του σεξ, και καταλήγει στη διαφορετική ποινική μεταχείριση των μαστροπών και των τσατσάδων, ανάλογα με την πελατεία τους και το πόσο ακριβό δικηγόρο μπορούν να πληρώσουν.
Σ’ αυτή την κουλτούρα έχουν βυθιστεί, εκούσες ή άκουσες, γενεές ολόκληρες έναν αιώνα τώρα, κι έχουν παγιδευτεί και ταλέντα και αφελείς. Με θυμάμαι να τραγουδάω με τους συμμαθητές του γιου μου στα οχτώ του, και να χορεύουν το «P.I.M.P.», του διάσημου «50 Cent». Το δράμα είναι ότι μ’ άρεσε το τραγούδι και η τραγωδία ήρθε όταν μου ζητήθηκε να τους μεταφράσω και τον τίτλο και τους στίχους. Τι να πω στα παιδιά; Ότι μ’ άρεσε και μένα να χορεύω το άσμα «νταβατζής» ενός τύπου που ‘χε διαλέξει για καλλιτεχνικό ψευδώνυμο να αποκαλείται πενήντα σεντς ή αλλιώς μισοδόλαρος; Τότε μου ‘πεσαν τα μούτρα. Πάνε κι είκοσι χρόνια. Σήμερα κανείς δεν θα βρεθεί στη θέση μου. Η πορνοκουλτούρα τα έχει όλα απλοποιήσει. Οι Έλληνες τράπερ, με πιο φανταχτερά καλλιτεχνικά ψευδώνυμα κι άπειρα τικτοκάδικα φιλμάκια, λένε χειρότερα, βιαιότερα, γαμησιάρικα ή σεξουαλικά ή ερωτικά βιντεάκια, με την… επιλογή δική σας.
Το πορνό πουλάει. Όσο και η βία. Όσο και τα ναρκωτικά. Η επιτυχία έρχεται όταν και τα τρία εκτυλίσσονται πάνω σε στρώματα από χαρτονομίσματα. Οι επιχειρηματίες του πορνό εμπορεύονται εικόνα και ήχο και τα εκατομμύρια παιδιών, ανδρών και γυναικών που το σώμα τους ελέγχει ένας νταβατζής, μαστροπός, προαγωγός – πάλι επιλογή δική σας η λέξη – είναι οι πρωταγωνιστές. Συνήθως φτωχά κι ανέσωστα πλάσματα κυριολεκτικά ενός κατώτερου Θεού, που λατρεύεται άλλωστε στην άβυσσο των πελατών από ανθρώπους των ποταπών ενστίκτων και κινήτρων.
Με τούτα και με εκείνα, κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει τις πολύ παραπάνω από πενήντα φαιόγκριζες αποχρώσεις της πορνοκουλτούρας. Κι είναι πολλοί οι περισπούδαχτοι, που πίσω από πόρτες, κι όχι μάτια, ερμητικά κλειστές, θα ρίξουν στα μαλακά τον μαστροπό στον Κολωνό, λες κι είναι ο Οιδίποδας που δεν ήξερε με ποιαν κοιμήθηκε, και στα σκληρά για εξιλέωση έναν στους χίλιους διάσημους σαν τον Επστάιν, που αυτοκτόνησε στο κελί. Φευ, όπως λέει κι ο ποιητής του Αξιον Εστί, ο ήλιος της Δικαιοσύνης είναι νοητός. Η απονομή της Δικαιοσύνης ενίοτε και ανόητη…