Νικολάι Γκόγκολ – Ο θεμελιωτής μιας ολόκληρης σχολής του ρωσικού ρεαλισμού και πατέρας του ρωσικού μυθιστορήματος
Ο Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ, γεννήθηκε την 1η του Απρίλη του 1809, στην Ουκρανία. Ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι, και ο Τσέχωφ επηρεάστηκαν από τον Γκόγκολ
Ο Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ, γεννήθηκε την 1η του Απρίλη του 1809, στην Ουκρανία, στο Σαρόστιντσόι, ένα χωριό Κοζάκων, που υπαγόταν στα χρόνια των Τσάρων, στο Κυβερνείο της Πολτάβας.
Θεωρείται ως ο πατέρας του ρωσικού μυθιστορήματος.
Ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι, και ο Τσέχωφ επηρεάστηκαν από τον Γκόγκολ.
Ο Γκόγκολ δημοσίευσε τα πρώτα του έργα: “Εγκαίνια νέας κατοικίας”, “Οι αδερφοί Τβιορντισλάβιτς”, “Κάτι τι για το Νεζίν”, σε ηλικία 16 ετών.
Το 1828 πηγαίνει στην Πετρούπολη, μετά στη Γερμανία για να επιστρέψει πάλι στην ίδια πόλη.
Η αναγνώριση για τον Γκόγκολ ήρθε στα 1830. Ένα από τα μεγαλύτερα έργα του, “Ο επιθεωρητής”, μεταφέρεται στο θέατρο, προκαλώντας όμως την αντίδραση των συντηρητικών στην Πετρούπολη.
Τα έργα του Νικολάι Γκόγκολ:
Νεκρές ψυχές, Το παλτό, Ταράς Μπούλμπα, Τα παντρολογήματα, Η μύτη, Η άμαξα, Λεωφόρος Νέφσκι, Το ημερολόγιο ενός τρελού κ.ά.
Έγραψε και την ποιητική συλλογή Χανς Κιούχελγκάρντεν (1829).
Το 1842 γράφει την περίφημη νουβέλα “Το πανωφόρι”, που μέσα απ’ αυτό το έργο, ξεπετάχτηκαν όλοι οι μεταγενέστεροι μεγάλοι της ρωσικής λογοτεχνίας. Είναι ένα έργο ανθρώπινο και βαθύτατα τραγικό. Παρουσιάζει τη φυσιογνωμία της κοινωνίας της Πετρούπολης, στο πρόσωπο ενός κακομοιριασμένου ήρωα, που πίσω απ’ το γέλιο του, κρύβεται η πονεμένη του ζωή.
Ένα σημείωμα του ρώσου κριτικού Λ. Σουμπίν, γραμμένο το 1959, για τα 150 χρόνια (τότε), της γέννησης του Νικολάι Γκόγκολ:
Όταν ο Γκόγκολ ήταν δεκαοχτώ χρόνων, σ’ ένα γράμμα του γεμάτο νεανική ορμή, εκφράζει με αυτά τα λόγια το όνειρο της ζωής του:
«Σε μια ηλικία που δεν καταλάβαινα ακόμα μεγάλα πράγματα, μ’ έφλεγε η επιθυμία να υπηρετήσω τη χώρα μου, να προσφέρω μια υπηρεσία, έστω και την πιο μικρή. Επισκοπούσα στις σκέψεις μου, ολες τις θέσεις, όλες τις κρατικές λειτουργίες και τελικά διάλεξα την Δικαιοσύνη. Είδα ότι εκεί υπήρχε η πιο πολύ δουλειά και οι περισσότερες δυνατότητες να είμαι χρήσιμος στους άνθρωπος».
Η ζωή όμως φύλαξε μια διαφορετική μοίρα για τον Γκόγκολ: αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στη Λογοτεχνία. Εν τούτοις θητεύοντας στη Λογοτεχνία, υπηρετούσε και πάλι το λαό, πριν από κάθε τι άλλο.
Είκοσι χρόνια ύστερα, αναμετρώντας τη ζωή του στο βιβλίο του, “Εξομολόγηση ενός συγγραφέα”, γράφει: «Δεν συμβιβάστηκα οριστικά με τη συγγραφική μου δουλειά, παρά μόνο όταν κατάλαβα ότι κι αυτό το πεδίο της δράσεως, μου έδινε ευκαιρίες να υπηρετήσω τη χώρα μου…».
Ό,τι κι αν έγραφε ο Γκόγκολ, το έγραφε με τη λαχτάρα να βοηθήσει τη χώρα του, να βρει και να εκφράσει την ομορφιά του ανθρώπου. Αυτή η πλατιά προγραμματική άποψη, είναι φανερή σε όλα τα έργα του: εκείνα που περιγράφει την Ουκρανία (“Βράδια σε μια φάρμα της Ντικάνκα”) ή τα θλιβερά («τοπία της Πετρούπολης») ή τη μάταιη, τραχιά και απάνθρωπη ζωή της ρωσικής επαρχίας (“Οι παλιοί κτηματίες” και “Η δίκη του Ιβάν Ιβάνοβιτς” με τον “Ιβάν Νικηφόροβιτς”) ή τις ηρωικές εποχές της Κοζάκικης λεβεντιάς (“Ταράς Μπούλμπα”) ή τους ταπεινούς, κατατρεγμένους υπαλλήλους (“Το παλτό”) ή την ατέλειωτη λιτανεία των απελπισμένων (“Νεκρές ψυχές”).
Ο Γκόγκολ ονειρευόταν να υμνήσει την ομορφιά ενός ελεύθερου ανθρώπου και μιας κοινωνίας, όπου ο εθνικός χαρακτήρας μπορεί ν’ ανθίσει ανεμπόδιστα. Αλλά η κατάσταση στη τσαρική Ρωσία, ήταν πολύ μακριά από μια τέτοια αρμονία. Ο μεγάλος ανθρωπιστής, έβλεπε τις τρομακτικές παραμορφώσεις της ανθρώπινης ψυχής από τη δουλεία και υπέφερε βαθιά, για όλους τους ταπεινούς και όλους τους καταδιωγμένους.
Η σάτιρά του ήταν κραυγή πόνου, για τα πάθη του πλησίον. Με τον περίφημο “Κλαυσίγελώ” του Γκόγκολ, εξευτέλιζε τη βαναυσότητα, που παίρνοντας τη μορφή της συνήθειας, σκοτώνει το κάθε τι το ωραίο μέσα στον άνθρωπο.
Μέσα στα βιβλία του, βλέπουμε καταστάσεις και ανθρώπους ολότελα καθημερινούς. Αλλά το οξύ και διεισδυτικό μάτι του σατιρικού, η ανελέητη αναλυτικότητά του, ξεγυμνώνουν την καθημερινή ζωή και αποκαλύπτουν την κατάπτωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Στη σάτιρα του Γκόγκολ, πολύ συχνά η καθημερινή ζωή, η εύκολη και ευχάριστη, μεταμορφώνεται σαν από θαύμα, σ’ ένα βασίλειο νεκρών ψυχών, αποκρουστικό και γελοίο.
Εν τούτοις το γέλιο αυτό, το γεμάτο οργή, είναι πάντοτε αγνό, γιατί ο Γκόγκολ αγαπούσε το καλό, το αναζητούσε, φλέγονταν από την αγάπη του γι’ αυτό.
Ο ίδιος έλεγε: «Η μέγιστη αισθητική χαρά για μένα, υπήρξε πάντοτε η δυνατότητα να θαυμάζω την ομορφιά της ανθρώπινης ψυχής, όπου την έβρισκα».
Η πίστη του στο λογικό και στην ομορφιά του ανθρώπου, αποτελεί τη βάση του έργου του Γκόγκολ, ο οποίος υπήρξε, ο θεμελιωτής μιας ολόκληρης σχολής ρωσικού ρεαλισμού. Αυτή η πίστη κάνει τα έργα του αθάνατα, προσιτά και καταληπτά στους λαούς όλων των χωρών. Αυτό εξηγεί γιατί τα βιβλία του εκδίδονται συνεχώς, κατά εκατομμύρια αντίτυπα. Πάνω από εκατό χρόνια οι κωμωδίες του “Ο επιθεωρητής” και ο “Γάμος”, παίζονται στο παγκόσμιο θέατρο.
(Λ. Σουμπίν, 1959)
Στα τελευταία του χρόνια όμως, τον κυρίευσαν η θρησκοληψία και οι παραισθήσεις. Καίει την απολογία που έχει κάνει για το πολιτικό, θρησκευτικό και κοινωνικό καθεστώς της τσαρικής Ρωσίας, επηρεαζόμενος από έναν στενοκέφαλο και αμόρφωτο παπά, που ο Νικολάι σύχναζε στο σπίτι του. Προσευχόταν και άρχισε τις νηστείες. Αρνιέται κάθε τροφή, με αποτέλεσμα να μην αντέξει το χειμώνα.
Ο Νικολάι Γκόγκολ έφυγε από τη ζωή, στις 21 του Φλεβάρη (4 Μάρτη – Κ.Η.) του 1852 στη Μόσχα, σε ηλικία 43 ετών, καταπονημένος και από τις νευρικές κρίσεις, που τον ταλαιπωρούσαν. Ο θάνατός του, δεν είχε τίποτα από το θριαμβευτικό τέλος των ηρώων του.
Στην Ελλάδα ο Γκόγκολ, έχει μεταφραστεί από τους Άρη Αλεξάνδρου, Αγγελική Κλουτσινιώτη, Κώστα Κουλουφάκο, Γιώργο Τσακνιά, Κίρα Σίνου, Αντώνη Μοσχοβάκη, Φωτεινή Ζερβού και από άλλους.
[Πηγή – βοήθημα: Οι γίγαντες του πνεύματος, εκδ. Σκάρπα]
Επιμέλεια: Στρατής Γαλιάτσος