Τσώρτσιλ, Στάλιν και “χαρτάκια”: Η συμφωνία των ποσοστών. Γεγονότα και μύθοι
Το περιστατικό έγινε η αφορμή για τη γένεση ενός από τους δημοφιλέστερους αντισοβιετικούς μύθους μέχρι σήμερα, ο οποίος μάλιστα ανάλογα με το κοινό στο οποίο απευθύνεται ερμηνεύεται με δυο αντιδιαμετρικά αντίθετους τρόπους. Στην Ελλάδα κυκλοφορεί κυρίως η “αριστερή” εκδοχή του μύθου, βάσει της οποίας το διαβόητο “χαρτάκι” σηματοδότησε το ξεπούλημα του εαμικού κινήματος και την παράδοση της Ελλάδας στο βρετανικό ιμπεριαλισμό.
Με αφορμή το θάνατο Ουίνστων Τσώρτσιλ πριν 53 χρόνια ακριβώς, θυμόμαστε ένα από τα πιο πολυσυζητημένα επεισόδια που αναφέρει στον τελευταίο τόμο της Ιστορίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που συνέγραψε ο ίδιος κι εκδόθηκε το 1954. Πρόκειται για την περίφημη “συμφωνία των ποσοστών”, μεταξύ του Βρετανού πρωθυπουργού και του Ιωσήφ Στάλιν, κατά τη συνάντηση των δύο ηγετών στη Μόσχα τον Οκτώβρη του 1944. Το περιστατικό έγινε η αφορμή για τη γένεση ενός από τους δημοφιλέστερους αντισοβιετικούς μύθους μέχρι σήμερα, ο οποίος μάλιστα ανάλογα με το κοινό στο οποίο απευθύνεται ερμηνεύεται με δυο αντιδιαμετρικά αντίθετους τρόπους. Στην Ελλάδα κυκλοφορεί κυρίως η “αριστερή” εκδοχή του μύθου, βάσει της οποίας το διαβόητο “χαρτάκι” σηματοδότησε το ξεπούλημα του εαμικού κινήματος και την παράδοση της Ελλάδας στο βρετανικό ιμπεριαλισμό. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, δημοφιλή κυρίως σε αγγλοσαξωνικούς αντικομμουνιστικούς κύκλους, ο προδότης ήταν ο ίδιος ο Τσώρτσιλ, που παρέδωσε την Ανατολική Ευρώπη στις ορέξεις του Στάλιν.
Στην πραγματικότητα ακόμα και οι ακριβείς συνθήκες του επεισοδίου μεταφέρονται παραποιημένα από τον Τσώρτσιλ, ο οποίος αναφέρει- συνοπτικά δοσμένα -τα εξής:
Εγραψα σε μισή κόλα χαρτί Ρουμανία: Ρωσία 90% άλλοι 10%, Ελλάδα: Μεγάλη Βρετανία 90% (σε συμφωνία με τις ΗΠΑ) άλλοι 10%, Γιουγκοσλαβία 50-50%, Ουγγαρία: 50-50%, Βουλγαρία: Ρωσία 75% οι άλλοι 25%. Το έδωσα στον Στάλιν… Εγινε μια μικρή παύση. Υστερα πήρε το μπλε μολύβι του, έβαλε ένα μεγάλο σημάδι πάνω και το ξανάδωσε. Κανονίστηκαν όλα σε όσο χρόνο χρειάστηκαν για να γραφτούν».
Πέραν του γεγονότος πως μέχρι σήμερα υπάρχει μόνο το αντίγραφο της συμφωνίας του ίδιου του Τσώρτσιλ, το οποίο πολύ βολικά στο βιβλίο του μας διαβεβαιώνει ότι του ζήτησε ο Στάλιν να κρατήσει ο ίδιος, αποτελεί κοινό τόπο ακόμα και μεταξύ αστών ιστορικών πως η ιστορία με το μπλε μολύβι ήταν εφεύρημα για λόγους εντυπωσιασμού και προβολής του ηγετικού του προφίλ. Ο Στάλιν δε συμφώνησε σε οτιδήποτε στη διάρκεια αυτής της στιχομυθίας, παραπέμποντας το ζήτημα στη συνάντηση των υπουργών εξωτερικών των δύο χωρών Ήντεν και Μολότωφ. Αλλά και το ίδιο το νόημα των ποσοστών αποτελεί γρίφο, κι όπως σημειώνει ο ιστορικός Henry Battlefield Ryan, ” προφανώς τέτοιοι υπολογισμοί είναι παράλογοι αν τους πάρει κανείς υπερβολικά κυριολεκτικά”. Ο συνάδελφος του Gabriel Kolko επισημαίνει πως “την επόμενη μέρα ο Τσώρτσιλ έστειλε στο Στάλιν ένα πρόχειρο σημείωμα με τη συζήτηση, και οι Ρώσοι διέγραψαν προσεχτικά φράσεις που υπαινίσσονταν τη δημιουργία σφαιρών επιρροής, ένα γεγονός το οποίο ο Τσώρτσιλ παρέλειψε να αναφέρει στα Απομνημονεύματά του. Ο Άντονυ Ήντεν επιμελώς απέφυγε τον όρο, και θεώρησε τη συναντίληψη αυτή απλώς ως πρακτική συμφωνία για το πώς θα επιλύονταν τα προβλήματα σε κάθε χώρα, και την επόμενη μέρα εκείνος και ο Βιάτσεσλαβ Μολότωφ τροποποίησαν τα ποσοστά με έναν τρόπου που ο Ήντεν θεώρησε γενικό παρά ακριβή” .
Ακόμα μικρότερη βαρύτητα αποδίδει στο συμβάν ο Geoffrey Roberts, που θεωρεί πως στη συζήτηση που ακολούθησε μεταξύ των δύο υπουργών, εκείνο στο οποίο κατέληξαν ήταν πως τα ποσοστά τα οποία μετά από επιμονή του Μολότωφ βελτιώθηκαν στην περίπτωση της Ουγγαρίας και της Βουλγαρίας σε 80-20 υπέρ της ΕΣΣΔ, αφορούσαν στο ρόλο των δύο χωρών στις Συμμαχικές Επιτροπές Ελέγχου. Η συγκεκριμένη συζήτηση ήταν φιλολογικού χαρακτήρα, αφού στην πράξη το ζήτημα του καθεστώτος συμμαχικής διοίκησης είχε τεθεί από το προηγούμενο της Ιταλίας-το οποίο πραγματοποιήθηκε τότε χωρίς να ερωτηθεί η ΕΣΣΔ-, όπου ο πραγματικός έλεγχος θα βρισκόταν στα συμμαχικά στρατεύματα που απελευθέρωναν τη χώρα, ενώ η Συμμαχική Επιτροπή ελέγχου θα είχε συμβουλευτικό χαρακτήρα. Δηλωτικό της περιορισμένης πρακτικής σημασίας που είχε η συμφωνία, είναι πως σχεδόν δεν αναφέρεται στην εκτενή αλληλογραφία μεταξύ Τσώρτσιλ και Στάλιν, ενώ στις μεταξύ τους συναντήσεις και συγκεκριμένα στα πλαίσια της Διάσκεψης του Πότσνταμ το 1945, ο Τσώρτσιλ μία μόνο φορά έκανε νύξη για το ζήτημα, διαμαρτυρόμενος που δεν τηρήθηκε το 50% του βρετανικού ελέγχου στη Γιουγκοσλαβία. Ο Στάλιν απάντησε πως η ΕΣΣΔ δεν είχε καμία επιρροή και ο Τίτο χάρασσε ο ίδιος την πολιτική του.
Γίνεται φανερό πως, ό,τι κι αν ήλπιζε ο Τσώρτσιλ από την εν λόγω συμφωνία, ή όση βαρύτητα κι αν προσπάθησε να της αποδώσει αργότερα, σε μια περίοδο μάλιστα που ο συμπρωταγωνιστής του περιστατικού είχε φύγει από τη ζωή, από πλευράς ΕΣΣΔ δεν εμπεριείχε τίποτε το δεσμευτικό για το μέλλον των Βαλκανίων. Είναι επίσης σαφές από την αναφορά στον τότε σύμμαχο της ΕΣΣΔ Τίτο, πως ο Στάλιν δεν αντιμετώπιζε τους ηγέτες των κατά τόπους κομμουνιστικών κομμάτων ως πιόνια που μπορούσε να μετακινεί κατά βούληση. Επίσης σε ό,τι αφορά την Ελλάδα ειδικότερα, η υπαγωγή της στο πεδίο που στρατιωτικά ήλεγχε η Μεγάλη Βρετανία δεν πραγματοποιείται με τη συμφωνία των ποσοστών, όποιο κι αν ήταν το ακριβές νόημα των τελευταίων, αλλά είχε ολοκληρωθεί τουλάχιστον ένα μήνα νωρίτερα με τη συμφωνία της Καζέρτας, έχοντας ξεκινήσει ήδη από το 1943 με την ένταξη του ΕΛΑΣ στο στρατηγείο της Μέσης Ανατολής. Η ευθύνη γι’αυτό βαραίνει εκ των πραγμάτων πρωτίστως την τότε ηγεσία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και φυσικά του ίδιου του ΚΚΕ, ειδικότερα μάλιστα σε μια εποχή που από το Μάη του 1943 ανακοινώθηκε η αυτοδιάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Σαφώς, η στάση της ηγεσίας του ελληνικού κομμουνιστικού κι εαμικού κινήματος δε μπορούσε παρά να λάβει υπόψη της την ιδιαίτερα προσεχτική στάση της ΕΣΣΔ στο ζήτημα των βρετανικών συμφερόντων στην Ελλάδα, μεσούντος μάλιστα του πολέμου. Αφενός όμως η απόφαση δεν ήταν αποτέλεσμα σοβιετικού εξαναγκασμού ή “ξεπουλήματος”, αφετέρου δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέσει κανείς ότι μια διεκδίκηση της εξουσίας από πλευράς του κινήματος θα συναντούσε την αδιαφορία, πολλώ δε μάλλον την εχθρότητα των Σοβιετικών, όπως έδειξε η ιστορική εμπειρία στο σύνολο των βαλκανικών κρατών, περιλαμβανομένης της Αλβανίας, που δε συμπεριλήφθηκε καν στο διαβόητο “χαρτάκι”, καθιστώντας ακόμα πιο απίθανο να επρόκειτο για πραγματική συμφωνία καθορισμού σφαιρών επιρροής στα Βαλκάνια. Εξάλλου,όταν ξέσπασε τελικά ο ένοπλος αγώνας του ΔΣΕ ενάμιση χρόνο αργότερα, σε συνθήκες συντριπτικά δυσμενέστερες για την επιτυχία του εγχειρήματος σε σχέση με το τέλος του ’44, η βοήθεια σε διπλωματικό αλλά και υλικό επίπεδο, από πλευράς ΕΣΣΔ αλλά και του συνόλου των Λαϊκών Δημοκρατιών, περιλαμβανομένης της σοβιετικής ζώνης κατοχής της Γερμανίας, της μετέπειτα ΓΛΔ (1949) κάθε άλλο παρά αμελητέα ήταν.