Τζουζέπε Βέρντι: Μια μεγάλη μορφή της όπερας και της ιταλικής εθνικής αναγέννησης
Μέχρι σήμερα παραμένει όχι μόνο από τους αγαπημένους συνθέτες της Ιταλίας, αλλά και εθνικός ήρωας της εποχής του λεγόμενου Risorgimento, του αγώνα δηλαδή για την ενοποίηση του Ιταλικού κράτους.
Ο Τζουζέπε Φορτουνίνο Φραντσέσκο γεννιέται στο Ρόνκολε του Μπουσέτο, στο τότε Δουκάτο της Πάρμας, στις 10 Οκτώβρη 1813, από τον ταβερνιάρη και αγρότη Κάρλο Βέρντι και την υφάντρα σύζυγό του Λουίτζα Ουτίνι. Τα πρώτα, άτυπα και μη τακτικά, μαθήματα μουσικής ο μικρός Τζουζέπε τα παίρνει από τον Πιέτρο Μπαϊστρόκι, οργανοπαίχτη της τοπικής εκκλησίας. Αργότερα ο έμπορος Αντόνιο Μπαρέτσι, πρόεδρος της τοπικής φιλαρμονικής, παίρνει υπό την προστασία του το Βέρντι, πληρώνοντας του κανονικές σπουδές κι αποφασίζει να εγγραφεί στο ωδείο του Μιλάνου, που σήμερα φέρει το όνομά του, αποτυγχάνει ωστόσο στις εισαγωγικές εξετάσεις, λόγω ορίου ηλικίας-ήταν 18 ετών- και “μη σωστής τοποθέτησης χεριού”. Πεισματωμένος, αρχίζει να συναναστρέφεται κόσμο από τη Σκάλα του Μιλάνου και παίρνει μαθήματα από τον μουσικό Βιτσέντζο Λαβίνια, που έπαιζε κύμβαλο..
Το 1836 επιστρέφει στο μπουσέτο ως νικητής του διαγωνισμού για διευθυντή ορχήστρας του δήμου και τον επόμενο χρόνο παντρεύεται την κόρη του ευεργέτη του Μαργκερίτα, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά. Ωστόσο το όνειρο του για καριέρα στο Μιλάνο δεν τον εγκαταλείπει κι επιστρέφει εκεί με την οικογένειά του. Το 1839 παρουσιάζεται η πρώτη του όπερα στη Σκάλα του Μιλάνο, “ΟΟμπέρτο” και γνωρίζει αμέσως μεγάλη επιτυχία, την ίδια περίοδο όμως χάνει μέσα σε σύντομο διάστημα όλη του την οικογένει. Σε συνδυασμό με την αποτυχία της κωμικής όπερας “Μια μέρα βασιλιάς” αποφασίζει να μην ξανασυνθέσει μουσική.
Ο ιμπρεσάριος της Σκάλας, Μπαρτολομέο Μερέλι, μια μέρα του φέρνει το λιμπρέτο (τα κείμενα δηλαδή) μιας όπερας με τίτλο “Ναμπούκο”, την οποία ο Βέρντι ετοιμάζει σε ελάχιστο χρόνο και γίνεται τεράστια επιτυχία το 1842. Οι άριες της όπερας γίνονται τόσο δημοφιλείς, που ακούγονται μέχρι και στους δρόμους του Μιλάνου. Την ίδα χρονιά γνωρίζει τη μετέπειτα δεύτερη σύζυγό του, την υψίφωνο Τζουζεπίνα Στρεπόνι και την κοντέσα Κλαρίνα Μαφέι, που του άνοιξε την πόρτα της υψηλής κοινωνίας του Μιλάνου. Τα χρόνια που ακολουθούν ο ίδιος τα αποκάλεσε “χρόνια γαλέρας”, καθώς από το 1842 ως το 1849 συνέθετε χωρίς διακοπή, για να ικανοποιήσει τη συνεχή ζήτηση. Από τις όπερες που συνθέτει εκείνα τα χρόνια, ξεχωρίζουν “Οι Λομβαρδοί στην πρώτη σταυροφορία” (1843), που λογοκρίθηκε αυστηρά από τις αυστριακές αρχές που διοικούσαν τότε τη Λομβαρδία, ο “Μάκμπεθ” (1847) και η Λουίζα Μίλλερ (1849) . Στο μεταξύ ο Βέρντι στα μέσα της δεκαετίας του 1840 μετακόμισε στο Παρίσι. Για την όπερα των Παρισίων αναπροσαρμόζει το έργο του “Οι Λομβαρδοί στην Ιερουσαλήμ” (1847), ,προσαρμόζοντάς την στις ανάγκες αλλά και τα σπουδαία μέσα της γαλλικής όπερας.
Το 1851 ετοιμάζεται η βίλλα της Σαντ’Αγκάτα, στη Βιλανόβα ντ’Άρντα, όπου ο Βέρντι και η Τζουζεπίνα μετακομίζουν οριστικά. Εκείνα τα χρόνια, στην ηρεμία της κοιλάδας του Πάδου, ο Βέρντι γράφει την πιο διάσημη τριλογία του: το “Ριγκολέτο” (1851), τον “Τροβατόρε” (1853), και την “Τραβιάτα” (1853). Το 1861 ο Βέρντι τάσσεται στο πλευρό του Καβούρ και εκλέγεται βουλευτής του πρώτου ιταλικού κοινοβουλίου, ενώ λίγα χρόνια αργότερα θα γίνει γερουσιαστής. Το διασημότερο ίσως έργο του, η Αϊντα, σχετίζεται με τα εγκαίνια της διώρυγας του Σουέζ από τον Ισμαήλ Πασά, ο οποίος ήθελε η όπερα να αποτελέσει ένα είδος εθνικού ύμνου. Η “Λειτουργία για ρέκβιεμ” γράφεται το 1873 με αφορμή τον θάνατο του συγγραφέα Αλεσάντρο Μαντσόνι. Το 1887 γράφει τον Οθέλλο σε ηλικία ογδόντα ετών, ενώ αποχαιρετά τον κόσμο της σκηνής με την κωμική όπερα “Φάλσταφ”. Το 1898 προβλήθηκαν τα ορατόρια του, Stabat Mater, Laudi alla Vergine, Te deum. Είχε επίσης σημαντικό έργο σε κοινωνικό επίπεδο, ιδρύοντας ένα νοσοκομείο στη Βιλανόβα Ντ’Άρντα και ίδρυσε έναν Οίκο Ανάπαυσης Μουσικών, που ολοκληρώθηκε το 1899, αλλά άνοιξε μόνο μετά το θάνατο του συνθέτη, ο οποίος δεν ήθελε ευχαριστίες από κανένα.
Έφυγε στις 27 Γενάρη 1901 στο Μιλάνο, και, σύμφωνα με την επιθυμία του η κηδεία του ήταν σιωπηλή και λιτή όπως η ζωή του, με ένα βουβό πλήθος να ακολουθεί το φέρετερο. Μετά από ένα μήνα το σώμα του μεταφέρεται στον Οίκο Ανάπαυσης μουσικών. Μέχρι σήμερα παραμένει όχι μόνο από τους αγαπημένους συνθέτες της Ιταλίας, αλλά και εθνικός ήρωας της εποχής του λεγόμενου Risorgimento, του αγώνα δηλαδή για την ενοποίηση του Ιταλικού κράτους.