Απεργίες, απεργοσπασίες και αντιδικτατορικός αγώνας στα στρατόπεδα εξορίας
Οι γραμμές αυτές γράφηκαν, με αφορμή την 21η Απρίλη, ενάντια στην συκοφάντηση και διαστρέβλωση του αγώνα των δεσμωτών της δικτατορίας στις εξορίες, προσπάθεια στην οποία καταγίνονται καλοθελητές από διάφορες πλευρές του πολιτικού φάσματος…
Οι γραμμές αυτές γράφηκαν, με αφορμή την 21η Απρίλη, ενάντια στην συκοφάντηση και διαστρέβλωση του αγώνα των δεσμωτών της δικτατορίας στις εξορίες, προσπάθεια στην οποία καταγίνονται καλοθελητές από διάφορες πλευρές του πολιτικού φάσματος. Κάποια παραδείγματα:
Ανήμερα της γενικής απεργίας της 17/4/24, πρώην εξόριστος στη Λέρο και σήμερα, μετά από πολλές διαδρομές, οπαδός της ΝΔ, σε σημείωμά του «περί απεργίας», συσχέτισε την απεργία με εργασιακά και κοινωνικά αιτήματα, με τις απεργίες πείνας και τις αποχές από συσσίτιο των δεσμωτών της δικτατορίας, που είχαν πολιτικό περιεχόμενο, δείχνοντας την αλλεργία του σε κάθε αγωνιστική – ταξική διεκδίκηση. Χωρίς αναφορά σε πηγές, αλλά με ιστοριούλες αγωνιστών που δεν μπορούν πια να μιλήσουν, ονόμασε την απεργοσπασία «αντιδογματισμό», την «ηγεσία του στρατοπέδου» στο Λακκί «αόρατη και ανώνυμη», την αντίστασή τους στην βία «γελοία» και «επαναστατική γυμναστική για να κρατάνε σφιχτοδεμένους τους οπαδούς». Κι αφού χώρισε τους εξόριστους σε «αντιδογματική» μειοψηφία – όπου τοποθέτησε τον εαυτό του – και «Κολιγιαννική» πλειοψηφία, ισχυρίστηκε ότι οι «αντιδογματικοί» αποφάσισαν και κατάφεραν το 1968 να «σπάσουν τις γελοίες απεργίες».
Οπότε, τι να έκαναν οι … αργόσχολοι; «Καθημερινά ευχαριστιούνται μπάνιο και κάνουν παραθερισμό». Και για το σιτηρέσιο; «…είχαν θάλασσα και κολυμπούσαν, ας βουτούσαν να φάνε και αστακό» (Στ. Παττακός). http://www.mixanitouxronou.gr/pos-quot-anoixe-quot-i-exoria-tis-gyaroy-to-1967-oi-aerofotografies-poy-katiggeilan-to-kathestos-kai-oi-astakoi-toy-pattakoy-vinteo/.
Το 2015, κατά την παρουσίαση του βιβλίου «Άξιζε …» της Νίτσας Λουλέ, το «Βήμα» δημοσίευσε μια φωτογραφία με την «αθώα» λεζάντα, «Λέρος, 24 Ιουλίου 1972. Κώστας Λουλές και Χαρίλαος Φλωράκης με μαγιό και ψάθινο καπέλο στη θάλασσα, έναν μήνα προτού επιστρέψουν από την εξορία»: https://www.tovima.gr/2015/12/05/culture/to-moiraio-taksidi-loyle-sti-sibiria-poy-ekrine-tin-tyxi-zaxariadi/.
Από τότε, κάθε 21η Απρίλη, φασίστες του διαδικτύου θυμίζουν τον «παραθερισμό» των εξορίστων, αντιγράφοντας την φωτογραφία και αλλάζοντας την λεζάντα: «Λέρος, 24 Ιουλίου 1972. Κώστας Λουλές και Χαρίλαος Φλωράκης με μαγιό και ψάθινο καπέλο εμφανώς καταβεβλημένοι από τα βασανιστήρια της χούντας, πήγαν στη θάλασσα να κάψουν τις πληγές, έναν μήνα προτού επιστρέψουν από την εξορία». https://antipliroforisi.blogspot.com/2018/04/blog-post_23.html.
Πώς όμως ήταν πραγματικά η ζωή των πολιτικών κρατουμένων στα στρατόπεδα;
Στα στρατόπεδα της Λέρου – Λακκί και Παρθένι, αντίστοιχα δίπλα και κοντά στην θάλασσα – η κολύμβηση των εξορίστων «επιτρεπόταν», ύστερα από πιέσεις τους και συστάσεις των γιατρών: «… πετύχαμε πρωινό μπάνιο στη θάλασσα, υπό φρούρηση χωροφυλάκων, ολόγυρα με πολυβόλα και αυτόματα. Το μπάνιο γινόταν κοντά στο “κέντρο ανιάτων ψυχοπαθών Λέρου“…» (από το βιβλίο του εξόριστου στο Λακκί συνδικαλιστή Κώστα Παπανικολάου «Με τις λόγχες στα πλευρά», Εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1980).
Αν πραγματικά η φωτογραφία των Κ. Λουλέ και Χ. Φλωράκη, συγκρατούμενων στο Παρθένι, τραβήχτηκε εκεί, θα ήταν πριν το 1971. Διαφορετικά εκτός Λέρου, μετά την πτώση της χούντας. Κι αυτό, με βάση στοιχεία από το βιβλίο του Χρ. Θεοτοκάτου «Χαρ. Φλωράκης και λαϊκό κίνημα», Εκδ. Τυποεκδοτική, 2001, τ. Α’, σ. 595- 601: 1) Τα στρατόπεδα της Λέρου έκλεισαν, αρχές 1971. Στην Λέρο παρέμειναν λίγοι εξόριστοι, που εκτοπίστηκαν σε χωριά. Ο Χ. Φλωράκης εκτοπίστηκε στην Σκάλα Ωρωπού μέχρι τον Απρίλιο 1971, και ξανά πίσω στην Αγ. Μαρίνα Λέρου, όμως με τον Γ. Τρικαλινό, όχι τον Κ. Λουλέ. 2) Η εκτόπιση είχε διαφορετικό καθεστώς από τον εγκλεισμό σε στρατόπεδο, όπου οι εξόριστοι ήταν απομονωμένοι. Οι εκτοπισμένοι διαβίωναν με έξοδά τους κι ένα μικρό «επίδομα», υπό παρακολούθηση μέσα στα όρια του οικισμού. 3) Η εκτόπιση του Χ. Φλωράκη διακόπηκε τον Δεκέμβριο 1971, μετά την εξαγγελία του Γ. Παπαδόπουλου την 18.12.1971, για μερική άρση του στρατιωτικού νόμου και την απόλυση όλων των εκτοπισμένων. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα σε σπίτι που δήλωσε, με τον όρο να παρουσιάζεται καθημερινά στο Αστυνομικό Τμήμα. Παρά την παρακολούθηση και τις ανακρίσεις της Ασφάλειας, δουλεύει για την ανασυγκρότηση των παράνομων κομματικών οργανώσεων, μέχρι την παράνομη διαφυγή του στο εξωτερικό τον Οκτώβρη 1972, με εντολή του ΚΚΕ.
Ας μου επιτραπεί να γράψω κι εγώ για λογαριασμό γνωστών μου αγωνιστών, που πέρασαν από τα στρατόπεδα της Λέρου και δεν ζουν. Όπως οι προηγούμενες αναφορές μου, μπορούν να επιβεβαιωθούν από γραπτές πηγές, αγωνιστές ή άλλους που ζουν, έχουν μιλήσει ή γράψει για την ζωή στα στρατόπεδα της Λέρου, όπως ο τότε υπίατρος, ταξίαρχος Υγειονομικού ε.α. Λάμπρος Βαζαίος, τα στελέχη του ΚΚΕ Σπύρος Χαλβατζής και Δημήτρης Γόντικας, άλλοι αγωνιστές που δεν είναι σήμερα οργανωμένοι στο ΚΚΕ, όπως οι Βασίλης Δεμουρτζίδης, Κυριάκος Υψηλάντης κ.ά.
Ανάμεσά τους, εξόριστοι που μετά την 12η Ολομέλεια του ΚΚΕ πήραν αντίθετες θέσεις: Του Σοφιανού Χρυσοστομίδη, συγγραφέα και δημοσιογράφου της Αυγής, που μνημονεύεται στο σημείωμα «περί απεργίας», του Κώστα Χιωτάκη, βουλευτή της ΕΔΑ, γιατρού και λογοτέχνη, του ζωγράφου Γιώργου Φαρσακίδη κ.ά. Ο πρώτος τάχθηκε εναντίον της Απόφασης της 12ης Ολομέλειας, μ’ αυτούς που απομακρύνθηκαν από το ΚΚΕ και σχημάτισαν αργότερα το «ΚΚΕ Εσωτερικού», σε αντιδιαστολή με το «ΚΚΕ Εξωτερικού», όπως ονόμασαν οι ίδιοι το ΚΚΕ. Οι δεύτερος και τρίτος, μαζί με την πλειοψηφία των εξόριστων, συντάχθηκαν με την Απόφαση και παρέμειναν στο ΚΚΕ.
Ο Σ. Χρυσοστομίδης χρησιμοποιούσε τους όρους «ανανεωτικοί» και «ορθόδοξοι», αντί «αντιδογματικοί» και «Κολιγιαννικοί», ενώ απέφευγε τον όρο «ΚΚΕ Εξωτερικού», επειδή έδινε επιχειρήματα στην Ασφάλεια και στα Στρατοδικεία, που καταδίκαζαν σε θάνατο ή ισόβια με τον ΑΝ 375/1936 «περί κατασκοπείας και ενεργειών απειλουσών την εξωτερικήν ασφάλειαν της χώρας», κι επειδή τα μέλη κι οι οπαδοί του ΚΚΕ αποτελούσαν την μεγάλη πλειοψηφία των κομμουνιστών στο εσωτερικό της χώρας.
Όσοι συντάχθηκαν με το ΚΚΕ χρησιμοποιούσαν τους πολιτικούς όρους «αναθεωρητές» και «οπορτουνιστές» για την μειοψηφία.
Μικρότερες ομάδες στο Παρθένι και στο Λακκί ήταν, κατά σειρά, το λεγόμενο «Χάος» (με τους ανένταχτους, όπως ο Μ. Γλέζος), λιγότεροι μαοϊκοί και τροτσκιστές. Παρά την ιδεολογική αντιπαράθεση, δεν υπήρξαν σοβαρά προβλήματα μεταξύ των εξόριστων, που μοιράζονταν τις αγγαρείες, είχαν κοινό εκπρόσωπο απέναντι στην Διοίκηση – όχι στον Διεθνή Ε.Σ. – ενώ στα μαθήματα (φιλοσοφίας, πολιτικής οικονομίας, ιστορίας, τέχνης, γραφής και ανάγνωσης, διαφόρων ειδικοτήτων κλπ) που οργάνωνε η «αόρατη ηγεσία του Στρατοπέδου» δίδασκαν και «αντιδογματικοί» (αναθεωρητές), όπως ο Τάσος Βουρνάς, που δίδασκε νεοελληνική ιστορία.
Στη Λέρο δημιουργήθηκαν στους στρατώνες του Ιταλικού Ναυτικού πολλά στρατόπεδα: Των ανταρτόπαιδων της Φρειδερίκης, των ψυχικά ασθενών, των πολιτικών εξόριστων και πρόσφατα των προσφύγων-μεταναστών. Τους εξόριστους αντικατάστησε η αποικία των «ανιάτων» ψυχασθενών, το 16ο περίπτερο, ή το Περίπτερο των Γυμνών, η «ντροπή της Ελλάδας» κατά τον διεθνή Τύπο. Εκεί στήθηκε, 40 χρόνια αργότερα, το ΚΥΤ (Κέντρο Υποδοχής – Ταυτοποίησης), το hot spot για πρόσφυγες και μετανάστες που φτάνουν ή στέλνουν στο νησί.
Κοινό στοιχείο, η απομόνωση των «μιασμάτων». Σκοπός των στρατοπέδων «πολιτών τελούντων υπό πειθαρχημένην διαβίωσιν παρά των στρατιωτικών και αστυνομικών αρχών» η τρομοκρατία, η πρόληψη οργανωμένης αντίστασης και η συντριβή, ψυχική, ηθική και σωματική των αντιπάλων της δικτατορίας.
Εκτός από την απομόνωση, τις κακοποιήσεις, τις κακές συνθήκες διαβίωσης κλπ, μια μέθοδος που τελειοποίησε η μεταξική δικτατορία, ήταν οι «δηλώσεις». Ζητούμενο, η υπογραφή «δηλώσεως μετανοίας και αποκηρύξεως του ΚΚΕ και των παραφυάδων αυτού», η εξύμνηση της «Εθνικής Κυβερνήσεως», των Ε.Δ. κλπ. Ο κρατούμενος έπρεπε να αποκηρύξει τις ιδέες του, να εξευτελιστεί στα μάτια όλων κι όχι μόνο. Επιδίωκαν να γίνει παρίας, προδότης, χαφιές και, παλιότερα, βασανιστής των πρώην συντρόφων του. Μετά την υπογραφή, πριν εισηγηθεί την απόλυσή του, η Ασφάλεια του ζητούσε εκβιαστικά «πληροφορίες» για την γειτονιά, την δουλειά, τους συγγενείς, τους φίλους κλπ. Ανάλογα, διέδιδε την «δήλωση» στις εφημερίδες, στις ενορίες, στους συγκρατούμενους κλπ. Η παρουσία του «δηλωσία» στο στρατόπεδο, τον καθιστούσε ανυπόληπτο και ύποπτο. Η «δήλωση» ήταν υποχώρηση και κατήφορος που συνέτριβε τους ανθρώπους. Οι πιέσεις στους κρατούμενους και στις οικογένειές τους – που έμεναν πίσω, παλεύοντας για επιβίωση – ήταν αφόρητες και αρκετοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, χωρίς όμως να γίνουν χαφιέδες. Το ΚΚΕ ήταν κάθετα αντίθετο στις δηλώσεις, αλλά δεν θεωρούσε αυτόματα τον κάθε «δηλωσία» χαφιέ και προδότη. Σε όλη την ιστορία του, έδινε την δυνατότητα να εξηγήσουν την στάση τους σε πιο ομαλές συνθήκες, και – αν δεν αποδεικνυόταν προδότες, χαφιέδες κλπ – να αποκαταστήσουν έμπρακτα την τιμή τους και να συνδεθούν ξανά με το ΚΚΕ. Αυτή η πολιτική αρχών και επαγρύπνησης θεωρείται από τους «αντιδογματικούς» «επαναστατική γυμναστική για να κρατάνε σφιχτοδεμένους τους οπαδούς» και την καταδικάζουν σαν άσκηση ψυχολογικής βίας από πλευράς του ΚΚΕ, αντί να καταδικάζουν την βία του αστικού κράτους.
Η αντίσταση των δεσμωτών της δικτατορίας στις εξορίες εκδηλωνόταν με κάθε τρόπο: Με την ανυποχώρητη στάση τους, με αιτήματα και παραστάσεις διαμαρτυρίας για την άρση των περιορισμών, την απόλυση ηλικιωμένων, αρρώστων, την γενική αμνηστία κλπ και με αγωνιστικές κινητοποιήσεις, όπως κλείσιμο στα κτίρια, αποχή από το συσσίτιο, απεργίες πείνας, καταγγελίες στην διεθνή κοινή γνώμη κ.ά. Κάτω από την μύτη των δεσμοφυλάκων ή με την βοήθεια κάποιων απ’ αυτούς, κύρια όμως με κίνδυνο των συγγενών τους, τα νέα των δεσμωτών πέρναγαν στον παράνομο και νόμιμο τύπο, σε Ρ/Φ σταθμούς του εξωτερικού, ξεσκέπαζαν την δικτατορία, βελτίωναν τις συνθήκες κράτησης και γλύτωναν την ζωή κακοποιημένων, ηλικιωμένων και αρρώστων συντρόφων τους. Κι ανάποδα, με τους επισκέπτες έμπαιναν μηνύματα, νέα και ειδήσεις, πέρναγαν ραδιόφωνα, μαγνητόφωνα κ.ά.
Από τα στρατόπεδα του νησιού πέρασαν 4000 αγωνιστές, προερχόμενοι κυρίως από τη Γυάρο, από το β’ εξάμηνο του 1967 ως τις αρχές του 1971, όταν έκλεισαν κάτω από την κατακραυγή της διεθνούς δημοκρατικής κοινής γνώμης και παρέμειναν λίγοι εκτοπισμένοι σε χωριά. Η μεταφορά εξορίστων στην Λέρο, δηλ. σε κατοικημένο μέρος, ήταν αποτέλεσμα της αντίστασής τους και της διεθνούς κατακραυγής. Οι συνθήκες εκεί ήταν καλύτερες, αλλά δεν έπαψαν να είναι κρατούμενοι με περιορισμούς, δυσκολίες, απειλές, εκβιασμούς και στερήσεις κάθε είδους. Γι’ αυτό συνέχισαν τις διαμαρτυρίες και αγωνιστικές κινητοποιήσεις και στην Λέρο, μέχρι που έκλεισαν τα στρατόπεδα.
Σε όλη την διάρκεια λειτουργίας των στρατοπέδων έγιναν κινητοποιήσεις. Δυστυχώς τα αρχεία τους δεν είναι προσβάσιμα ή καταστράφηκαν (όπως και οι ατομικοί φάκελοι), διασώθηκαν όμως πολλά στοιχεία που καταρρίπτουν τους αντίθετους ισχυρισμούς, όπως:
Η έκκληση της 30/12/1968 για τις συνθήκες διαβίωσης, την νοσηρότητα και 3 θανάτους στο Λακκί, για τα οποία πραγματοποιήθηκε την 28/12/1968 αποχή συσσιτίου και συγκέντρωση διαμαρτυρίας μπροστά από το κτίριο Διοίκησης: https://www.902.gr/eidisi/istoria/48177/ntokoymento-apo-toys-topoys-exorias-tin-periodo-tis-diktatorias-video
Η έκκληση της 5/6/1969 προς τις 4 νικήτριες μεγάλες Δυνάμεις κατά του φασισμού, που μεταδόθηκε από τους Ρ/Σ του εξωτερικού. Μετά από επανειλημμένες αποχές συσσιτίου, απεργίες πείνας κλπ για τον θάνατο δύο επιπλέον συγκρατουμένων τους, κατάγγειλαν ονομαστικά τους δ/κτές του Στρατοπέδου και της Ασφάλειας στο Λακκί σαν βασανιστές: https://www.rizospastis.gr/story.do?id=3730559
Το τηλεγράφημα διαμαρτυρίας των κρατουμένων προς το «Υπουργείον Δημοσίας Τάξεως», για θάνατο κρατουμένου, της 27/12/1969: https://www.imerodromos.gr/sta-xronia-ths-xoyntas/.
Στο Λακκί, η πλειοψηφία των πρώτων 1200 κρατουμένων ήταν εργάτες και αγρότες. Στο Παρθένι, έφεραν από την Γυάρο 450 στελέχη, με κριτήρια της χούντας, που πίστευε ότι με τον διαχωρισμό μπορούσε να επιβληθεί. Τον Φλεβάρη 1968 οι κρατούμενοι πληροφορήθηκαν την Απόφαση της 12ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ για την ανασυγκρότηση των κομματικών οργανώσεων που είχαν διαλυθεί με απόφασή του το 1958 και την ανοιχτή σύγκρουση της πλειοψηφίας με την μειοψηφία της ΚΕ, την διαγραφή μέρους της μειοψηφίας, εξ αιτίας και της κατάληψης του Ρ/Σ «Φωνή της Αλήθειας» και της υπεξαίρεσης μέρους του αρχείου του ΚΚΕ.
Ας σημειωθεί πως τμήματα του κλεμμένου αρχείου «χάθηκαν» ή αντιγράφηκαν κατά την διαδρομή του από το Σιμπίου (Ρουμανία) στα Σκόπια και την Ρώμη, από τις κρατικές αρχές της Γιουγκοσλαβίας, που ενδιαφερόταν κυρίως για την πολιτική τοποθέτηση των Σλαβομακεδόνων πολιτικών προσφύγων και από τις μυστικές υπηρεσίες της Ιταλίας, Ελλάδας κ.ά. που τις αξιοποίησαν σε βάρος και του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ό,τι γλύτωσε, αποτέλεσε μετά το 1974, το αρχείο ΑΣΚΙ. Το υλικό του, που αφορούσε στο ΚΚΕ, δεν του επιστράφηκε μετά την αυτοδιάλυση του ΚΚΕ Εσωτερικού και παρά τα αιτήματά του ΚΚΕ, δεν του δόθηκαν ούτε αντίγραφα των εγγράφων.
Ας επιστρέψουμε όμως στο Λακκί, όπου 905 στους 1200 κρατούμενους τάχθηκαν υπέρ της Απόφασης της 12ης Ολομέλειας. Στο Παρθένι, αν και υπήρχαν ισχυρές δυνάμεις υπέρ, αρχικά η πλειοψηφία ήταν ενάντια στην Απόφαση. Ήταν στελέχη που για χρόνια ήθελαν το ΚΚΕ χωρίς οργανώσεις, να ενσωματωθεί στην ΕΔΑ. Η απόφαση στο Λακκί, καθώς και της παράνομης ΚΟ Αθήνας, της μεγαλύτερης οργάνωσης του ΚΚΕ, είχαν σοβαρή επίδραση, οπότε άλλαξε ο συσχετισμός και στο Παρθένι.
Οι πολιτικοί κρατούμενοι ήταν κεφάλαιο της αντιδικτατορικής πάλης και ζωντανή μαρτυρία της λαϊκής αντίστασης. Παρά τις κάθε λογής πιέσεις, κακές συνθήκες διαβίωσης, απομόνωσης κλπ – ξεσκέπαζε την χούντα και δυσκόλευε την στήριξη από τους προστάτες της (βλέπε και «συγνώμη» Clinton). Η συλλογική και ατομική αγωνιστική στάση, η αλληλεγγύη, ο αθλητισμός, η μόρφωση, η βελτίωση του ιδεολογικού και πολιτικού επιπέδου, οι πολιτιστικές εκδηλώσεις, οι πιέσεις προς την Διοίκηση, οι διαμαρτυρίες, καταγγελίες, εκκλήσεις, η αποχή από συσσίτιο κλπ, έσωζαν ζωές, βελτίωναν τις συνθήκες διαβίωσης και διατροφής, υγείας, καθαριότητας, την επαφή των κρατουμένων με τις οικογένειές τους κλπ, τους προετοίμαζαν για δράση μετά την απόλυση.
Παρά τις συνθήκες, οι διανοούμενοι και καλλιτέχνες πολιτικοί κρατούμενοι μπόρεσαν να δημιουργήσουν. Εκεί έγραψε ο Ρίτσος τα «Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», ανέβηκαν θεατρικά έργα, ακούστηκε και γράφτηκε μουσική, όπως τα «Τραγούδια της εξορίας», διδάχτηκε μουσική, ζωγραφική και εφαρμοσμένες Τέχνες. Εκεί οι εξόριστοι απόκτησαν δική τους εκκλησιά. Τρεις εξόριστοι καλλιτέχνες, ζωγράφισαν στην Αγιά Κιουρά (Κυρά), σήμερα διατηρητέο Μνημείο, έξοχες τοιχογραφίες συμβολικού χαρακτήρα, με μοντέλα κρατούμενους και χωρικούς. Ο Χριστός κι οι Άγιοι είναι αγωνιστές, για καλύτερο κόσμο, πιο δίκαιο, πιο ανθρώπινο, όπου δε θα υπάρχουν πόλεμοι κι εκμετάλλευση, και γι’ αυτό διώκονται, φυλακίζονται, βασανίζονται κι οδηγούνται στο θάνατο. Κι η Παναγιά, η μάνα των αγωνιστών, μέσα σε σκληρές κι απάνθρωπες συνθήκες, με άφατο πόνο, προσπαθεί να σώσει τα παιδιά της ή να τα κηδέψει με τις τιμές που τους αξίζουν. Η αγιογράφηση, εκτός της καλλιτεχνικής έκφρασης, ήταν και τρόπος εξόδου, επαφής με την κοινωνία, βελτίωσης του συσσιτίου κλπ.
Αυτά βέβαια δεν γίνονται μόνα τους. Δίπλα στους φανερούς εκπροσώπους των κρατουμένων υπήρχε παράνομη οργάνωση που η Διοίκηση κι οι χαφιέδες της προσπαθούσαν να εξαρθρώσουν, στην βάση της ομάδας συμβίωσης, στην σκηνή, στον θάλαμο κλπ, που κατέληγε στην επιτροπή του στρατοπέδου, αναγκαστικά περιφρουρημένη, όμως αποδεκτή από τη μεγάλη πλειοψηφία των εξόριστων που πειθαρχούσαν στις αποφάσεις της.
Η διάσπαση του ΚΚΕ το 1968 είχε αντανάκλαση στις εξορίες και τις φυλακές, όπου – και εκεί – έγινε οξύτατη ιδεολογική και πολιτική πάλη, που επηρέασε τον αγώνα των εξόριστων. Μερικοί από αυτούς που τάχθηκαν ενάντια στο ΚΚΕ έγιναν απεργοσπάστες και επιδεικτικά δεν συμμετείχαν. Όμως παρά την διασπαστική τους συμπεριφορά, δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν σοβαρή ζημιά στην ενότητα των εξόριστων απέναντι στην δικτατορία. Η κατάληξη ορισμένων στον πάτο, έχει ένα κλασικό μοτίβο: Προβάλλουν τα αντιδικτατορικά παράσημα και την πορεία τους από το κίνημα, για να το συκοφαντήσουν. Κι εκεί, στο ψέμα, συναντιούνται και συναγωνίζονται ακόμα και με φασίστες.
Δ. Π.