«Με ζητωκραυγές και φιλιά δεχόμασταν στη χώρα μας, τους συντρόφους και συμμάχους μας του Κόκκινου Στρατού…» – Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ
«…μέσα σέ πηχτό σκοτάδι…χωρίς ραντάρ και υποτυπώδη μέσα, σε χωματόδρομο σχεδόν, πιλοτάρισε το αεροπλάνο του, μέσα σε λίγα μέτρα…λες και παρκάριζε το αυτοκίνητό του…» – Μια σπάνια, συγκινητική, συγκλονιστική μαρτυρία από τον αντιφασιστικό αγώνα στα βουνά της Ελλάδας
Μια σπάνια, συγκινητική, συγκλονιστική μαρτυρία από τον αντιφασιστικό αγώνα στα βουνά της Ελλάδας, αλίευσε η στήλη στο Αρχείο της, και στο περιοδικό «Ελληνοσοβιετικά Χρονικά» (Γενάρης 1986), του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου.
Ο Νίκος Τζένας, μέλος του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου, αφηγείται μερικά περιστατικά από την δράση σοβιετικών στρατιωτών στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της κατοχής. Η μαρτυρία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό 42 χρόνια μετά τα γεγονότα του μεγάλου πολέμου ως «μια ακόμη οδός της ανάμνησης, μια ακόμη αφορμή παραδειγματισμού»…
Μεταφέρουμε το μοναδικό αυτό ντοκουμέντο με αφορμή την επέτειο της μεγάλης Αντιφασιστικής Νίκης των Λαών που φέτος συμπληρώνονται 79 χρόνια από τον θρίαμβό της. Ξημερώνοντας η 9η Μάη του 1945, η Γερμανία συνθηκολόγησε άνευ όρων. Τέσσερις μήνες αργότερα (2 Σεπτέμβρη 1945) συνθηκολόγησε και η Ιαπωνία μετά τη νίκη των σοβιετικών στρατευμάτων εναντίον της στη Μαντζουρία. Σφραγίστηκε έτσι η νίκη των λαών κατά του φασιστικού ιμπεριαλιστικού μπλοκ που αποτελούσαν τα καπιταλιστικά κράτη Γερμανία – Ιαπωνία – Ιταλία και οι σύμμαχοί τους.
Ποιος όμως ήταν ο αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης και του λαϊκού κινήματος, Νίκος Τζένας, που καταθέτει τη μαρτυρία;
Είχε γεννηθεί στο χωριό Κηπουριό Γρεβενών, το 1921 και έφυγε από τη ζωή στις 13 του Οκτώβρη 2000. Το 1935 σε ηλικία 15 χρόνων οργανώθηκε στην ΟΚΝΕ. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση με τις πρώτες ομάδες του ΕΛΑΣ. Πολύγλωσσος όπως ήταν, υπηρέτησε στο Γενικό Επιτελείο του ΕΛΑΣ, ως ανθυπολοχαγός και συμμετείχε στην υποδοχή και συνοδεία όλων των αποστολών των ξένων χωρών, οι οποίες έρχονταν στην κατοχική Ελλάδα.
Μαζί με τον Άρη Βελουχιώτη, αμφισβήτησαν τη Συμφωνία της Βάρκιζας και βγήκαν στο βουνό για νέο ξεκίνημα. Σε μάχη που έγινε στην Καλή Βρύση Καστοριάς, πιάστηκε από Άγγλους και ταγματασφαλίτες. Δικάστηκε 12,5 χρόνια φυλακή και πέρασε από τη Γιούρα, το Ιτζεδίν, τις φυλακές της Κέρκυρας, των Ιωαννίνων, της Ζακύνθου, από το Γεντί Κουλέ. Στάθηκε παλικάρι σε όλες τις δοκιμασίες.
Ο Νίκος Τζένας αφιέρωσε ολοκληρωτικά τη ζωή του στο λαϊκό κίνημα και στον αγώνα για τα ιδανικά του μαρξισμού – λενινισμού, που αποτελούν το μόνο σίγουρο μέλλον του παγκόσμιου εργατικού κινήματος, όπως πίστευε.
Πριν διαβαστεί η συγκλονιστική μαρτυρία του Νίκου Τζένα, επιβάλλεται να σημειώσουμε τα εξής: Στο δημοσίευμα του περιοδικού και για λόγο που δεν γνωρίζουμε αναγράφεται λανθασμένα ως μήνας της άφιξης της σοβιετικής στρατιωτικής αποστολής ο Ιούνης του 1944, ενώ είναι γνωστό ότι πρόκειται για τον Ιούλη του 1944 (βλ. και Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1939-1949, Β1 Τόμος, σελίδα 332). Για να αποφευχθεί σύγχυση θεωρήσαμε σκόπιμο να παραθέσουμε τις σωστές ημερομηνίες.
ΙΟΥΛΗΣ 1944. Βρισκόμουν ως αξιωματικός και εκ μέρους του Γ.Σ. του ΕΛΑΣ στο ορεινό χωριό Μεζίλο της Δυτ. Θεσαλίας, Δ/τής Φρουράς και είδος Φρουραρχείου, στην Αγγλική Στρατιωτική Αποστολή.
Στις 25 Ιούλη ειδοποιούμαι από το Γεν. Στρατηγείο να παρουσιαστώ στην έδρα του, που βρισκόταν σ’ ένα άλλο κοντινό χωριό, στο Βλάση, για ειδική αποστολή. Ταυτόχρονα είχε έρθει για την παραλαβή της Δ/νσης, ο γιος του αντ/χου Ε.Α. Ανδρέας Μωραΐτης, αξ/κός κι αυτός, παρέδωσα και αυθημερόν παρουσιάστηκα στο Γεν. Στρατηγείο. Βρήκα έτοιμο εκεί ένα επιλεγμένο από κάθε πλευρά τμήμα από τρεις ομάδες, καθώς κι ένα νέο και λαμπρό παιδί, καπετάνιο, το Νίκο Τσακανίκα από το Καρπενήσι.
Με τις σχετικές εντολές και την ανάληψη τού τμήματος, πήραμε τροφοδοσία για τρεις μέρες. Την επομένη 26/7 ξεκινήσαμε για τον προορισμό μας. Μαζί μας για την υποδοχή, ο στρατηγός Τσαμάκος, μια και έπρόκειτο να δεχτούμε τη Ρωσική Στρατιωτική αποστολή, που επικεφαλής ήτανε ο συνταγματάρχης Ποπώφ, καθώς και άλλα 2-3 στελέχη του ΕΛΑΣ, που δυστυχώς δεν θυμούμαι τα ονόματά τους. Περάσαμε ένα σχετικά ομαλό δρόμο, μα από κει και πέρα, ανάβαση αρκετή και δύσκολη από ένα κακοτράχαλο αυχένα τού βουνού Καράβα, αντίστοιχα την κατηφόρα από την άλλη μεριά, στο χωριό Μπιζούλα, και από κει στο οροπέδιο της Νεράιδας Καρδίτσας, όπου ό ΕΛΑΣ είχε διαμορφώσει σχετικά και υποτυπόδικα, σαν χώρο προσγειώσεως και απογειώσεως αεροπλάνων, που κυρίως χρησιμοποιούσαν οι Άγγλοι.
Αυτή τη φορά όμως, και εν αγνοία των Άγγλων, που ελέγχανε σε μόνιμη βάση το «αεροδρόμιο» απ’ το χωριό Νεράιδα, που ήτανε πιο ψηλά σε υψόμετρο, θα το χρησιμοποιούσαμε για την προσγείωση τώρα εμείς, για την άφιξη της Συμμαχικής Στρατιωτικής Ρωσικής Αποστολής, επίσημα διαπεπιστωμένους, στο Γεν. Στρατηγείο του ΕΛΑΣ και τού Εθνικού Απελευθερωτικού Κινήματος της χώρας μας.
Μετά την πορεία μας αυτή και κατά το σούρουπο που φτάσαμε, καλυφθήκαμε στις Δυτικές παρυφές του αεροδρομίου, μέσα σ’ ένα πυκνό δάσος από καστανιές και μακριά από κάθε δρόμο, για να μην γινόμαστε αντιληπτοί από διερχόμενους χωρικούς, αλλά και από το χωριό Νεράιδα που δέσποζε τού αεροδρομίου απ’ τους Άγγλους, που μόνο την απέναντι από μάς πλευρά, μπορούσανε να δουν. Την νύχτα κρυφά σκοπιές, ύπνο και την επομένη, όλη τη μέρα υπό κάλυψη χωρίς καμία κίνηση ορατή. Μέτρα αυστηρά, για να μην κινηθεί από κανέναν και απ’ οποιανδήποτε υπόνοια, για την παρουσία μας εκεί.
Το βράδυ στις 27 Ιούλη, αφού μαζέψαμε ξύλα για φωτιές, αργά τη νύχτα, όταν ακούσαμε βόμβο αεροπλάνου, ανάψαμε τις φωτιές που προσδιόριζαν το χώρο προσγείωσης. Όμως, το αεροπλάνο δεν προσγειώθηκε, χωρίς να μπορέσουμε να δώσουμε εξηγήσεις. Την άλλη μέρα πάλι, στις 28/7 υπό πλήρη κάλυψη. Μεσολάβησαν τηλεφωνήματα με το Γενικό και το βράδυ, πάλι στον «αεροδιάδρομο».
Αυτή η βραδιά όμως ήτανε η μεγάλη στιγμή και η χαρά όλων μας. Με το βόμβο των αεροπλάνων, οι φωτιές έτοιμες. Πέρασε το αεροπλάνο από πάνω μας και διέγραψε ένα κύκλο στο οροπέδιο. Εμείς, που δεν γνωρίζαμε με τι πιλότο και τι προσγείωση θα έκανε, πέσαμε κάτω σε κάτι χαντάκια, μην μας χτυπήσει κανένα φτερό. Στο δεύτερο κύκλο που έκανε το αεροπλάνο, χαμήλωσε πιο κάτω, και με αναμμένους τους μπροστινούς προβολείς του, μέσα σέ πηχτό σκοτάδι, μέσα από βουνά και λόφους, χωρίς ραντάρ και υποτυπώδη μέσα, σε χωματόδρομο σχεδόν, χωρίς καν ποτέ του να δει και να γνωρίζει το χώρο, ο απίθανος πιλότος Πάβελ Μηχαήλοφ, πιλοτάρισε το αεροπλάνο του, μέσα σε λίγα μέτρα, με τέτοια ακρίβεια και ψυχραιμία, λες και παρκάριζε το αυτοκίνητό του.
Στο ίδιο αεροδρόμιο και σε παρόμοιες συνθήκες, έχω δει και άλλες προσγειώσεις με Άγγλους πιλότους. Τούτη όμως ήτανε καταπληκτική, με τέτοια πείρα και ικανότητα, που ασφαλώς είχε αποκτήσει με ανάλογες πτήσεις σε παρτιζάνικους σχηματισμούς των μετόπισθεν στη χώρα του.
Μα υπήρχαν άλλα προβλήματα. Πού πέσανε; Στους παρτιζάνους ή στους Ναζίδες; Βασικά το πρόβλημα προέκυψε από τις φωτιές, που δεν ήτανε αυτές που έπρεπε. Από το αεροπλάνο φαινόντανε σαν φωτιές που προέρχονταν από λάμπες οργανωμένων – ηλεκτροφωτισμένου αεροδρομίου. Αυτό είχε σα συνέπεια, με το πλήρωμα και το Συντ/τχη Ποπώφ, να συνεννοηθεί ο πιλότος και με την προσγείωση, για κάθε ενδεχόμενο, να μην σβήσουν τη μηχανή του αεροπλάνου. Εμείς απ’ τις θέσεις μας, βλέποντας τη μηχανή του αεροπλάνου να δουλεύει, δεν ξέραμε, τι είδους άλλους χειρισμούς θα κάνανε και καθόμασταν μέσα στα χαντάκια. Αυτό όμως, για την αποστολή, που βλέπανε τις φωτιές μα όχι ανθρώπους, επέτεινε τη σύγχυση περισσότερο. Σε λίγο όμως, με άλλη απόφασή τους, ανοίγουν τις πόρτες του αεροπλάνου και μ’ έναν ελληνομαθή και τ’ αυτόματα στα χέρια τους ρωτούν: Τι είσαστε σεις; Παρτιζάνοι ή Ναζίδες;
Τότε ήταν που έγινε κάτι το ανεπανάληπτο. Πετιόμαστε όλοι απ’ τα χαντάκια, με ζητωκραυγές και φιλιά, που δεχόμασταν στη χώρα μας, τους συντρόφους και συμμάχους μας του Κόκκινου Στρατού, του μεγάλου αντιφασιστικού αγώνα. Μερικοί από μάς, πιο θερμόαιμοι, άρχισαν να ρίχνουν και ριπές από ενθουσιασμό.
Μερικοί της αποστολής, χάσανε μερικά κουμπιά απ’ τα χιτώνιά τους για ενθύμιο, από τούς ελασίτες μας. Μέσα σ’ αυτούς και ο απίθανος πιλότος Πάβελ. Τελευταία είχε και κάτι τσιγάρα. Τα έβγαλε και μάς κέρασε όλους από ένα. Όμως δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί κανείς μας δεν τα κάπνισε. Και άρχισε να μας παρακαλεί: Καπνίστε τα. Γιατί δεν τα καπνίζετε, είναι ωραία τσιγάρα. Το κατάλαβε βέβαια σε λίγο. Όταν είδε πως όλοι μας, χωρίς καμιά εξαίρεση και συνεννόηση, τα βάζαμε μέσα στα δίκωχά μας, για ενθύμια, της τέτοιας συνάντησης – σε τέτοιες συνθήκες, που μάς αντάμωναν την νύχτα κείνη, για τη μεγάλη μάχη, με μια καρδιά, για τη συντριβή τού φασισμού.
Απ’ το Βορρά ως το Νότο, κι απ’ Ανατολή ως τη Δύση. Σε λίγο ο Πάβελ μάς άφηνε για άλλα παρτιζάνικα, για άλλα αεροδρόμια, για την πατρίδα του.
Μα και σε λίγο κατέφθαναν στο αεροδρόμιο της Νεράιδας, απ’ το χωριό, οι τοποτηρητές του αεροδρομίου Εγγλέζοι, ύστερα απ’ τους βόμβους των αεροπλάνων και τις μπαταρίες, σκυθρωποί και κατσουφιασμένοι, που ούτε είχαν μυριστεί πώς έγιναν αυτά, για να τούς καλωσορίσουν κι αυτοί για τον ερχομό τους.
Όμως σέ λίγες μέρες, δεν δίσταζαν στο χώρο αυτό, να τραβήξουν μερικά χαντάκια, για να μην έχουν και άλλες τέτοιες επισκέψεις…
Εμείς, συνοδοί πλέον τής Ρωσικής Αποστολής, τους οδηγήσαμε στο Γεν. Στρατηγείο του ΕΛΑΣ και στην ΠΕΕΑ, στα Πετρύλια απέναντι, όπου και τούς επιφυλάχθηκε θερμή υποδοχή. Νιώθαμε άμεσα πλέον και τη συμπαράσταση, του θρυλικού Κόκκινου Στρατού, στον κοινό Αντιφασιστικό αγώνα, μα και τη σιγουριά για τη γρήγορη λευτεριά και τη μεγάλη νίκη.
Νικ. Τζένας
Θεσ/νίκη 23/6/85
«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Η στήλη παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αγώνες και αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.