«Στην Παγίδα του Νόμου / Down by Law» του Τζιμ Τζάρμους (1986)
Η ταινία που άνοιξε δρόμους στην κινηματογραφική γραφή, επαναπροβάλλεται σε αρκετά θερινά σινεμά και αποτελεί μία πολύ ωραία πρόταση για την είσοδό μας στην πολλά υποσχόμενη καλοκαιρινή σεζόν που ανοίγεται εμπρός μας!
Η περιγραφική πανοραμική κίνηση της κάμερας στα εισαγωγικά πλάνα της ταινίας που εκτυλίσσονται υπό τη συνοδεία του τραγουδιού «Jokey full of Bourbon», με τη φωνή του Τομ Γουέιτς να ερμηνεύει τους στίχους που έχει γράψει και έχει συνθέσει ο ίδιος, διακόπτεται μόνο από δύο πολύ σύντομες σκηνές, μεταφέροντάς μας στον χώρο των δύο πρωταγωνιστών του Ζακ (Τομ Γουέιτς) και του Τζακ (Τζον Λούρι). Διαφορετικοί χώροι, διαφορετικά δωμάτια στα οποία η κίνηση της κάμερας καταλήγει, αφού διατρέξει το κοινό μίζερο τοπίο που τα περιβάλλει εισάγοντάς μας στον περιθωριακό κόσμο των δύο αντιηρώων της ταινίας.
Ο Τζακ ασκεί το «επάγγελμα» του μαστροπού, βυθισμένος στη ναρκισσιστική του ωραιοπάθεια που πιστεύει ότι κάποια στιγμή θα τον βγάλει από τη μιζέρια και θα πιάσει την καλή, μία ουτοπική ελπίδα που τρέφεται από την πίστη στο αμερικανικό όνειρο. Μία ελπίδα που διατηρεί και ο Ζακ, ένας αλκοολικός D.J. που δεν μπορεί να στεριώσει δουλειά σε κανέναν ραδιοφωνικό σταθμό και ο οποίος δεν νοιάζεται τόσο για τους σπασμένους δίσκους που εξοργισμένη η σύντροφός του (Έλεν Μπάρκιν) του καταστρέφει, όσο για τα καλολουστραρισμένο ζευγάρι παπουτσιών που αποτελεί, μάλλον για αυτόν, το εισιτήριο στον κόσμο της χλιδάτης ζωής των πετυχημένων της αμερικάνικης κοινωνίας.
Μετά την πρώτη γνωριμία μας με τους δύο πρωταγωνιστές, ακολουθεί μία διαδοχική σειρά από σεκάνς που είναι άψογα λειτουργικά συνδεδεμένες μεταξύ τους, αναδεικνύοντας στο έπακρο τα βασικά θεματικά στοιχεία της ταινίας. Στις πρώτες σεκάνς συναντάμε τον Ζακ και τον Τζακ να πέφτουν στην παγίδα που τους έχουν στήσει κάποιοι άλλοι, που κατά πως φαίνεται συνεργάζονται με τον νόμο, και να βρίσκονται τυχαία και άδικα ταυτόχρονα, στο ίδιο κελί. Μέσα στο κελί παρακολουθούμε την κοινή συμβίωση και των δύο που κάθε άλλο παρά αρμονική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, αφού παρά τις ομοιότητες που διαθέτουν και οι δύο, ο περιχαρακωμένος κόσμος του καθενός, στον οποίο ζουν, δεν τους επιτρέπει τη δημιουργία κανενός διαύλου επικοινωνίας ανάμεσά τους. Σε επόμενη σεκάνς έχουμε τον ερχομό του Μπομπ (Ρομπέρτο Μπενίνι) ενός Ιταλού μετανάστη ή τουρίστα -δεν διευκρινίζεται στην ταινία- ενός καλόκαρδου, συμπαθέστατου και άκρως αισιόδοξου Ιταλού που συλλαμβάνεται και αυτός και βρίσκεται στο ίδιο κελί, σπάζοντας με τον ερχομό του τη μαυρίλα της απραξίας, της απαισιοδοξίας, της μοναξιάς και της κατήφειας των Ζακ και Τζακ.
Έτσι λοιπόν οδηγούμαστε στο κρίσιμο σημείο της αφήγησης, όπου ο Μπομπ θα βγάλει από τη στασιμότητα και το περιχαράκωμα τους δύο πρωταγωνιστές και θα λειτουργήσει ως ο συνδετικός κρίκος, ως η γέφυρα που θα ενώσει δύο διαφορετικούς κόσμους. Των Αμερικανών, που λίγα γνωρίζουν για την αμερικάνικη πραγματικότητα, και των Ευρωπαίων, που έχουν γνωρίσει την Αμερική μέσα από τις ταινίες της, τους ποιητές και τους συγγραφείς της και όπως αποδεικνύεται γνωρίζουν πολύ περισσότερα. Η σύγχρονη Αμερική παρουσιάζεται ως τόπος χωρίς σημείο αναφοράς, μία χώρα όπου κυριαρχεί η στασιμότητα και οι υπερρεαλιστικές εικόνες , μία εγγενής ανισορροπία που έρχεται να διορθώσει ο Ευρωπαίος Μπομπ που δεν γνωρίζουμε -και που δεν έχει και καμία ιδιαίτερη σημασία, άλλωστε- το πώς βρέθηκε στη χώρα αυτή. Ο Ιταλός Μπομπ είναι αυτός που οργανώνει την απόδραση και οδηγεί τους δύο κρατούμενους μέσα από τους βάλτους της Βαλτιμόρης δείχνοντάς τους τον δρόμο προς την ελευθερία.
Ο Τζάρμους στήνει μία ταινία που δομείται στον κόσμο του κινηματογράφου, μέσα από διαφορετικά χολιγουντιανά είδη που συνενώνονται και συνυπάρχουν, για να αποκαλύψει το καθένα την αλήθεια που υπηρετεί το είδος του. Το κοινωνικό δράμα και το ψυχόδραμα που βιώνουν ο Τζακ και ο Ζακ καθώς βρίσκονται σε δυσαρμονία με το κοινωνικό τους περιβάλλον, αλλά και με τους ίδιους τους τους εαυτούς, αφού η αβεβαιότητα των επιλογών τους προκαλεί και στους ίδιους έναν συναισθηματικό διχασμό, αποσυμφορείται με τα κωμικά στοιχεία της ταινίας που παρεισφρέουν στην ταινία με την είσοδο του Μπομπ. Κωμωδία και δράμα συνυπάρχουν αριστοτεχνικά. Ταυτόχρονα, το νουάρ συναντιέται με την καταδίωξη, με την περιπλάνηση του road movie, το ρεαλιστικό παραχωρεί τη θέση του στον μαγικό ρεαλισμό του φανταστικού κινηματογράφου, όπου ρεαλιστικά και παραμυθένια στοιχεία μέσα από μεταμοντέρνες αφηγηματικές τεχνικές ενσωματώνονται στον ιστό της καθημερινότητας, καταδεικνύοντας την αλληλεπίδραση του φυσικού με το υπερφυσικό του παραμυθιού. Του παραμυθιού, όπου το ελλειμματικό μοτίβο της αφήγησης είναι κυρίαρχο και όπου ο από μηχανής καλός ήρωας σώζει την κατάσταση ξεβαλτώνοντας τους ήρωες από την στασιμότητα της κατάστασης στην οποία ασυνείδητα έχουν περιέλθει. Στο ονειρικό περιβάλλον των βάλτων της Βαλτιμόρης, όπου οι χαρακτήρες χάνουν την αίσθηση του χρόνου και του προσανατολισμού τους, η εμμονή στα ιδιοσυγκρασιακά στοιχεία του καθενός είναι έντονη: Ο Ζακ ζει μέσα από την ανάμνηση των ραδιοφωνικών του εκπομπών, ενώ ο Τζακ εμμένει στην εμφάνισή του και τον ναρκισσισμό του. Ωστόσο, παρόλο που ο υποκειμενικός τους κόσμος παραμένει ο ίδιος, η εσωτερική μεταμόρφωση έχει αρχίσει ήδη να συντελείται αφού οι ίδιοι ανακαλύπτουν άγνωστες πτυχές της ζωής που πριν δεν παρατηρούσαν, απορροφημένοι και οι δύο στην αδιέξοδη υπαρξιακή τους μοναξιά, αλλαγές που διαθλώνται στα εσώτερα του καθενός και που τους δίνεται η δυνατότητα να αξιοποιήσουν στον δρόμο που ο καθένας επιλέγει τελικά να ακολουθήσει στη ζωή του.
Μέσα από μη δραματικές καταστάσεις διεισδύουμε σταδιακά στο εσωτερικό δράμα του κάθε χαρακτήρα χωρίς μεγαλοστομίες και δραματουργικές κορυφώσεις, αλλά μέσα από την σκηνοθετική δεξιοτεχνία του Τζάρμους που μετατοπίζει την έμφαση από τα γεγονότα, που ίσως δεν έχουν και τόση σημασία, στα υποκείμενα που μετέχουν σε αυτά. Ο κινηματογράφος του Τζάρμους, αμφισβητεί, αναδεικνύει τα λογικά παράδοξα -ο Μπομπ είναι ο μόνος που έχει διαπράξει έγκλημα, κάτι που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την εικόνα του και την ιδιοσυγκρασία του- αναζητά τις αντιφάσεις χωρίς να υπόκειται σε καμία αυθεντία, στοχεύοντας στη συντριβή κάθε περιοριστικού ορίου στη συγκρότηση της δομής, του ύφους και της θεματικής της αφήγησης της ταινίας του. Επιπλέον μας αποκαλύπτει αυτό που ο κλασικός χολιγουντιανός κινηματογράφος δεν κάνει. Καταδεικνύει την ψευδαίσθηση της πραγματικότητας που προσπαθεί να δημιουργήσει ο κλασικός κινηματογράφος και προχωρά στο επόμενο βήμα χρησιμοποιώντας αυτή την ψευδαίσθηση, στην οποία στηρίζεται η τέχνη του κινηματογράφου, για να προσεγγίσει την αλήθεια περνώντας από ένα βαθιά ριζωμένο απόλυτο σε ασταθείς σχετικότητες. Σχετικότητες που αποδεικνύουν διαρκώς ότι μαθαίνεις όταν ανακαλύπτεις ότι τα πράγματα δεν είναι αυτά που πίστευες και τόσο περισσότερο μαθαίνεις, όταν πρώτα εγκαταλείπεις ό,τι πιο απόλυτο εμπεριείχε η κατακτημένη γνώση σου.
Η ταινία που άνοιξε δρόμους στην κινηματογραφική γραφή, επαναπροβάλλεται σε αρκετά θερινά σινεμά και αποτελεί μία πολύ ωραία πρόταση για την είσοδό μας στην πολλά υποσχόμενη καλοκαιρινή σεζόν που ανοίγεται εμπρός μας!