22 Μάη 1894 – 130 χρόνια από τη γέννηση της Έλλης Αλεξίου

«Ποτέ μου δεν πίστεψα ότι έχω μια προσωπική, οιαδήποτε αξία, ούτε όμορφη, ούτε έξυπνη, ούτε τίποτα. Πάντοτε νόμισα ότι είναι απάτη στη μέση. Εχει ο οργανισμός μου σκεφτόμουν κάτι που απατά και με νομίζουνε καλύτερη απ’ ό,τι είμαι, ενώ δεν είμαι τίποτε, μόνο δείχνω να είμαι. Είμαι …απατώ – απάτη…»

Εκατόν τριάντα χρόνια από τη γέννηση της Ελλης Αλεξίου. Μία ημερομηνία που δεν είναι η σκιά μιας εποχής, αλλά ένας χρόνος διπλωμένος από αιωνιότητα. Εζησε περίπου έναν αιώνα. Διέσχισε τη ζωή της αγέρωχη, με συνέπεια στον κομμουνισμό, με τις χαρές και τις λύπες της καθημερινότητας. Κυρίως, όμως, με διανοητική επαγρύπνηση.

Από μια ραδιοφωνική συνέντευξη ξεκίνησε η γνωριμία μας και πολύ σύντομα έγινα η συχνή της παρέα. Πάντα τη θυμάμαι με γλυκιά νοσταλγία. Θεσπρωτέως 1. Πάροδος Λ. Αλεξάνδρας. Εκεί έμενε. Σ’ ένα απλό, άνετο διαμέρισμα. Μ’ εντυπωσίαζε το κουζινάκι όπου είχε φυλαγμένα, σε γυάλινα βαζάκια, όλα τα είδη μαγειρικής. Το μεγάλο τραπέζι στο χολ, όπου απολάμβανε το φαγητό της τακτικά με φίλους, δίπλα το σαλόνι με το πιάνο, τα βιβλία, ενθύμια. Στο βάθος, το δωματιάκι όπου ξεκουραζόταν, κρατώντας σημειώσεις, απαντούσε στο τηλέφωνο με τη χαρακτηριστική φράση: «Σας ακούω». Εκεί δίπλα και το ραδιόφωνο, πάντα στο «Τρίτο Πρόγραμμα», απολαμβάνοντας τον αγαπημένο της Σοπέν.

Οι κουβέντες μας διασχίζοντας τη ζωή της έφταναν σε όρια εξομολόγησης, εμπιστοσύνης. Δεν μπορούσα ν’ αφήσω μόνο τα ίχνη αυτών των αφηγήσεων. Εγραψα ένα βιβλιαράκι, επηρεασμένη από ένα όνειρο που είδα, σα να με καλούσε η ίδια. Βρισκόμουν, στ’ όνειρο, σε μια γλυκιά εξοχή κάτω από έναν γκρίζο ουρανό. Γύρω βραχώδη υψώματα. Μια συστάδα νησιών κολλημένα μεταξύ τους. Η θάλασσα γαλήνια. Τοπίο τόσο πραγματικό όσο και η παρουσία μιας καλοντυμένης γυναίκας καθισμένη σ’ έναν βράχο. Γύρω της παιδάκια μικρής ηλικίας. Πλησίασα και είδα την Ελλη Αλεξίου, νέα, όμορφη με μια μεγαλοπρέπεια να μου λέει: «Σήμερα θα διδάξω την ιστορία του νησιού μας και στα παιδάκια». Το βιβλίο εκδόθηκε από τη «Σύγχρονη Εποχή».

Αυτή η επέτειος, 22 Μαΐου 2024, μ’ έκανε να αγγίξω τα χέρια της, να θυμηθώ την προσφορά της, το ανεξάντλητο έργο της. Να συνδέσω τη μνήμη με τον λόγο, για να γίνει η Ελλη Αλεξίου πιο κοντινή μας κι όχι μια απλή αναφορά, με αφορμή την ημερομηνία της γέννησής της.

Εφθανε να της κάνεις μια ερώτηση – να της ζητήσεις μια γνώμη, μια συμβουλή για ν’ ανοίξουν οι κρουνοί και να ξεχυθεί η σοφία της. Μια πείρα ζωής ενός αιώνα, που έζησε έντονα κάθε στιγμή – με γαλήνη κι αξιοπρέπεια. Είχε απέραντη καλοσύνη. Πίστευε στην ανθρώπινη αξία. Δεν ανήκε στο ΚΚΕ για να καρπωθεί ή να αναδειχθεί μέσα από αυτό. Οταν ήθελε να ορκιστεί έλεγε: «Στο λόγο της κομματικής μου τιμής».

***

Παραθέτω ένα απόσπασμα από μια κουβέντα μας:

Εύα: Κα Αλεξίου, τα παιδικά σας χρόνια ήταν εύκολα ή δύσκολα;

Ελλη: Αμα πέθανε η μαμά μου, νοικοκυρά έγινε η Γαλάτεια, αλλά είχαμε πάντα υπηρέτρια, πάντοτε. Οταν παντρεύτηκα είχαμε τέτοιες φτώχειες, ούτε υπηρέτρια απασχολούσαμε τότε. Τα ‘κανα όλα μόνη μου και καταφέραμε να ζήσουμε μέσα σ’ αυτήν τη φτώχεια αξιοπρεπώς. Δεν ήταν όλα στη ζωή μου ρόδινα, αφού δεν είχα μητέρα.

Νομίζω ότι ήμουνα εκ φύσεως εγκρατής. Συγκεντρωμένη στα καθήκοντά μου και παρ’ όλες τις ελλείψεις που είχα, δεν έδωκα ποτέ σημασία στο τι θα φάμε. Ούτε να το συζητήσω! Θυμούμαι που μια φορά ήθελα ένα ψάθινο καπέλο, μεγάλο, για τον ήλιο. Αλλά δεν ένιωσα στερητικά, που δεν μπορούσα να το αγοράσω, δεν το ‘παιρνα και καημό, δεν είχα και πού να παραπονεθώ δηλαδή.

Η οικογένεια ήτανε ο καθένας κι επάνω του. Οταν λείπει ο συνδετικός κρίκος, που είναι η μάνα, το κάθε παιδί διαμορφώνεται εις τις ανάγκες του κατά μόνας. Μαθαίνει μοναχό του να παλεύει. Δεν έχει πού να καταφύγει. Εγώ δεν είχα πού να καταφύγω. Παντρεύτηκε και η Γαλάτεια και έμεινα εγώ πίσω. Σε μένανε καταφεύγανε, κι ας ήμουνα το πιο μικρό παιδί.

Εύα: Ησασταν αγαπημένα αδέλφια;

Ελλη: Πολύ αγαπημένα, πάρα πολύ. Ο Ραδάμανθυς ήτανε πραγματικά άγιος. Αγιος. Αν τύχαινε να του ζητήσεις κάτι και να μην το έχει, καταλάβαινες ότι γινόταν δυστυχής. Μια τέτοια στεναχώρια τον έπιανε που δεν μιλούσε, δεν γελούσε, δεν μπορούσε ν’ ασχοληθεί με τίποτα. Εκ φύσεως ήταν έτσι. Εχω τη γνώμη ότι αυθόρμητα έπασχε.

Ποτέ μου δεν πίστεψα ότι έχω μια προσωπική, οιαδήποτε αξία, ούτε όμορφη, ούτε έξυπνη, ούτε τίποτα. Πάντοτε νόμισα ότι είναι απάτη στη μέση. Εχει ο οργανισμός μου σκεφτόμουν κάτι που απατά και με νομίζουνε καλύτερη απ’ ό,τι είμαι, ενώ δεν είμαι τίποτε, μόνο δείχνω να είμαι. Είμαι …απατώ – απάτη.

Με ζήτησαν για γάμο ένα σωρό. Δεν πίστευα ότι αξίζω. Οτι με ζητούνε για μένα. Πάντα έλεγα νομίζουν ότι είμεθα πλούσιοι, νομίζουν ότι έχουμε. Κι όταν με ζήτησε ο Βάρναλης, δεν το πήρα σοβαρά του είπα: «Μη νομίζεις ότι θα σου δώκω σημασία. Ξέρω ότι το λες κάτω από την εντύπωση της βραδιάς, γι’ αυτό να είσαι άνετος απέναντί μου. Σα να μην μου το ‘πες. Οτι το ‘πες λόγω της ωραίας βραδιάς»!

Ητανε γλέντι, έπιναν, τραγουδούσαν και μου λέει: «Τώρα περνώντας από το Ηράκλειο θα σε ζητήσω από τον πατέρα σου, θα πεις όχι;». Κι εγώ τον λυπήθηκα. «Κοίταξε τώρα σκέφτηκα, αύριο θα το ‘χει μετανιώσει, αλλά ντρέπεται». «Να μη νομίσετε ότι θα το λάβω υπ’ όψιν μου», του είπα, «είναι σαν μην το άκουσα». «Είναι η βραδιά», λέγω, «είναι το γλέντι, είναι οι ευχάριστες ώρες που περνάμε εδώ στο Κράσι».

Λέει ο Βάρναλης: «Μπα εγώ δεν πίνω ποτέ κρασί». Και πραγματικά, δεν έπινε! «Ομως εγώ απόψε ήπια ίσως και πάρω το θάρρος να σου το πω Λιλίκα. Κατάλαβες;», μου απάντησε. Αλλά εγώ πίστεψα ότι βλέπει, εδώ πάνω τ’ αμπέλι μας, τα χωράφια μας, τα λιόσια και νομίζει ότι αυτά έχουνε τιμή, θα περνάει για κανένα φεουδάρχη… τον πατέρα μου.

***

Οταν η συζήτηση έφτασε στις μαθητικές τις αναμνήσεις:

Εύα: Τι θυμάστε από τα μαθητικά σας χρόνια;

Ελλη: Στο σχολειό ήμουνα η καλύτερη – όχι της τάξης, στην τάξη δεν γινότανε συζήτηση, η αμέσως μετά από μένα ήτανε δύο βαθμούς παρακάτω, να παίρνω εγώ πλήρες άριστα κι αυτή οκτώμισι.

Δεν είχα ποτέ προβλήματα αλλά θυμούμαι, είχε παντρευτεί η Γαλάτεια κι είχαμε μια υπηρέτρια, την Αγάπη, που μας είχε αναθρέψει από μωρά εμένα και τον Λευτέρη. Πήγα να πάρω τα αποτελέσματα μαζί της από το Γυμνάσιο κι όπως μπήκαμε με την Αγάπη μέσα στην αυλή έπεσαν τα παιδιά των άλλων τάξεων και οι συμμαθητές μου φώναζαν: «Πρώτη, πρώτη, πρώτη»!

Εγώ κατάλαβα, η Αγάπη όμως δεν κατάλαβε. «Τι είναι αυτό, γιατί έπεσαν απάνω της», αναρωτήθηκε.

Εμένα δεν μου έκανε καμία εντύπωση. Ελεγα: «Για όποιον θέλει, δεν είναι τίποτα αυτό, όχι δεν είναι το εξαίρετο, έλεγα. Εσύ δεν θέλεις να πάρεις δέκα και γι’ αυτό δεν διαβάζεις. Ενώ, εγώ δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι διαβάζω για να πάρω δέκα, διάβαζα μέχρι να εξαντληθεί το θέμα, διάβαζα απ’ όλες τις εγκυκλοπαίδειες, απ’ όλα τα βιβλία που είχαμε. Θυμούμαι μια φορά διάβασα ένα ολόκληρο βιβλίο για τη μέλισσα. Την άλλη μέρα με βγάζει στο μάθημα ο καθηγητής κι έλεγα εγώ λεπτομέρειες για τη μέλισσα. «Τι μου λες, παιδί μου, – θαύμαζε ο καθηγητής – δεν το ήξερα αυτό»! Ελεγα – ας πούμε – πόσες διακλαδώσεις, πόσες αρθρώσεις έχουνε οι κεραίες ή πώς είναι σχηματισμένη, η όραση κι ότι διαφέρει ριζικά απ’ την ανθρώπινη η όραση της μέλισσας, είναι εξαίσια, ώστε η μέλισσα να μπορεί να βλέπει χωρίς να πρέπει να γυρίσει το κεφάλι της. Εμείς, για να δούμε, πρέπει να γυρίσουμε. Η μέλισσα βλέπει παντού, οι φακοί είναι εξόφθαλμοι και βλέπει παντού και μυρίζει από δύο χιλιόμετρα το μέλι.

«Μα ποιος σου τα είπε εσένα αυτά, πού τα ξέρεις;», με ρώτησε ο καθηγητής. Λέω: «Διάβασα τις εκδόσεις των ωφέλιμων βιβλίων και είχε έναν τόμο, σχετικό με τη μέλισσα». Ενθουσιάστηκε βέβαια!

Στη Χημεία ήμουν καλύτερη από πανεπιστημίου χημικό. Δεν έκανα τίποτα χωρίς να το αποδείξω με τύπους. Και θυμάμαι στις εξετάσεις που είχα τελειώσει μία κόλλα και εζήτησα δεύτερη, μου λέει ο καθηγητής: «Αφού ζήτησες παιδί μου κόλλα θα σου δώσω, αλλά πρέπει να σου πω ότι έχω τρία – τέσσερα χρόνια να διορθώσω γραπτό σου. Βλέπω “Ελλη Αλεξίου” και βάνω άριστα. Γιατί να κουράζομαι;».

Λυπήθηκα μια φορά μια συμμαθήτριά μου, στα μαθηματικά.

Για να πούνε τον κανόνα, ο καθηγητής ήθελε να τον πούνε άπταιστο, από πλευράς ελληνικής, ενώ ήτανε μαθηματικά! Ας νιώθανε τι έλεγαν από πλευράς αριθμητικής κι ας τα έλεγαν σε στραβά ελληνικά.

Αλλά αυτός επέμενε τόσο, που στο τέλος ήταν σαν να κάναμε ελληνικά. Η μαθήτρια δεν έβρισκε τη γενική με το «διά» και το «επί», έβανε το «διά» με αιτιατική το «επί» με γενική. «Επί τίνος αριθμού» αντί να λέει «Επί τινα αριθμόν». Ε, ώσπου στο τέλος αυτός διαολιζόταν, την έπιασε απ’ την ποδιά και την πέταξε έξω.

Ο Περιστερίδης πάλι που μας έκανε Φυσική, Χημεία άμα οι άλλοι δεν καταλαβαίνανε κάτι, ας πούμε αυτό το «Παν σώμα εμβαπτιζόμενο εντός του ύδατος…». Τους έλεγε: «Δηλαδή τι εννοείς, άμα κολυμπάμε είμαστε ελαφρότεροι;». Αυτοί δεν ήξεραν και άρχιζαν πάλι το ίδιο «Παν σώμα εμβαπτιζόμενο…χάνει τόσον εκ του βάρους…». «Ναι βρε παιδί μου, κατάλαβα. Πες μου τι γίνεται, με το σώμα σου. Το βάνεις εις το νερό, γιατί αλαφραίνει»; Ελεγε πάλι αυτή «Παν σώμα…» όπου την άρπαγε από την ποδιά – δεν έδερνε ο καημένος ο Περιστερίδης – και την πέταγε… «Φύγε από δω να κουρεύεσαι…».

***

Θυμάμαι μια μέρα, μας έπιασαν κάτι γέλια με τη συμμαθήτριά μου, τη Λιναρδάκη! Ηταν κι αυτή πολύ εύκολη στο γέλιο. Και γελάγαμε… γελάγαμε και να μην μπορούμε να συνέλθουμε. Είχαμε θρησκευτικά με τον κύριο Μαθιουδάκη. Ενας χάρτης της Γεωγραφίας κρεμόταν στον τοίχο και βλέπω να τον έχουνε καρφώσει με δύο καρφιά, το ένα όσο, μισό μέτρο, μια καρφάρα εκατό οκάδες, κι ένα χαρτί, σκέτος ο κακομοίρης ο χάρτης, ενώ στην άλλη γωνία ένα καρφάκι ένα πόντο ίσα ίσα κράταγε το χαρτί.

Λέγω λοιπόν εγώ στη Λιναρδάκη, γύρισε να δεις. Γύρισε και μας επαίρνει ένα γέλιο να πλαντάξουμε. Ο καημένος ο Μαθιουδάκης τι να κάνει τώρα. Εμείς δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε. Λοιπόν θυμούμαι τώρα ότι το μόνο που βρήκε να πει: «Δεν πειράζει αφήστε τες εμείς να συνεχίσουμε το μάθημά μας». Τιμωρία δεν ήταν αυτό το αφήστε τες;

Μας πρόσβαλε δα.

Εύα: Εσείς αν ακούγατε παιδιά να γελούν στο μάθημά σας τι θα λέγατε; Θα τα μαλώνατε;

Ελλη: Ποτέ. Εγώ έλεγα γελάστε όσο μπορείτε γιατί το γέλιο είναι ιερό. Θέλω να γελάτε. Ακόμα κι αν μου πείτε ότι γελάτε για μένα, δεν πειράζει. Να γελάτε. Το γέλιο είναι ιερά υπόθεσις. Να τα μαλώσω για γέλιο; Παναγία μου! Για τίποτα.

Μια φορά την ώρα του μαθήματος σ’ αυτή τη σιγή, την ιερά σιγή της τάξης, ακούω ένα δυνατό θόρυβο. Κατάλαβα πως ερχότανε απ’ τη δεξιά πλευρά της τάξης.

«Τι ‘ναι βρε αυτό, λέγω, τι φέρατε; Ρολόι είναι;»

Ρωτάω και συνεχίζω: «Ο,τι είναι να το φέρετε εδώ απάνω στην έδρα και να το πάρετε άμα τελειώσει το μάθημα διότι εγώ, λέγω, κατάλαβα ότι αυτό είναι ήχος. Από κουδούνι ή από ρολόι άκουσα τον ήχο. Δεν ξέρω ποιος από σας το έχει».

Κατέβηκα λοιπόν και τράβηξα προς το σημείο που ερχόταν ο ήχος. Κάποιο παιδί, μικρό της πρώτης γυμνασίου μου λέει: «Τι έρχεστε εδώ, δεν είναι από μένα, να κοιτάξτε στην τσέπη μου», σηκώνει τα χέρια και βάνω το χέρι μου στη τσέπη του και βγάνω το ρολόι. Πονηρός αυτός!

Εύα: Και τι κάνατε εκείνη την στιγμή;

Ελλη: Το πήρα το ρολόι, γέλασα και συνεχίσαμε το μάθημα.

Σε αυτή την αφήγησή της, μίλησε για τους νεανικούς της έρωτες, τον Κώστα Βάρναλη και τον σύντροφό της Βάσο Δασκαλάκη. Αποκάλυψε άγνωστες πλευρές του Νίκου Καζαντζάκη, συζύγου της αδερφής της, Γαλάτειας. Αναφέρθηκε στους κοινωνικούς της αγώνες, στην προσφορά της στην εκπαίδευση, στον κομμουνισμό και σε άλλα σύγχρονα θέματα. Φυσικά, δεν έλειψαν και τα ωραία της ανέκδοτα.

Εύα Νικολαΐδου

Αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη, Σάββατο 18 Μάη 2024 – Κυριακή 19 Μάη 2024

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: