«Περσόνα / Persona» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
«Αυτό που έκανα μπορεί να παρομοιαστεί με ένα μελωδικό θέμα που το ενορχήστρωσα με τη βοήθεια των συνεργατών μου, κατά τη διάρκεια του γυρίσματος. Καλώ τους θεατές να αφήσουν τη φαντασία τους ελεύθερη να ερμηνεύσει το υλικό που θέτω στη διάθεσή τους» Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Η Ελίζαμπεθ, μια καταξιωμένη ηθοποιός, στη μέση μιας παράστασης επιλέγει να σταματήσει να μιλά ξεσπώντας σε γέλια. Βυθίζεται στην αλαλία διαπιστώνοντας τη φαιδρότητα και το ανούσιο των προσωπείων που μέχρι τώρα στη ζωή της κουβαλούσε, τον μάταιο αγώνα της να προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από αυτά. Θέτει ένα τέλος στις διαρκείς προσπάθειές της να υποδυθεί ρόλους κοινωνικά αποδεκτούς, να υποδύεται την περσόνα της επιτυχημένης σε όλους τους τομείς -επαγγελματικούς και προσωπικούς- γυναίκας. Η Ελίζαμπεθ επιλέγει τη σιωπή, μία άλλη ίσως μορφή ψυχικού θανάτου, αφού αφαιρεί από τον εαυτό της την δυνατότητα της προσωπικής έκφρασης, τη δυνατότητα να μιλήσει για όλα αυτά που χρόνια έκρυβε μέσα της και που αναζητούσαν την ευκαιρία να ανέλθουν στην επιφάνεια. Όλα αυτά που κανένας δεν ενδιαφέρονταν και δεν ήθελε να ακούσει, ίσως γιατί φοβόταν ότι αν τα άκουγε θα καταστρέφονταν η εικόνα που είχε σχηματίσει για την Ελίζαμπεθ και μαζί με αυτήν ό,τι για τον ίδιο σήμαινε και αντανακλούσε η περσόνα της Ελίζαμπεθ. Είναι όμως ασφαλές το καταφύγιο της απομόνωσης και της ξαφνικής της αποκοπής από ό,τι τη συνέδεε με το εξωτερικό της περιβάλλον; Ή μήπως η Ελίζαμπεθ υποδύεται έναν ακόμη ρόλο, επιδιώκοντας τα βλέμματα να στραφούν πάνω της εξαιτίας αυτής της αλλόκοτης συμπεριφοράς της και επιδιώκοντας ίσως με αυτόν τον τρόπο να προκαλέσει μέσα από τη δική της σιωπή τον αποκαλυπτικό λόγο των άλλων; Αυτόν τον λόγο που θα αναδείξει τις δικές τους προσωπικές αλήθειες, έναν λόγο που υπό άλλες συνθήκες δεν θα τους δινόταν η ευκαιρία να εκφράσουν, αφού και οι ίδιοι κρύβονται πίσω από τα δικά τους προσωπεία;
Η εμφάνιση της Άλμα της νεαρής νοσοκόμας που της ανατίθεται η φροντίδα της Ελίζαμπεθ και που η ίδια θαυμάζει την ηθοποιό θέλοντας πολύ να της μοιάσει, επιχειρεί να δώσει απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα. Η Άλμα είναι ο αντίποδας της Ελίζαμπεθ. Φλυαρεί διαρκώς, προσπαθώντας αρχικά μέσα από τον λόγο της να κατευθύνει τη σκέψη της προς τα εκεί που οι κοινωνικές νόρμες της επιβάλλουν. Όταν όμως για ένα χρονικό διάστημα θα ζήσει μαζί με την Ελίζαμπεθ σε ένα απομονωμένο παραθαλάσσιο σπίτι, εκεί ο λόγος της θα αρχίσει να μεταρσιώνεται και θα πάψει να δομείται προκειμένου να λειτουργεί ως προστατευτικό τείχος σε οποιαδήποτε προσπάθεια διείσδυσης προς τα «μέσα». Θα αρχίσει να αποκαλύπτει ό,τι είναι φορτωμένο με ενοχές, ό,τι βαραίνει τη συνείδηση, όχι γιατί είναι από τη φύση του κακό, αλλά γιατί η Άλμα έχει εκπαιδευτεί να το θεωρεί ως τέτοιο.
Ο λόγος αυτός της Άλμα δεν βγάζει την Ελίζαμπεθ από την αλαλία της, δεν κινητοποιεί τη λεκτική της έκφραση, κινητοποιεί όμως την ψυχή της, κινητοποιεί τον συναισθηματικό της κόσμο, φέρνοντας τις δύο γυναίκες πολύ κοντά, μέσα από τη σταδιακή τους μεταμόρφωση που λαμβάνει χώρα καθόλου ανώδυνα, αφού τα κρυμμένα που αποκαλύπτονται μέσω του λόγου και της σιωπής που προκαλεί τον λόγο, προκαλούν με τη σειρά τους συγκρούσεις που αναδύουν θαμμένες αλήθειες που επιζητούν και αυτές με τη δική τους σειρά το βίωμά τους. Η ένωση των δύο γυναικών θα προσομοιωθεί με την ένωση των εραστών όπου τα σώματα γυμνά, χωρίς καμία αιδώ υπακούοντας στα ορμέμφυτα των ενστίκτων που τα καθοδηγούν, βρίσκουν την πλήρωσή τους μέσα από τη δική τους γλώσσα που δεν τιθασεύει, δεν συμβουλεύει, δεν προσπαθεί να πείσει, είναι απαλλαγμένη από κάθε «πρέπει» που στέκει εμπόδιο στην έκφραση του ασυνείδητου, είναι απαλλαγμένη από κάθε λεκτικοποίηση του συνειδητού κόσμου, που η πρόσληψή του υπακούει σε μία σειρά κανόνων που αλλοιώνουν το ουσιώδες του περιεχομένου του.
Ο κινηματογράφος του Μπέργκμαν, που δεν παραλείπει να τον θέσει μέσω της αυτοαναφορικότητας του και αυτόν στη βάσανο της κριτικής, μετατρέπεται στα χέρια αυτού του δημιουργού στο κατάλληλο μέσο για να γνωρίσουμε τα απόκρυφα του κόσμου μας μέσα από την αλληγορία που αποτελεί βασικό συστατικό της φαντασίας και του ονείρου. Ο Μπέργκμαν επιμένει στην κατανόηση της ονειρικής διάστασης της ύπαρξης, όχι σαν φαντασιακή δύναμη αλλά ως το κρυφό άλλο της προσωπικότητας που μέσω της εικονογράφησής του, μάς αποκαλύπτονται ταυτόχρονα και η ευαισθησία του, αλλά και η ωμότητά του και η σκληρότητά του. Μία σκληρότητα που λειτουργεί ως προστατευτική ασπίδα στον πιο βαθύ υπαρξιακό φόβο, αυτόν της φθοράς και του θανάτου και μιας βαθιάς ευαισθησίας που αντανακλά την βαθιά αγάπη για την ίδια τη ζωή και τον Άλλον που χωρίς αυτόν η ζωή δεν θα είχε κανένα νόημα.
Για την «Περσόνα» έχουν χυθεί τόνοι μελάνης αναλύοντας σε φιλοσοφικό και ψυχαναλυτικό επίπεδο τον επιδραστικό ρόλο που μπορεί η τέχνη του κινηματογράφου να διαδραματίσει στον απλό θεατή σε αυτά τα επίπεδα. Νομίζω, ότι τα λόγια του μεγάλου αυτού σκηνοθέτη μπορούν εύκολα και απλά να μας βοηθήσουν να ξεπεράσουμε τα όποια εμπόδια ερμηνείας του έργου του, με δεδομένο ότι τα έργα του Μπέργκμαν σε καμία περίπτωση δεν χαϊδεύουν αυτιά, και δυσκολεύουν πολύ τον θεατή, υπό την έννοια ότι τον κοιτούν καταπρόσωπο και του αποκαλύπτουν αυτά που πολλές φορές αρνείται να δει και να ακούσει. Λέει λοιπόν ο ίδιος χαρακτηριστικά για την Περσόνα: «Αυτό που έκανα μπορεί να παρομοιαστεί με ένα μελωδικό θέμα που το ενορχήστρωσα με τη βοήθεια των συνεργατών μου, κατά τη διάρκεια του γυρίσματος. Καλώ τους θεατές να αφήσουν τη φαντασία τους ελεύθερη να ερμηνεύσει το υλικό που θέτω στη διάθεσή τους».
Αυτό που για εμένα κατατάσσει τον σκηνοθέτη αυτόν στους μεγαλύτερους στην ιστορία του κινηματογράφου, είναι ότι έθεσε πολύ υλικό στη διάθεσή μας…
Η ταινία «Περσόνα» προβάλλεται την Τετάρτη 29 Μαΐου στον κινηματογράφο Άστυ. Μην αφήσετε το υλικό αυτό να χαθεί. Είναι σίγουρο ότι με κάποιον τρόπο θα σας φανεί πολύ χρήσιμο και πολύ αξιοποιήσιμο.