Ξύπνα Βασίλη: Κόκορες, κόκκινα κοράκια και μαρξισμός κατά λάθος
Η σκηνή της τρέλας του Βασίλη, που επανέρχεται ως ύστατη διαφυγή μπροστά στον κόσμο που καταρρέει γύρω του, μοιάζει πολύ πιο ανθρώπινη στάση από την κυνική “λογική” των υπολοίπων. Μήπως είναι λίγες οι φορές που οι κομμουνιστές και οι συνοδοιπόροι τους αισθάνονται “κόκορες”στη σύγχρονη κοινωνία;
Με αφορμή το θάνατο του Φιλοποίμενα Φίνου, του ιδρυτή δηλαδή της θρυλικής Φίνος Φιλμ σαν σήμερα το 1977 , επέλεξα να αναφερθώ σε μια από τις πιο αγαπημένες μου ταινίες, το “Ξύπνα Βασίλη’, σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη. Αγαπημένη ακριβώς για τα αμφίθυμα συναισθήματα που μου προκαλεί, από τον καιρό εννοώ που την είδα για πρώτη (και δεύτερη, και τρίτη…) φορά ως παιδί, γελώντας απλώς με τα προφανή αστεία της, μέχρι και το τωρινό μεταίχμιο της δεύτερης νιότης μου, που την αντιμετωπίζω πια με το φίλτρο της κριτικής ανάλυσης των ιδεολογικών της μηνυμάτων και τη γνώση του κοινωνικοϊστορικού της πλαισίου (Θυελλώδικα χειροκροτήματα, ουρανομήκεις επιδοκιμασίες, που θα έλεγε και ο Σφυροδρέπανος) . Προφανώς και δεν κομίζω γλαύκας λέγοντας πως ο λεγόμενος “παλιός ελληνικός κινηματογράφος”, ιδιαίτερα οι κωμωδίες του, αποτελούν μια πολύ σημαντική πηγή για όποιον θέλει να μελετήσει την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής και την προϊούσα αποεαμοποίηση του ελληνικού λαού, την οποία κατά την ταπεινή μου αποψάρα ολοκλήρωσε το ΠΑΣΟΚ. Ακριβώς λοιπόν επειδή επρόκειτο για μια σταδιακή διαδικασία μετάλλαξης, οι πιο χαρακτηριστικές για το ιδεολογικό κλίμα της περιόδου ταινίες δεν είναι προπαγανδιστικά έπη αλά Τζέημς Πάρις, αλλά εκείνες στις οποίες τα ίχνη του ριζοσπαστισμού-με όποιες επιφυλάξεις μπορεί να προβάλει κανείς για το βάθος και τη στόχευση του-της δεκαετίας του ’60 διαπλέκονται με τον κυρίαρχο συντηρητισμό και τη δεδομένη -ακόμα και προ χούντας -λογοκρισία της εποχής. Έναν συντηρητισμό που υπηρετούν οι δημιουργοί και οι ηθοποιοί των εν λόγω ταινιών, αρκετές φορές ανεξαρτήτως των δικών τους πεποιθήσεων, κυρίως σε ό,τι αφορά τους δεύτερους.
Ας έρθω όμως στο ψητό, ή εν προκειμένω στο…τυρί, και δη το κόκκινο, όπως τιτλοφορούνταν ένα από τα πονήματα του ποιητή Φανφάρα:
Η υπόθεση λίγο-πολύ γνωστή στους περισσότερους και σίγουρα δεν προκαλεί έκπληξη, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, πως είναι μια ταινία που έγινε ασμένως αποδεκτή μέσα στο ιδεολογικό κλίμα της χούντας (το θεατρικό του Δημήτρη Ψαθά είχε γραφτεί νωρίτερα, το 1965), αφού παρουσιάζει τους αριστερούς ως αριβίστες βερμπαλιστές έτοιμους να ξεπουλήσουν την ιδεολογία τους και να γίνουν βασιλικότεροι του βασιλέως. Όλα αυτά σε αντίθεση με το δεξιό πλην τίμιο Βασίλη, ο οποίος είναι τελικά ο μόνος που πραγματικά ανορθώνει το ανάστημα του στην εργοδότρια, οδηγούμενος όμως στην τρέλα από την “προδοσία”, των αριστερών συγγενών του, που ως πλούσιοι πια συνεταιρίζονται με την μοχθηρή κυρία Φαρλάκου και διοργανώνουν βεγγέρες με τον ως χθες χλευαζόμενο ποιητή Φανφάρα. Ο Παρασκευάς Μουρατίδης, στο άρθρο του «Το θέατρο του Κέντρου: τα Ιουλιανά στις εμπορικές θεατρικές/κινηματοραφικές κωμωδιες», σχετίζει τα μηνύματα του έργου με τις κεντρώες πεποιθήσεις του Ψαθά, και την προσπάθεια του να πολεμήσει “τα δύο άκρα” , με ανισοβαρή όμως τρόπο.
Δε χωράει αμφιβολία ότι η ειρωνεία προς την αριστερά και ειδικότερα προς το συνδικαλισμό είναι ξεκάθαρη στην ταινία. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο, μην εμπιστεύεσαι τους συνδικαλιστές-έτσι γενικά-, θα σου φουσκώσουν τα μυαλά και μετά θα σε πουλήσουν τακιμιάζοντας με τ’αφεντικά. Οι δε διαδηλώσεις αντιμετωπίζονται στην ταινία ως “θέαμα” και βάση της περιγραφής της Ντίνας, αδελφής του Βασίλη, η συμμετοχή σε αυτές υπακούει στο νόμο της αγέλης “είδα ένα τσούρμο ανθρώπους που τρέχανε και φωνάζανε και μπήκα ανάμεσά τους κι άρχισα να τρέχω και να φωνάζω”. Στο ερώτημα ποια αριστερά όμως σατιρίζεται ακριβώς, τα πράγματα γίνονται περιπλοκότερα. Στη μομφή του Βασίλη, σε μια από τις πρώτες σκηνές, προς τον μετέπειτα γαμπρό του Μάνο: “αμ κουκουές δεν είσαι; Καλά σας λένε μιάσματα” (αργότερα θα τον αποκαλέσει και…Στάλιν), εκείνος απαντάει “Εγώ είμαι σοσιαλιστής”. Χωρίς ο διάλογος να υποδηλώνει φυσικά φιλο-ΚΚΕ διαθέσεις του συγγραφέα, είναι σαφές πως πιο ευεπίφοροι στην ιδεολογική διάβρωση παρουσιάζονται όσοι εκ προοιμίου σπεύδουν να αποτινάξουν από πάνω τους τη ρετσινιά του “δογματικού” κομμουνιστή. Επιπλέον, η απόρριψη στο συνδικαλισμό δε συνδυάζεται με αποθέωση των αφεντικών, αφού η απεικόνιση της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και καταπίεσης είναι από τις πιο ρεαλιστικές, ειδικά στις σκηνές με την υπάλληλο που προσπαθεί απεγνωσμένα να αλλάξει πόστο για να προστατεύσει τα νεφρά της από την ορθοστασία. Εξάλλου, οι κολακείες του Βασίλη και η ένθερμη ιδεολογική ταύτιση με την εργοδότριά του στο πρώτο μισό της ταινίας, δεν εμφανίζονται να του αποφέρουν κανένα όφελος, αφού εμφανίζεται εξίσου καταπιεσμένος και κακοπληρωμένους με τους υπόλοιπους συναδέλφους του.
Ο πιο απολαυστικός χαρακτήρας του έργου, τον οποίο απογειώνει με την ερμηνεία του ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος, είναι ο ποιητής Τιμολέων Φανφάρας. Στο πρόσωπό του η καθεστωτική διαννόηση διακωμωδείται ανελέητα, με όλη της την αυταρέσκεια, την κενολογία και την ταυτόχρονη οσφυοκαμψία της στα αφεντικά. Είναι ενδιαφέρον πως σε μια εποχή που ιδιαίτερα η ποίηση στην Ελλάδα θεωρούνταν- και ήταν σε σημαντικό βαθμό αριστερή διαφόρων αποχρώσεων-, το πρότυπο του “θολοκουλτουριάρη” όπως θα λεγόταν σήμερα στην αδωνίζουσα διάλεκτο, αποδίδεται στον αντικομμουνιστή Φανφάρα. Κατά μία έννοια, ο ποιητής του “Σκοταδόψυχου” βρίσκεται μπροστά από την εποχή του, θυμίζοντας πολύ περισσότερο τη σημερινή πλειονόητα της ενσωματωμένης διαννόησης. Ολοφάνερη είναι εξάλλου η επιρροή των στίχων του Φανφάρα στο ποιητικό έργο ενός σύγχρονου μαχητικού φιλελεύθερου, όπως ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος. Τέλος, η σκηνή της τρέλας του Βασίλη, που επανέρχεται ως ύστατη διαφυγή μπροστά στον κόσμο που καταρρέει γύρω του, μοιάζει πολύ πιο ανθρώπινη στάση από την κυνική “λογική” των υπολοίπων. Μήπως είναι λίγες οι φορές που οι κομμουνιστές και οι συνοδοιπόροι τους αισθάνονται “κόκορες”στη σύγχρονη κοινωνία; Ασφαλώς ο Βασίλης δεν ήταν, κι ούτε πρόκειται να γίνει κομμουνιστής. Η ταινία κλείνει με ένα απόλυτο ιδεολογικό αδιέξοδο, και στην πραγματικότητα μοιάζει να έχει γυριστεί σε μια εποχή που θυμίζει πολύ περισσότερο εκείνη του “τέλους της ιστορίας”, παρά εκείνη της δεκαετίας του ’60, ακόμα και του χουντικού στα καθ’ημάς τελειώματός της. Ίσως αυτό είναι που την κάνει τόσο επίκαιρη, όσο και τραγική με κωμικό μανδύα συνάμα. Σε κάθε περίπτωση, αδυνατώ να τη δω ως κεντρώο μανιφέστο του Ψαθά, ο οποίος αν μη τι άλλο παρέδωσε ακούσια ένα μάθημα μαρξισμού με τον εκλαϊκευτικότερο δυνατό τρόπο:
Ξύπνα Βασίλη, το είναι καθορίζει τη συνείδηση.