Όταν ο Τσίρκας συνάντησε τον Καβάφη
Όταν μετρώ τις ώρες που πέρασα πλάι του, δεν τις βρίσκω περισσότερες από δώδεκα, το πολύ δεκατρείς. Στις εννιά ή δέκα είμασταν μόνοι. Ήταν οι καλύτερες. Όπως ο κ. Ι. Α. Σαρεγιάννης έχω την εντύπωση πως κι εγώ γνώρισα πολύ τον Καβάφη, κι ας τον έζησα τόσο λίγο. Ίσως γιατί ήταν πυκνή σε ποιητικά θέματα και μνήμες η ομιλία του, όταν ήθελε.
Στις 27 του Γενάρη 1980 έφυγε από τη ζωή ο λογοτέχνης – συγγραφέας Στρατής Τσίρκας. Στο βιβλίο του “Ο Καβάφης και η Εποχή του”, στον πρόλογο, ο Τσίρκας σημειώνει μεταξύ άλλων: “Το βιβλίο αυτό δεν είναι αισθητική μελέτη· μήτε απόπειρα μιας ακόμη βιογραφίας του Καβάφη. Είναι προπαντός έρευνα· μια προσπάθεια να σκιαγραφηθεί η ιστορία της Αιγύπτου και πιο πολύ η ιστορία του Ελληνισμού της Αλεξάντρειας, από το 19ο ως τις αρχές του 20ου αιώνα, για να φανούν οι σχέσεις του έργου του ποιητή με την πραγματικότητα του καιρού του. Αν είχε γίνει νωρίτερα από κάποιον άλλο, θα είχαμε, νομίζω, σήμερα μια πιο σωστή και πιο ολοκληρωμένη εξήγηση του φαινομένου Καβάφης.
Όπως ήταν επόμενο, η έρευνα, στην πορεία της, ξεκαθαρίζει κάμποσα σκοτεινά ή παρανοημένα βιογραφικά σημεία, βρίσκει άγνωστες πηγές ορισμένων ποιημάτων και προτείνει νέες ερμηνείες τους, και τ’ αξιολογεί από αισθητική πλευρά. Βασικός σκοπός της όμως είναι να φωτίσει καταστάσεις και πράγματα, και ν’ αφήσει σ’ άλλους να βγάλουν με τον καιρό τα θεωρητικά τους συμπεράσματα. Πιστεύω πάντως πως δεν έχει και τόση σημασία αν ο Καβάφης, ένας από τους προσφιλέστερους σήμερα ποιητές του κόσμου της παρακμής, βγαίνει από τη μελέτη μου πιο μεγάλος ή πιο μικρός. Σημασία έχει αν βγαίνει πιο αληθινός.”
Ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα από το ίδιο βιβλίο (“Ο Καβάφης και η Εποχή του”, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1978, δ΄ έκδοση):
Τρία χρόνια πριν πεθάνει, ευτύχησα να γνωρίσω τον Καβάφη. Λέγω «ευτύχησα», τώρα, καθώς δοκιμάζω να εξηγήσω πώς έτυχε ν’ ασχοληθώ κι εγώ με τη ζωή και το έργο του και, με το υλικό που μάζεψα σωρευμένο μπροστά μου, αναλογίζουμαι πόσο μισερός θα αισθανόμουν αν δεν είχε πάρει ο ίδιος την πρωτοβουλία της γνωριμίας αυτής.
Η συνάντηση κανονίστηκε από τον κ. Γιάγκο Πιερίδη. Τ’απόγευμα της 10 Ιουλίου 1930 πήγα στα γραφεία της “Αλεξαντρινής Τέχνης”, στον πρώτο όροφο του σπιτιού της οδού Λέψιους. Ο Καβάφης κατέβηκε, με πήρε κι ανεβήκαμε στο δικό του διαμέρισμα. Όταν νύχτωσε, ο ποιητής σηκώθηκε κι άναψε ένα κερί. Αργότερα έφερε διπλό σαμντάνι, άναψε το ένα του, έσβησε το άλλο, το μονό κερί, και κατόπι άναψε το δεύτερο. «Λένε πως είναι γρουσουζιά τα τρία μαζύ», μου εξήγησε. Αργά – είχε αρχίσει πια η βραδινή παράσταση των θεάτρων και των κινηματογράφων – κατεβήκαμε. Στην οδό Ελληνικού Νοσοκομείου, χωρίσαμε για να ξαναβρεθούμε ύστερα από λίγο, πρόσωπο με πρόσωπο, στον εξώστη του “Μπελβεντέρε”, όπου έπαιζε ένας ελληνικός θίασος με την Κυβέλη.
Τη δεύτερη φορά πήγα πάλι νωρίς το απόγεμα. Στις δέκα ήρθε ο κ. Αλέκος Σεγκόπουλος, ανήσυχος κάπως για το προχωρημένο της ώρας, και διακόψαμε τη συνομιλία.
Εδώ, νομίζω, στην αρχή, έχει τη θέση του κάτι που θέλω να πω για τον κληρονόμο του. Ανιχνεύοντας πηγές και κυνηγώντας στοιχεία, μου έτυχε να γελαστώ και να τρέχω μήνες πίσω από χίμαιρες. Έτσι κάποτε πίστεψα πως ο Καβάφης, μετά το θάνατο της μητέρας του, αποπειράθηκε ν’ αυτοκτονήσει. Αλλά τελικά βρήκα το όνομα του αποτυχημένου αυτόχειρα – ήταν ένας άλλος, ασήμαντος ποιητής – στο μοναδικό τόμο του “Τηλέγραφου” του 1899 που υπάρχει στην Αλεξάντρεια. Το λέγω αυτό για να κάνω προσεχτικό τον αναγνώστη. Δεν έχω την απαίτηση να δεχτεί ανεξέλεγκτα όσα του προσφέρω. Βέβαια, οι πιθανότητες να πλανηθώ θα περιορίζονταν πολύ αν είχα τον τρόπο να συμβουλευτώ τα χαρτιά του ποιητή που βρίσκονται στα χέρια του κληρονόμου του. Αυτό όμως στάθηκε αδύνατο. Έτσι αναγκάστηκα, παρ’ όλες τις επιφυλάξεις μου για τη μέθοδο και τις δυνατότητές του ν’ αξιοποιήσει ένα τόσο πολύτιμο υλικό, να δεχτώ σαν εξακριβωμένες αρκετές από τις πληροφορίες που δίνει στο βιβλίο του ο κ. Μιχάλης Περίδης, που είχε την τύχη να μεταχειριστεί με άνεση το Αρχείο.
Στην τρίτη ή τέταρτη επίσκεψη μου, ο Καβάφης είχε προσκαλέσει κι άλλους νέους του κύκλου του για να γνωριστούμε. Φυσικά, εκείνο το βράδυ ήτανε λιγότερο ομιλητικός, αν κι εξακολουθούσε να έχει τον πρώτο λόγο. Τελευταία φορά τον είδα το ίδιο καλοκαίρι στο καφενείο του “Μπίλλιαρντ Πάλας” Είμασταν μερικοί από τους νέους που είπα και συζητούσαμε πώς θα λειτουργούσε ένας φιλολογικός σύλλογος. Ο Καβάφης, που ήξερε πως θα βρισκόμασταν εκεί, πέρασε, κάθησε μαζύ μας καμιά ωρίτσα κι έφυγε πρώτος – «για να τα πούμε μόνοι μας».
Από τότε δεν τον ξαναείδα. Γρήγορα με τράβηξαν άλλοι ορίζοντες. Ένας ανόητος φανατισμός δε μ’ άφηνε να επιζητήσω νέα συνάντηση όσες φορές ξαναπήγα στην Αλεξάντρεια. Ένα απόγεμα, στο Κάιρο, μέσα στο δρόμο, έμαθα πως πέθανε. Εκείνες τις μέρες ο Χίτλερ, καγκελάριος πια, ξαπολούσε το μεγάλο κύμα της τρομοκρατίας στη Γερμανία. Αν κανένας μού έλεγε πως κάποτε θ’ αφιέρωνα τρία χρόνια σε μελέτες και σ’ αναζητήσεις των πηγών και των περιστάσεων της ποίησης του Καβάφη, θα τον έπαιρνα για τρελλό.
Όταν μετρώ τις ώρες που πέρασα πλάι του, δεν τις βρίσκω περισσότερες από δώδεκα, το πολύ δεκατρείς. Στις εννιά ή δέκα είμασταν μόνοι. Ήταν οι καλύτερες. Όπως ο κ. Ι. Α. Σαρεγιάννης έχω την εντύπωση πως κι εγώ γνώρισα πολύ τον Καβάφη, κι ας τον έζησα τόσο λίγο. Ίσως γιατί ήταν πυκνή σε ποιητικά θέματα και μνήμες η ομιλία του, όταν ήθελε.
Αυτά που άκουσα από το στόμα του έπρεπε να τα είχα γράψει. Τώρα πια είναι αργά. Όχι πως δεν τα θυμάμαι με τις λεπτομέρειές του. Αλλά δεν είναι σωστό, αφού ζητώ να προβάλω έναν «άλλο Καβάφη», να εμφανιστώ με τις προσωπικές μου μαρτυρίες «εκ των υστέρων» . Άλλα ντοκουμέντα, πιο αντικειμενικά , ελπίζω πως θα στηρίξουν τις απόψεις μου[…] Βίος και έργο του έπρεπε να φωτιστούν και με τις περιστάσεις τους, από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αι. ως τις αρχές του 20ου αιώνα. Αυτές οι περιστάσεις, μαζύ με τις άλλες, εκείνες που γνωρίσαμε κι εμείς οι μεταγενέστεροι, συγκροτήσανε τον Καβάφη. Αλλά ποιος από κείνους που τον πλησιάζανε και γράψανε γι’ αυτόν, μπορεί να βεβαιώσει πως τον γνώρισε προτού φορέσει την «εξαίρετη πανοπλία»;
Ποιες ήταν οι «πληγές», τα «τρωτά» του «μέρη»; Ο κ. Μαλάνος από νωρίς αντιλήφθηκε τη μεταμφίεση. Σήκωσε το προσωπείο, παραμέρισε τα «ψεύδη» . Και βρήκε, κυρίως, ερωτικά πλέγματα. Αλλά ο ίδιος ο ποιητής από το 1911 κι ύστερα, με γλώσσα ολοένα και πιο άμεση, μας ενθαρρύνει να πάρουμε το δρόμο αυτής της ανακάλυψης. Χρειαζόταν βέβαια η αδυσώπητη οξυδέρκεια της ανατομικής του κ. Μαλάνου, η πλαστική του δύναμη κι η αισθητική του καλλιέργεια για να συναρμολογηθεί αυτό το τέλειο σύστημα της ψυχαναλυτικής ερμηνείας. Κι ο κ. Μαλάνος έχει το δικαίωμα να περηφανεύεται , γιατί από τον προσανατολισμό που έδωσε, κανένας μεταγενέστερος του καβαφολόγος, έλληνας ή ξένος, δεν μπόρεσε να ξεφύγει, ακόμη κι όταν ορισμένοι πιστεύανε, ή προσποιόντουσαν, το αντίθετο.
Όμως εγώ τολμώ να κάνω μιαν υπόθεση: Μήπως η γενετήσια ανορθοδοξία του Καβάφη ήταν κι αυτή μια άλλη, επίσης «εξαίρετη πανοπλία»; Που τον προστάτευε όχι από κάποιους εξωτερικούς εχθρούς, αλλά από κείνους που βρίσκονταν μέσα του; Μιαν εποχή τη φόρεσε κατάσαρκα για ατομική του χρήση και παρηγοριά σαν αντίδοτο στην πίκρα της μόνωσης και της απελπισίας για τις προδομένες φιλοδοξίες του. Κι από τα 1911 τη φανερώνει, βαθμιαία, τόσο όσο κάθε μέρα και πιο πολύ αφήνεται κι ενδίδει στο νέο πνεύμα, το πνεύμα της παρακμής. Ωστόσο, τις αφορμές του σπαραγμού, μ’ εκείνες τις άφωνες οιμωγές για κάποια συμφορά μεγάλη κι αναπότρεπτη, που διακρίνονται αμέσως από τα πρώτα, τα πιο χαρακτηριστικά ποιήματά του, ο Καβάφης θα τις αφήσεις σκεπασμένες με σύμβολα κι αλληγορίες ως το τέλος. Γιατί; Τόσο πολύ φοβόταν τους κακούς ανθρώπους”;