«Η Θηλιά / Rope» του Άλφρεντ Χίτσκοκ
Το ερώτημα επαναδιατυπώνεται: Πόση αθωότητα υπάρχει στην άφεση των θηλιών που αιωρούνται πάνω από τα κεφάλια μας, στα χέρια αυτών που έχουν ορίσει τους εαυτούς τους δυνάστες των ζωών μας; Πόση τελικά αθωότητα υπάρχει σε αυτή την άφεση;
Στο σαλόνι ενός πολυτελούς διαμερίσματος στη Νέα Υόρκη, ο Ρούπερτ (James Stuart) -ο ιδανικός ηθοποιός του Χίτσκοκ στο να υποδύεται τον ρόλο του ανθρώπου που ξέρει πολλά- πανεπιστημιακός καθηγητής Φιλοσοφίας, αναπτύσσει με εμβρίθεια τις απόψεις του περί φόνου και τέχνης. Σύμφωνα με το σκεπτικό του, ο φόνος θα έπρεπε να είναι τέχνη. Μία μορφή τέχνης. Το δε προνόμιο της τέχνης αυτής θα έπρεπε να το διαθέτουν μόνο οι ελάχιστοι πραγματικά ανώτεροι άνθρωποι. Και σε ερώτηση ενός από τους παρευρισκόμενους στη συζήτηση «ποιοι άνθρωποι θεωρούνται ανώτεροι» επεμβαίνει ο Μπράντον (Τζον Νταλ) που στο παρελθόν ο Ρούπερτ υπήρξε καθηγητής του, και αναλαμβάνει να δώσει την απάντηση την οποία και υποστηρίζει σθεναρά. Ο Μπράντον, λοιπόν, που δείχνει να θαυμάζει τον πρώην καθηγητή του και να ενστερνίζεται τις απόψεις του, προσδίδοντάς τους μία δική του ερμηνευτική διάσταση, αποφεύγει να απαντήσει ευθέως στο ερώτημα, μετατοπίζοντας το κέντρο της συζήτησης στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των κατώτερων ανθρώπων. Σε αυτά κυρίαρχο ρόλο κατέχει η βαρετή ζωή αυτών, η έλλειψη φαντασίας, ρίσκου, η αναζήτηση του νέου, του καινούριου του συναρπαστικού…
Δεν θα μας παραξένευε μία τέτοιου είδους συζήτηση, παρά τις εύλογες και πασιφανείς ενστάσεις μας περί ανώτερων και κατώτερων όντων καθώς και περί της δικαιοδοσίας των ανώτερων να διαπράττουν κατά βούληση τους φόνους που θεωρούν απαραίτητους, για την επικράτηση των ανωτέρων, με δεδομένο ότι η συγκεκριμένη συζήτηση γίνεται από ανθρώπους που είναι αποστασιοποιημένοι από το κοινωνικό γίγνεσθαι, τις καθημερινές έννοιες και σκοτούρες των “κοινών θνητών”. Μία συζήτηση που γίνεται από ανθρώπους που έχουν λυμένα όλα τα πρακτικά ζητήματα, αυτά που καθόλου δεδομένα και λυμένα δεν είναι από τους ανθρώπους του μόχθου που αγωνίζονται προκειμένου να εξασφαλίσουν μία αξιοπρεπή ζωή.
Μία συζήτηση που γίνεται έξω από τη ζωή, στον περιχαρακωμένο ελιτίστικο κόσμο ανθρώπων που ο ναρκισσισμός και ο εγωτισμός τους, απόρροια του πλούτου και της υλικής τους ευμάρειας, τούς εξασφαλίζει άπλετο χρόνο για αμπελοφιλοσοφίες και ακραίες απόψεις.
Όμως η συγκεκριμένη συζήτηση λαμβάνει χώρα σε έναν χώρο όπου το έγκλημα έχει ήδη τελεστεί. Και αυτό το γνωρίζουμε εξαρχής. Ο Μπράντον είναι αυτός που επινόησε όλη τη διαδικασία τέλεσης του εγκλήματος και συνεργός του είναι ένας πρώην συμφοιτητής του, ο Φίλιπ με τον οποίο συζούν στο διαμέρισμα. Ο Φίλιπ ακολουθεί πιστά τις οδηγίες του Μπράντον, φαίνεται να χειραγωγείται σε μεγάλο βαθμό από αυτόν, ενώ η ομοφυλοφιλική τους σχέση υπονοείται, αλλά δεν εκφράζεται ξεκάθαρα λόγω του κώδικα Χέιζ.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες λοιπόν, ως θεατές γινόμαστε και εμείς μέλη αυτής της παρέας του διαμερίσματος, παρακολουθούμε τους διαλόγους και τις συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα, και αγωνιούμε όχι για την εξέλιξη των γεγονότων καθαυτών, αφού ήδη γνωρίζουμε για το έγκλημα και τους εκτελεστές του, αλλά για τον αν θα αποκαλυφθεί το «γιατί» της πράξης. Οι σκηνοθετικοί χειρισμοί του Χίτσκοκ που καταφέρνει να οπτικοποιήσει τις σκέψεις των ηρώων του και να κινηματογραφήσει τις ανθρώπινες σχέσεις, μάς φωτίζουν τις δαιδαλώδεις διαδρομές αρρωστημένων μυαλών, οδηγώντας μας στα σκοτεινά αίτια που ανοίγουν δίοδο σε αυτές τις διαδρομές.
Γυρισμένη σε ένα και μοναδικό πλάνο, ο Χίτσκοκ θέτει στην ταινία όλα τα θέματα επί τάπητος μέσα σε πραγματικό χρόνο, στον χώρο ενός σαλονιού όπου εκεί ξετυλίγεται το υπαρξιακό δράμα των δολοφόνων, των συγγενών του θύματος, αλλά και του καθηγητή, προκαλώντας το σασπένς όχι στα γεγονότα, αλλά στη συνείδησή μας που με τον τρόπο αυτό ο σκηνοθέτης καταφέρνει να κρατά σε μία διαρκή εγρήγορση. Γιατί το σασπένς του Χίτσκοκ δεν εκκινεί από κάποια πραγματικότητα που θέλει να περιγράψει, αλλά από τη συνείδηση του θεατή καθιστώντας τον συμμέτοχο στα γεγονότα, και, στην προκειμένη, του φόνου που έχει τελεστεί σε αυτό το δωμάτιο. Το σασπένς προκύπτει από την επίγνωση μιας κατάστασης στην οποία δεν ψάχνουμε το «ποιος» την προκάλεσε, αλλά το «γιατί» προκλήθηκε και προχωρώντας ακόμη πιο πέρα ανιχνεύουμε στοιχεία της προσωπικότητας των δολοφόνων που δυνάμει μπορεί να φέρει ο οποιοσδήποτε που αφήνεται να χειραγωγηθεί ή που γίνεται ίσως και εν αγνοία του συνένοχος στην πράξη, επιδοκιμάζοντας- οπότε και υποκινώντας κατά κάποιον τρόπο- εγκληματικές σκέψεις και πολιτικές των αυτουργών αυτών των εγκλημάτων.
Ο πειραματισμός του Χίτσκοκ να γυρίσει την ταινία σε ένα πλάνο, δεν αφήνει τη παραμικρή λεπτομέρεια του δράματος να μας ξεφύγει. Σε ένα άψογα εκτελεσμένο έγκλημα που φέρει την υπογραφή κυρίως του Μπράντον, του ανθρώπου που χρίζει τον εαυτό του μικρό Θεό και ως εκ τούτου διαθέτει τη σιγουριά της μη αποκάλυψης του εγκλήματός του, προκαλώντας τους καλεσμένους του- ανάμεσά τους και ο πατέρας του θύματος- δείχνοντάς τους έμμεσα τα ίχνη που θα μπορούσαν να τους οδηγήσουν στην αποκάλυψη του φόνου και των δολοφόνων, διαθέτοντας όμως την τεράστια σιγουριά ότι δεν θα τα βρουν, κάτι που ενισχύει όλο και πιο πολύ την πεποίθηση του περί ανωτερότητας του. Βέβαια το μεγάλο στοίχημα για τον ίδιο είναι το έγκλημα να μην εξιχνιαστεί από τον καθηγητή Ρούπερτ που στην παρερμηνευμένη θεωρία του στηρίχτηκε αυτό. Το αν θα κερδίσει ή όχι το στοίχημα, δεν έχει και τόση σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι το κακό αναπαρίσταται μέσα από τη δραματοποίηση του αφηγηματικού υλικού που μας καταθέτει ο Χίτσκοκ και που χαρακτηρίζεται από την απλότητα και λιτότητά του, αλλά και από την πολυπλοκότητα των σκέψεων και συναισθημάτων που εγείρει.
Μέσα σε μιάμιση ώρα σχεδόν, ξετυλίγονται εμπρός μας τεράστια συναισθηματικά ελλείμματα, παθογενείς εξαρτησιακές σχέσεις, ναρκισσισμοί, θεωρίες ειπωμένες από «αυθεντίες» που ούτε καν νοιάζονται για τον αντίκτυπο αυτών των θεωριών, ηθικοί αυτουργοί εγκλημάτων που διαπράττονται από υποκείμενα που διοχετεύουν όλη την ανεπάρκεια και ελλειμματικότητά τους στην ιδέα της υπεροχής τους.
Όλα τα παραπάνω σε μιάμιση ώρα μέσα σε ένα δωμάτιο όπου το πνεύμα του νεκρού αιωρείται ζητώντας δικαίωση σε ένα έγκλημα. Ένα έγκλημα μέσα από τα οποία αναδύονται χιλιάδες εγκλήματα αθώων ανθρώπων με το ερώτημα στα σκηνοθετικά «χέρια» του μετρ της αγωνίας και του σασπένς, διαχρονικά να επαναδιατυπώνεται: Πόση αθωότητα υπάρχει στην άφεση των θηλιών που αιωρούνται πάνω από τα κεφάλια μας, στα χέρια αυτών που έχουν ορίσει τους εαυτούς τους δυνάστες των ζωών μας; Πόση τελικά αθωότητα υπάρχει σε αυτή την άφεση;
Η ταινία επαναπροβάλλεται από αυτή την Πέμπτη στα θερινά σινεμά.