“Μνήμη / Memory” του Μισέλ Φράνκο

Μια ταινία για όσα θέλουμε να αφήσουμε πίσω μας, αλλά και για όσα δεν θα θέλαμε…

Η Σίλβια προσπαθεί να αποτινάξει το τραυματικό της παρελθόν και να ζήσει μία φυσιολογική ζωή με την έφηβη κόρη της, χωρίς να καταδυναστεύεται από τις επώδυνες αναμνήσεις που όσο και να προσπαθεί να τις αφήσει πίσω της, φαίνεται πως κάποιοι «λογαριασμοί» από το σκοτεινό παρελθόν της εξακολουθούν να παραμένουν ανοιχτοί. Αρωγός στην προσπάθεια της να ξαναχτίσει τη ζωή της από την αρχή, στέκει η έφηβη κόρη της που την βοηθά διαρκώς να μην χάνει το στίγμα της και τον προσανατολισμό της, να μην αφήνεται στις μαύρες καταθλιπτικές της σκέψεις που τη στοιχειώνουν, να μην αφήνει αυτές τις σκέψεις να την ελέγχουν και να την παρασέρνουν σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Εκτός από την κόρη της, σημαντική βοήθεια τής προσφέρει και η ομάδα των Ανώνυμων Αλκοολικών, αφού το αλκοόλ για τη Σίλβια αποτελούσε το μοναδικό της καταφύγιο, πριν τον ερχομό της κόρης της στη ζωή της. 

Ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος σε θέματα κακοποίησης και του τρόπου με τον οποίο αυτά επικοινωνούνται από τα θύματα -μας το είχε αποδείξει στην ταινία του «Μετά τη Λουτσία», ταινία σταθμός, κατά τη γνώμη μου, στο φαινόμενο της σχολικής βίας, όπου αναλύονταν σε βάθος οι επιμέρους συνιστώσες του σχολικού εκφοβισμού, της βίας καθώς και τα αίτια αναπαραγωγής της- ο Μεξικανός σκηνοθέτης Μισέλ Φράνκο σε αυτή την αγγλόφωνη ταινία του, δομεί την ιστορία του εστιάζοντας στους μοναχικούς ανθρώπους και στις απώλειες αυτών. 

Από τη μια, η Σίλβια που η ζωή τής φέρθηκε πολύ σκληρά σε εκείνα τα παιδικά και εφηβικά χρόνια όπου οι εξωτερικές συνθήκες ζωής διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξη της πορείας του κάθε ανθρώπου, και από την άλλη ο Σολ -εξαιρετικές οι ερμηνείες και των δύο ηθοποιών, ο δε Πίτερ Σάρσγκαρντ που υποδύεται τον Σολ, απέσπασε πολύ δικαίως το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Βενετίας- που η πρόωρη άνοιά του αποδομεί σιγά σιγά τη συγκροτημένη προσωπικότητά του.
Την πρώτη τη γνωρίζουμε στο παρόν, αναζητώντας κατά τη διάρκεια της ταινίας στοιχεία από το παρελθόν της που να δικαιολογούν την τωρινή της μοναχικότητα και τις καταθλιπτικές περιόδους που διατρέχουν αυτή, ενώ τον δεύτερο τον γνωρίζουμε σε κατάσταση σύγχυσης, να προσπαθεί να συγκρατήσει αυτά που ζει στο παρόν που την επόμενη όμως τα ξεχνάει, ενώ εξακολουθεί να διατηρεί ακόμη μία επαφή με το πιο μακρινό παρελθόν του, αφού τα γεγονότα εκείνης της περιόδου τα θυμάται κάπως καλύτερα. 

Η Σίλβια προσπαθεί να μην θυμάται, ο Σολ προσπαθεί να συγκρατεί…
Η μεταξύ τους συνάντηση θα τους απεγκλωβίσει από αυτές τις καθημερινές εξαντλητικές μάχες που δίνει ο καθένας με το παρελθόν του, είτε για να το ξεχάσει είτε για να το επαναφέρει, και θα τους μεταφέρει στο παρόν, στο βίωμα της στιγμής, στην έλξη που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που νιώθουν ότι μπορεί να επικοινωνήσουν στο “τώρα” και που αυτή η επικοινωνία τούς απομακρύνει από το άγχος της καθημερινής διαχείρισης ενός παρελθόντος που τους καταδιώκει είτε με την ύπαρξή του είτε με την ανυπαρξία του. Σε ένα παρόν όπου δεν χρειάζεται να μιλήσει ο ένας στον άλλον για το πώς φτάσανε σε αυτό, γιατί αυτό που προέχει είναι η ανάγκη να μοιραστούν να επικοινωνήσουν με τον άλλον, να νιώσουν ότι υπάρχει ένας κόσμος όπου μπορούν να αισθάνονται ασφαλείς, ένας κόσμος όπου δεν θα τους κατατρύχει το ψύχος του παρελθόντος ή το κενό που δημιουργεί η απώλεια αυτού.

Μέσα από αυτή την ασφάλεια η Σίλβια θα καταφέρει να αντικρίσει το παρελθόν της κατάματα, να δώσει τις οριστικές μάχες μαζί του και να πάψει πλέον να το φοβάται. Μυστικά, αλήθειες που δεν ειπώθηκαν ή και που αν ειπώθηκαν δεν έγιναν ποτέ αποδεκτές από τους άλλους εξαιτίας του τρομακτικού φόβου της παραδοχής αυτών, ενός παραλυτικού καταστροφικού φόβου που διαλύει κυριολεκτικά τις ζωές των ανθρώπων, άνθρωποι που νομίζουν ότι με τη στάση τους βρίσκονται κοντά στον άλλον, αλλά στην πραγματικότητα καθόλου δεν «κοιτούν» τον άλλον και η στάση τους προς αυτόν απορρέει από μία εγωιστική προσπάθεια διατήρησης του προσωπείου του ρόλου που τους έχει αποδοθεί, όλα σιγά σιγά ξεβράζονται και πλέον η αποκάλυψή τους λειτουργεί λυτρωτικά ως προς το θύμα. Το παρελθόν χάνει την τρομακτική του μορφή. Αντικρίζεται. Η Σίλβια το αντιμετωπίζει…

Παραβλέποντας τη σεναριακή ευκολία της δραματουργικής κορύφωσης των γεγονότων στη σκηνή της αποκάλυψης -ίσως γιατί σε αυτή την παράβλεψη αναδύεται η βαθιά μας ανάγκη ως θεατές να δώσουμε και οι  ίδιοι ένα τέλος σε ό,τι από το δικό μας παρελθόν μάς κρατά δέσμιους σε αυτό, σε ό,τι μπλοκάρει τη συνέχεια της ζωής μας, με έναν απλό σύντομο τρόπο που να αποτινάζει όλους τους δικαιολογημένους αλλά και αδικαιολόγητους φόβους μας που προέρχονται από αυτό- η ταινία κλείνει με τους τίτλους τέλους να συνοδεύονται από το τραγούδι των Procol Harum «A Whiter Shade of Pale» που γράφτηκε το 1967. Ένα τραγούδι, σημείο αναφοράς που αποτέλεσε ένα από τα κυρίαρχα τραγούδια στο αξέχαστο κοινωνικό φαινόμενο «Summer of love» του 1967, εκφράζοντας μια γενιά ανθρώπων που αντιτάχθηκαν, που διαψεύστηκαν, αλλά που ωστόσο οι αγώνες τους δεν σβήστηκαν και οι αγωνίες τους παρέμειναν. Γιατί πάντα θα υπάρχει ένα καλοκαίρι που θα φωτίζεται από το φως της αγάπης προς αυτούς που την αξίζουν, μιας αγάπης που μπορεί να μην αλλάζει το παρελθόν, αλλά  μας δίνει τη δύναμη να το αντέχουμε και  να αλλάζουμε στο παρόν ό,τι μπορούμε να αλλάξουμε, απομακρυνόμενοι κάθε μέρα όλο και πιο πολύ, από τα λάθη του παρελθόντος μας.

Η ταινία από αυτή την Πέμπτη βρίσκεται στις οθόνες των θερινών κινηματογράφων.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: