«Από τον Εργατικό Αστέρα έως την Πανεργατική» | Χρήσιμα συμπεράσματα για το σήμερα για τον βαθύ ταξικό χαρακτήρα του σύγχρονου αθλητισμού
Η ομιλία του Τάκη Πετρόπουλου, αντιδημάρχου Αθλητισμού του Δήμου Πατρέων, στην παρουσίαση του βιβλίου «Από τον Εργατικό Αστέρα έως την Πανεργατική», του Νάσου Μπράτσου, στην Πάτρα
Με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και με αναφορές σε πολλές, άγνωστες πτυχές για τους εργαζόμενους, τον λαό και τη νεολαία, του κινήματος του εργατικού αθλητισμού, όπως και σε άλλες ιστορίες αθλητικής αντίστασης, πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 27/6/2024 η παρουσίαση του βιβλίου «Από τον Εργατικό Αστέρα έως την Πανεργατική», του δημοσιογράφου, μέλους της ΕΣΗΕΑ και συγγραφέα Νάσου Μπράτσου, στο βιβλιοπωλείο των εκδόσεων της «Σύγχρονης Εποχής» στην Πάτρα.
Παρουσία αρκετών εμπλεκόμενων με τον αθλητισμό, αλλά και νεολαίας, την παρουσίαση πραγματοποίησε ο ίδιος ο συγγραφέας, ενώ το έργο προλόγισε ο Τάκης Πετρόπουλος, αντιδήμαρχος Αθλητισμού του Δήμου Πατρέων και παλαίμαχος μπασκετμπολίστας.
Στην παρέμβασή του για το βιβλίο, ο Τάκης Πετρόπουλος στάθηκε στην προσπάθεια του συγγραφέα, να αναδείξει το ταξικό υπόβαθρο που επικρατούσε πριν από έναν αιώνα, με τα συμπεράσματα που μπορούν να βγουν στο σήμερα. Σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι όπως και την περίοδο μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέχρι το ξέσπασμα του Β’ ΠΠ, έτσι και στις μέρες μας, το ποδόσφαιρο και γενικότερα ο αθλητισμός, αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της καπιταλιστικής κοινωνίας, ανέδειξε πτυχές της ταξικής πάλης και μέσα από αυτό.
Έκανε αναφορά στις προσπάθειες έκφρασης εργατικών διεκδικήσεων, αλλά και πολιτικών παρεμβάσεων και μέσα από τον αθλητισμό, υπογραμμίζοντας πως όλα αυτά συμβάλλουν ώστε να βγουν χρήσιμα συμπεράσματα, να υπάρξουν δράσεις για την ανάπτυξη και του αθλητικού κινήματος στην Ελλάδα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναφέρθηκε και στις προσπάθειες που ακολούθησαν γι’ αυτό το σκοπό μετά το 1974, από την ίδρυση του Συλλόγου Ελλήνων Αθλητών, ως τις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Μετά την παρουσίαση του βιβλίου από τον συγγραφέα του, Νάσο Μπράτσο, ακολούθησαν πλούσιος διάλογος και ενδιαφέρουσες τοποθετήσεις.
Η Κατιούσα ευχαριστεί θερμά τον Τάκη Πετρόπουλο, αντιδήμαρχο Αθλητισμού του Δήμου Πατρέων, για την ευγενική παραχώρηση του κειμένου της ομιλίας του στην εκδήλωση, το οποίο δημοσιεύουμε:
Καλησπέρα σας και καλό καλοκαίρι.
Ευχαριστώ το φίλο, δημοσιογράφο και συγγραφέα Νάσο και τις εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, που με κάλεσαν να μιλήσω για ένα βιβλίο, που πέρα από τις όποιες λογοτεχνικές και άλλες αρετές του είναι βαθιά πολιτικό κι έρχεται την κατάλληλη στιγμή. Μια στιγμή που βρισκόμαστε ιστορικά στην πρώτη φάση του τελικού σταδίου των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στον αθλητισμό της χώρας μας, η οποία εξελίσσεται με διακριτή καθυστέρηση από τα μητροπολιτικά κέντρα του καπιταλισμού σε όλον τον κόσμο.
Όταν μιλάει κανείς για ένα βιβλίο που έχει γράψει ένας άλλος, για έναν πίνακα που ζωγράφισε ένας άλλος, για μια μουσική κ.ο.κ. εμπεριέχεται το στοιχείο και ο κίνδυνος της αυθαιρεσίας. Μπορεί δηλ. να πει κάτι που δεν ισχύει, που δεν ήταν καν στις προθέσεις του δημιουργού, όπως μπορεί να διακρίνει και κάτι που βρισκόταν στο υποσυνείδητο του δημιουργού και ο δημιουργός το συνειδητοποιεί εκ των υστέρων. Ένα βιβλίο, ένα έργο τέχνης με αυτή την έννοια είναι ένα ζωντανό πνευματικό σημαίνον και σημαινόμενο που εξελίσσεται διαρκώς.
Ο συγγραφέας έχει δύο ασίγαστα πάθη την ιστοριογραφία και τον αθλητισμό, τα οποία παντρεύει με αρχικό αποτέλεσμα μια σειρά εξειδικευμένων θεματικών ιστοριογραφικών άρθρων για τον αθλητισμό, από τα οποία πρώτο ανοίγονται μονοπάτια ιδεολογικής προσέγγισης του συγκεκριμένου κοινωνικού φαινομένου και δεύτερο αναδεικνύονται η λιτή φόρμα και το έντονο προσωπικό γλωσσικό ύφος του δημοσιογράφου.
Το πληθωρικό ταμπεραμέντο όμως του δημοσιογράφου Νάσου Μπράτσου και το ταξικό ιδεολογικοπολιτικό του υπόβαθρο ασφυκτιούν στο πλαίσιο του δημοσιογραφικού λόγου με την επιβεβλημένη οικονομία του και τις εν δυνάμει δεσμεύσεις και τους περιορισμούς που βάζουν τα αστικά ΜΜΕ και ΜΚΔ. Κάπως έτσι υποθέτω προέκυψε η βιβλιογραφία για το Νάσο Μπράτσο. ΟΙ κυοφορούμενες στη σκέψη του ιδέες για τον αθλητισμό, όσο ωρίμαζαν τόσο περισσότερο ζητούσαν διέξοδο καθολικής έκφρασης.
Ο συγγραφέας στο βιβλίο του «Από τον Εργατικό Αστέρα έως την Πανεργατική» πραγματεύεται μια εποχή έναν αιώνα περίπου πίσω μας, που είναι τελείως διαφορετική από τη σημερινή, αλλά έχει πολλές κρίσιμες αντιστοιχήσεις.
Τότε ήταν σε εξέλιξη η 2η βιομηχανική επανάσταση, που την χαρακτήριζαν οι επιστημονικές ανακαλύψεις και η δραματική επιδείνωση της κατάστασης της εργατικής τάξης, η εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης της και η εξαθλίωση της. Η ανθρωπότητα έβγαινε πληγωμένη από τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο και τον πόλεμο της Κριμαίας και ειδικότερα η ευρύτερη περιοχή μας από τους Βαλκανικούς πολέμους και τη Μικρασιατική καταστροφή και μαζί με τα επαναστατικά σοσιαλιστικά κινήματα και την «έξαλλη δεκαετία του 1920» κυοφορείτο η άνοδος του φασισμού στην Ευρώπη.
Τώρα είναι σε εξέλιξη η 4η βιομηχανική επανάσταση, της σύγχρονης ψηφιακής τεχνολογίας και των αυτοματισμών, η εργατική τάξη μετά και την προσωρινή ήττα του σοσιαλισμού, που σηματοδότησε η επικράτηση της αντεπανάστασης στη Σοβιετική Ένωση χάνει σταδιακά τα κεκτημένα με αγώνες δικαιώματα της, επιδεινώνεται διαρκώς η θέση της, εξαθλιώνεται και οι εστίες πολέμου πυκνώνουν και απειλούν με γενίκευση τους.
Τότε η νεολαία έχασε και το τελευταίο ίχνος εμπιστοσύνης της στα αστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, αρνούμενη τους πολέμους κι επιστρατεύθηκε ο φασισμός καμουφλαρισμένος με εθνικιστικό μανδύα, που θα μπορούσε να συγκινήσει τους νέους πολίτες των εθνών κρατών γνωρίζοντας άνοδο στην Ευρώπη και στη χώρα μας.
Σήμερα εμφανίζεται ένα παρεμφερές φαινόμενο. Μεγάλα τμήματα της νεολαίας τα καταλαμβάνει η απογοήτευση, χάνουν κάθε αγωνιστική διάθεση, εκφράζουν τη δυσαρέσκεια τους παθητικά, αυτό-περιθωριοποιούνται πολιτικά και μαζί με τμήματα των εργαζομένων αποτελούν ιδεολογικά ανοχύρωτα κάστρα κι εύκολα θύματα της ακροδεξιάς φασίζουσας προπαγάνδας, που σε μια ίσως πιο εκλεπτυσμένη μορφή γνωρίζει πάλι άνοδο στην Ευρώπη και στη χώρα μας.
Τότε και τώρα ο αθλητισμός και κυρίως το ποδόσφαιρο ήταν και είναι κυρίαρχος τομέας της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων σε παγκόσμιο επίπεδο, αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της καπιταλιστικής κοινωνίας, αντανακλώντας στο εσωτερικό του το δυναμισμό και τα τυπικά δομικά χαρακτηριστικά της, σε κάθε φάση της ιστορικής της εξέλιξης, αναπαράγοντας την κυρίαρχη αστική ιδεολογία, με άμεσα οικονομικά και πολιτικά αποτελέσματα.
Παράλληλα όμως στο εσωτερικό του αθλητισμού εκφράστηκε εξ αρχής νομοτελειακά η ταξική πάλη, ανάμεσα στην κυρίαρχη κι εδραιωμένη αστική τάξη από τη μια και από την άλλη την αναδυόμενη στις βιομηχανικές κοινωνίες εργατική τάξη με τους κοινωνικούς συμμάχους της και την πρωτοπόρα διανόηση.
Ο Νάσος Μπράτσος καταφεύγοντας σε πλήθος πρωτογενών και άλλων ιστορικών πηγών και μετά από πολύχρονη και κοπιαστική μελέτη, αξιοποιώντας δημιουργικά την «κλεισούρα» της πανδημίας, μας παραδίδει ένα σημαντικό ιστορικό πόνημα, στο οποίο δεν περιγράφει απλά γεγονότα της ταξικής πάλης στο εσωτερικού του Ελληνικού αθλητισμού μία συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, αλλά εμβαθύνει και αποκαλύπτει την ιδεολογικοπολιτική σημασία τους.
Ο συγγραφέας δεν επιλέγει τυχαία την ιστορική περίοδο του Μεσοπολέμου και της Κατοχής, αλλά γιατί αυτή την περίοδο των αλλεπάλληλων οξυμένων καπιταλιστικών κρίσεων, που σημειώθηκε η άνοδος του φασισμού στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, η ταξική πάλη οξύνθηκε παίρνοντας άγρια μορφή, η οποία αποτυπώθηκε ανάγλυφα και στο εσωτερικό του Ελληνικού αθλητισμού.
Ρίχνει άπλετο φως σε άγνωστες ή στην καλύτερη περίπτωση σε πολύ λίγο γνωστές πτυχές της ιστορίας του αθλητικού κινήματος εκείνης της εποχής, κατά τη διάρκεια της οποίας η εργατική τάξη στο πλαίσιο διαμόρφωσης ταξικής συνείδησης και ισχυροποίησης της, που την σηματοδοτεί η ίδρυση του κόμματος της του ΚΚΕ, μαζί με τους συμμάχους της συγκρότησε το κοινωνικό – αθλητικό μέτωπο «εργατικός αθλητισμός» ή «κόκκινα σπορ» όπως τα αποκαλούσαν πολλοί, που εκφράστηκε ως ορμητικό ανατρεπτικό ρεύμα, επικίνδυνο για την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων.
Την περίοδο εκείνη για το κοινωνικό – αθλητικό μέτωπο έμπαινε ως κύριο ιδεολογικοπολιτικό καθήκον να αντισταθεί και να αποκρούσει τα σχέδια των φασιστικών καθεστώτων της Ευρώπης, που επεδίωκαν να εργαλειοποιήσουν τον αθλητισμό για να περάσουν το τοξικό δηλητήριο τους στη νεολαία, με απώτερο σκοπό να διαμορφώσουν την ιδεολογική βάση της ταξικής αλλοτρίωσης της.
Οι κυβερνήσεις της εποχής είχαν αντιληφθεί ότι μετά από πολύχρονους πολέμους και τις συνέπειές τους, ο προσφορότερος τρόπος για να προσεγγίσουν ξανά τη νεολαία και να την προετοιμάσουν για νέα σφαγεία, όπως τελικά έγινε με το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν ο αθλητισμός. Μέσω αυτού εξέλιξαν τη μιλιταριστική προπαγάνδα και χρησιμοποίησαν κάθε μέσο, όπως αναλυτικά περιγράφεται στο βιβλίο με την παράθεση χαρακτηριστικών παραδειγμάτων, για να καρπωθούν τα οφέλη από έναν αθλητισμό – εργαλείο στα χέρια τους.
Αυτή η αναπόφευκτη ιδεολογικοπολιτική σύγκρουση είχε ανάγκη και από οργανωτική έκφραση, με αποτέλεσμα απέναντι στο παγκόσμιο αστικό θεσμικό αθλητικό πλαίσιο η εργατική τάξη να αντιπαραθέσει την Κόκκινη Αθλητική Διεθνή που ιδρύθηκε το 1923, ενώ στη χώρα μας συγκροτείται η Ομοσπονδία Εργατικού Αθλητισμού (ΟΕΑ) που είχε περιφερειακά τμήματα (Περιφερειακές Ενώσεις Εργατικού Αθλητισμού) σε διάφορες περιοχές.
Τόσο το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, όσο και τα Κομμουνιστικά Κόμματα μεταξύ των οποίων και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας αντιλήφθηκαν πολύ έγκαιρα τη μεγάλη σημασία του αθλητισμού στην ιδεολογική διαπάλη και οργάνωσαν παρεμβάσεις στο χώρο. Ειδικότερα το ΚΚΕ παρεμβαίνει δυναμικά το 1926 μέσω της Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών νεολαιών Ελλάδας (ΟΚΝΕ).
Παρόμοια διαδικασία πυροδοτήθηκε και στην Κύπρο με μια καθυστέρηση 15 ετών, το 1939 με το μεγάλο Κίνημα των Λαϊκών Συλλόγων που συγκροτήθηκε με απόφαση του παράνομου Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου. Την περίοδο εκείνη ιδρύονται και ξεπηδούν σαν μανιτάρια εργατο-αγροτικοί αθλητικοί σύλλογοι πρώτα στη Λευκωσία και στη συνέχεια σε όλο το νησί. Οι αθλητικοί σύλλογοι πυκνώνουν μετά το 1941 με την ίδρυση του ΑΚΕΛ, και με την ίδρυση, το 1944,της Ανορθωτικής Οργάνωσης Νεολαίας (ΑΟΝ) του ΑΚΕΛ η δράση των Συλλόγων πήρε πλέον οργανωμένη και πιο δυναμική μορφή και η ταξική πάλη στο εσωτερικό του Κυπριακού Αθλητισμού οξύνθηκε κι έγινε σφοδρή. Η διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε με την ίδρυση της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας Επαρχίας Λευκωσίας (ΠΟΕΛ) το 1958.
Στην Ελλάδα κάτω από αυτές τις συνθήκες διαμορφώθηκαν δύο αντίπαλοι πόλοι το ρεύμα του εργατικού αθλητισμού που το συγκροτούσαν τα εργατικά σωματεία από τη μια και από την άλλη τα αστικά σωματεία, όχι υπό την έννοια της ταξικής τους σύνθεσης αλλά του ιδεολογικού προσανατολισμού τους. Ιδιαίτερο ρόλο δε στην Ελλάδα διαδραμάτισαν εκείνη την ιστορική περίοδο ευάριθμα σωματεία μικρασιατικής σύνθεσης αφού το προσφυγικό στοιχείο με πλούσια αθλητική παράδοση στη Μικρά Ασία, μετά τον ξεριζωμό, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αναγέννηση του αθλητισμού στις νέες τους πατρίδες.
Το πολιτικό καθήκον των εργατικών σωματείων ήταν να απεγκλωβίσει ιδεολογικά και οργανωτικά τμήματα της νεολαίας κι εργατών από τα αστικά αθλητικά σωματεία και από τις φιλοπόλεμες αντιλήψεις που προωθούσαν τα αστικά καθεστώτα και να τα εντάξει στο ρεύμα του εργατικού αθλητισμού.
Η παρέμβαση της ΟΕΑ δεν περιορίζεται στο ποδόσφαιρο αλλά επεκτείνεται και σε άλλα δημοφιλή σπορ της εποχής, όπως βόλεϊ, πυγμαχία, ποδηλασία, κλασικός αθλητισμός, εκδρομικές εξορμήσεις.
Όπως θα δούμε στο βιβλίο ένα από τα κύρια ζητήματα τακτικής που αντιμετώπισε η ΟΕΑ ήταν αν οι αγώνες θα έπρεπε να ήταν αμιγώς μεταξύ εργατικών σωματείων ή θα έκανε «άνοιγμα» προς τα αστικά σωματεία για να δημιουργήσει διόδους προσέγγισης των εγκλωβισμένων τμημάτων της νεολαίας και των εργατών, για να διευρυνθεί το μέτωπο στο οποίο συμμετείχαν έτσι κι αλλιώς πέραν του κομματικού δυναμικού κι άλλες κοινωνικές δυναμικές.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το γεγονός ότι η ΟΕΑ συνέδεε τους αγώνες και με άλλες δράσεις πριν την έναρξη και μετά τη λήξη των αγώνων, από σύντομες ομιλίες για τους στόχους του εργατικού αθλητισμού ή για επίκαιρα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα μέχρι κινητοποιήσεις, απεργίες, γιορτασμούς της Πρωτομαγιάς, εκδηλώσεις αλληλεγγύης προς την ΕΣΣΔ κ.ο.κ., που σε πολλές περιπτώσεις προκαλούσαν την κρατική καταστολή, συλλήψεις, καταδίκες κι εξορίες με την εφαρμογή του Ιδιωνύμου.
Στα κεφάλαιά του βιβλίου ξεδιπλώνεται ένα πλήθος άγνωστων γεγονότων και πληροφοριών από τη δράση των εργατικών σωματείων αλλά και αστικών σωματείων που διαδραμάτισαν θετικό ρόλο, μέχρι το ρόλο προσωπικοτήτων όπως ο Μάνος Κατράκης και ο Γιάννης Ρίτσος, τις παρεμβάσεις του κοινοβουλευτικού και δικτατορικού – Μεταξικού καθεστώτος, τους Έλληνες αθλητές στη Λαϊκή Ολυμπιάδα της Βαρκελώνης, το ρόλο του αθλητισμού στην απελευθέρωση των Δωδεκανήσων και στην Ιταλογερμανική κατοχή στη διάρκεια της οποίας αν και είχε κατασταλεί ο εργατικός αθλητισμός υπήρχε ο σπόρος του.
Από την εποχή που πραγματεύεται το βιβλίο μέχρι σήμερα μεσολάβησε η μεταπολιτευτική περίοδος, στην οποία αναπτύχθηκαν αξιόλογα αθλητικά κινήματα, που εκφράστηκαν με τα φοιτητικά κινήματα των ΕΑΣΑ Αθήνας και Θεσσαλονίκης, τον Σύλλογο Ελλήνων Αθλητών, τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών και τον αντίστοιχο των Καλαθοσφαιριστών με προοδευτικά χαρακτηριστικά, που όμως ή δεν είχαν εξ αρχής ξεκάθαρο ταξικό προσανατολισμό ή κάπου αλλοιώθηκε ή και τον έχασαν στη διαδρομή κάτω και από την ασφυκτική πίεση του αστικού κράτους.
Με όλα αυτά το βιβλίο του Νάσου Μπράτσου μας βοηθάει να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα για το σήμερα για τον βαθύ ταξικό χαρακτήρα του σύγχρονου αθλητισμού, πως τον χρησιμοποιούν τα μεγάλα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, αλλά και για να μπορέσουμε να ξεχωρίζουμε τις δημιουργικές προσπάθειες «από τα κάτω» και να τις στηρίζουμε για να αναπτυχθεί, να δυναμώσει και να έχει ταξική συνέπεια το νέο αθλητικό κίνημα που γεννιέται.
[Στη φωτογραφία (του 902.gr) από την εκδήλωση στην Πάτρα: Τάκης Πετρόπουλος – Νάσος Μπράτσος]