Λάνθιμος εναντίον Λάνθιμου (Υπάρχει τέχνη για την τέχνη)
Οι διαφορές του ίδιου του Λάνθιμου με τον εαυτό του, όπως αυτές εκφράζονται στις δυο τελευταίες ταινίες του…είναι αναμενόμενες σε έναν καπιταλισμό σε αδιέξοδο…
Ένα από τα πιο συνηθισμένα ερωτήματα που τίθενται στον χώρο των τεχνών και των επιστημών είναι το αν υπάρχουν ως αυταξία, αν δηλαδή μπορούν να είναι ουδέτερες και να υπηρετούν μόνο τον εαυτό τους. Σε προηγούμενα άρθρα (Oppenheimer εναντίον Einstein και Γοτθική Ιατρική) έγινε κατανοητό, με αφορμή τις ταινίες Oppenheimer και Poor things, ότι η ιατρική όπως και κάθε επιστήμη δε μπορούν να είναι ανεπηρέαστες από το κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι, ότι αναπτύσσονται και εξελίσσονται σε συγκεκριμένες συνθήκες.
Εκτός όμως από την ταινία Poor Things, ο Λάνθιμος γύρισε σε σύντομο χρονικό διάστημα την ταινία Kinds of Kindness, η οποία θα αποτελέσει και το έναυσμα για αυτό το άρθρο. Η ταινία δομείται σε τρεις μικρού μήκους ταινίες με περιεχόμενο ιδιαίτερα αφαιρετικό, το οποίο υιοθετεί μια σουρεαλιστική ματιά στο ζήτημα του τι θεωρείται αγάπη και πόσο τοξικές διαστάσεις μπορεί να λάβει. Στόχο που δεν καταφέρνει να επιτύχει η ταινία αφού οι ταινίες μεταξύ τους μένουν ασύνδετες και το νόημα χάνεται στην προσπάθεια να είναι επιτηδευμένα περίπλοκο και πομπώδες.
Το παραπάνω είναι μια παγίδα στην οποία αρκετές φορές πέφτει η αφηρημένη τέχνη και το κίνημα του σουρεαλισμού. Εξ ορισμού ο υπερρεαλισμός ως κίνημα προέρχεται από αισθητικοφιλοσοφικά ρεύματα (ρομαντισμός, κυβισμός, ντάντα), τα οποία δεν είχαν τη δομή και την οργάνωση του, με στόχο την υπέρβαση της υπάρχουσας πραγματικότητας και τη σύνδεση της τέχνης με την κοινωνία, του καλλιτέχνη με τον πολίτη (και για αυτό το λόγο συνδέθηκε με τον μαρξισμό ως αντίστοιχη επαναστατική θεωρεία). Ο υπερρεαλισμός κατάφερε λοιπόν να καταργήσει τα στεγανά μεταξύ τέχνης και γραφής και δημιούργησε ένα πεδίο αλληλεπίδρασης της ποιητικότητας (γραπτής ή οπτικής) με την καθημερινότητα. Η απαρχή του σουρεαλιστικού κινήματος γίνεται με τον Kandinsky ο οποίος ως παράδειγμα επαναστατικότητας είχε τη Σοβιετική Ένωση και τη δύναμη ανατροπής που έφερε, κάτι που ο ίδιος μετέφερε στη ζωγραφική με μια μορφή οπτικού λυρισμού και προβληματισμού.
Η υλοποίηση βρίσκεται στην κατάργηση των ορίων μεταξύ της καλλιτεχνικής απεικόνισης και της κοινωνίας. “Η ελευθερία πρέπει να γίνει αντιληπτή σαν διαρκής ερεθισμός” αναφέρει ο Breton ο οποίος έβαλε τα θεμέλια για τη συγκρότηση του σουρεαλισμού ως κίνημα. Μαζί με τον Benjamin ορίζουν στο μανιφέστο του σουρεαλισμού το κίνημα ενάντια στην ιδεαλιστική μοιρολατρία, τον συμβιβασμό και την αστική (συστημική) αριστερά με στόχο τη σουρεαλιστική επανάσταση. Χαρακτηριστικά αναφέρουν πως το μεγαλύτερο πρόβλημα συμβιβασμού είναι οι καλές προθέσεις, τις οποίες πολλές φορές επικαλείται η αστική αριστερά ώστε να μετουσιώσει τον ιδεαλιστικό μοραλισμό της με τη συντηρητική πολιτική πράξη.
Απέναντι σε αυτό τοποθετείται η “λατρεία του κακού” (ως συνέχεια της ρομαντικής παράδοσης και φιλοσόφων όπως του Μαρκησίου Ντε Σαντ και πλέον σήμερα στη μορφή του black metal) σαν εσωτερική λατρεία και μηχανισμό εξυγίανσης της πολιτικής από την ηθικολογία και την πολιτική ορθότητα. Πιστεύουν πως ο μικροαστός πιστεύει πως η αρετή είναι θεόπνευστη και η αυτοδιάθεση πράγμα διαβολικό και σε αυτό επέλεξαν να χτυπήσουν με μια σειρά ακτιβισμών (όχι μόνο καλλιτεχνικών) ενάντια σε γεγονότα που σηματοδοτούσαν την καθεστωτική και θρησκευτική ηθική, ως ένα βήμα προς την απόλυτη εξέγερση και ανυπακοή.
Η συνέχεια των πραγμάτων, όμως, δεν είναι αντίστοιχη. Από τη μια πλευρά οι αντιφάσεις των μελών του σουρεαλιστικού κινήματος και από την άλλη πλευρά ο φετιχισμός του ακτιβισμού διαμόρφωσαν τις συνθήκες ώστε οι πρακτικές αυτές όχι μόνο να μην είναι επικίνδυνες για το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά εύκολα ενσωματώσιμες εφόσον έμειναν σε ένα φιλελεύθερο επικοινωνιακό σκάνδαλο και δε μετουσιώθηκαν σε αληθινή πράξη. Όπως ο ίδιος ο Fourie απέτυχε να σταδιοποιήσει ορθά την ιστορία (Εδέμ, Αγριότητα, Πατριαρχία, Πολιτισμός, και όπως γίνεται κατανοητό η παγκοσμιοποιημένη αστική κοινωνία μόνο με πολιτιστικό παράδεισο δε μοιάζει) έτσι και το σουρεαλιστικό κίνημα δεν κατάφερε να επικοινωνήσει την επανάσταση της τέχνης και της φαντασίας με το σοσιαλιστικό πρόταγμα και την επανάσταση της καθημερινότητας. Η απουσία από την ταξική πάλη οδηγεί σε γιακοβινικού τύπου λογικές οργάνωσης και ακτιβισμούς με λογική vigilante. Αυτό οδηγεί σε έναν ιδιότυπο μηδενισμό, ο οποίος απέχει παρασάγγας από τις αγωνίες των εργαζομένων και της κοινωνίας. Οι προβληματικές αυτές αποτυπώθηκαν με την έναρξη του Β παγκόσμιου πολέμου και την οριστική διάλυση του κινήματος με ένα κομμάτι του να επιλέγει την ουδετερότητα και να φεύγει στις αρχικά αμέτοχες ΗΠΑ (με την αντίστοιχη ασφάλεια) και με ένα μικρό κομμάτι να συντάσσεται με τους ναζί με βάση μια διαστρεβλωμένη ανάγνωση του σκοτεινού ρομαντισμού (αντίστοιχα με ορισμένες black metal μπάντες σήμερα).
Το θετικό των παραπάνω είναι ότι η σουρεαλιστική επανάσταση έδειξε νωρίς τα διάφορα πολιτικά και κοινωνικά αδιέξοδα και την έκβασή τους, δίνοντας ουσιαστικά μια απάντηση στο ότι ακόμα και με αυτούς τους περιορισμούς δεν υφίσταται η τέχνη για την τέχνη, αλλά μια πρόδρομη σύγκρουση των ιδεών στον καμβά και στην πένα, στην παρτιτούρα και στο φιλμ, μια πρόδρομη σύγκρουση που έχει τη δυνατότητα να προφυλάξει τη συλλογική επαναστατική πρακτική πριν αυτή καν πραγματωθεί. Επομένως ο σουρεαλισμός αποτελεί ουσιαστική μορφή τέχνης, πραγματικά συνδεδεμένη με τον μαρξισμό, εκφράζοντας τις αντιθέσεις των κοινωνικών τάξεων που μάχονται ενάντια στο κατεστημένο. Και για αυτό το λόγο τα τελευταία χρόνια επανέρχεται με ορμή και δυναμική, καθώς τα αδιέξοδα και οι προβληματισμοί παραμένουν.
Άρα και οι διαφορές του ίδιου του Λάνθιμου με τον εαυτό του, όπως αυτές εκφράζονται στις δυο τελευταίες ταινίες του, το Poor Things, με την προσέγγιση του έρωτα, ως αποτέλεσμα της κοινωνικής και ταξικής συνειδητοποίησης, και το Kinds of Kindness, όπου παρουσιάζεται, η τοξικότητα και η καταστροφή που επιφέρει μια αντίληψη περί αγάπης και κτητικότητας, είναι αναμενόμενες σε έναν καπιταλισμό σε αδιέξοδο. Μέσα από αυτές τις ταινίες αναδεικνύονται οι αντιφάσεις στις ανθρώπινες σχέσεις που καλλιεργούνται από το σύστημα, αποτελούν έναν διάλογο στην οθόνη που όμως ο θεατής οφείλει να συνεχίσει στην καθημερινότητα του.
Πάνος Χριστοδούλου, Βιοπαθολόγος/Εργαστηριακός Ιατρός, Ιατρός Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Ιατρικής, MSc Διοίκησης Μονάδων Υγείας, MSc Διατροφής, Τροφίμων και Μικροβιώματος, Υποψήφιος Διδάκτορας Ιατρικής Πανεπιστημίου Πατρών, PGCert Διαχείρισης κρίσεων στη δημόσια υγεία και ανθρωπιστικής απάντησης