Η ποίηση του Κώστα Βάρναλη ως διαμεσολάβηση στη μετάβαση της εργατικής τάξης από «τάξη καθ’ εαυτή» σε «τάξη για τον εαυτό της»
Γράφει ο Γιώργος Ρούσης
Ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και συγγραφέας
Το έναυσμα για να γράψω τούτο το άρθρο ήταν η κριτική μιας κριτικής. Και πιο συγκεκριμένα η κριτική που άσκησε ο αείμνηστος Μιχάλης Παπαϊωάννου στο κατά τα άλλα εμπεριστατωμένο πόνημά του «Κώστας Βάρναλης – μελέτες»1 στον Πέτρο Πικρό και σε άλλους επικριτές του Βάρναλη.
Σε αυτό λοιπόν το άρθρο του στον «Ριζοσπάστη» της 19.10.1924, ο Πικρός κατηγορεί τον Βάρναλη για απαισιοδοξία, διότι στο «ο λαός των Μουνούχων» δεν λαμβάνει υπόψη του ότι η σύγχρονη εργατική τάξη σε αντίθεση με το ρωμαϊκό προλεταριάτο έχει «ξυπνήσει, δρα, συγκεντρώνει κι οργανώνει τις δυνάμεις του για την τελική μάχη που θα το οδηγήσει στη νίκη και στον λυτρωμό», και αυτό διότι διακατέχεται από μια μικροαστική νοοτροπία2.
Ακόμη χειρότερα ο Μ. Λαμπρίδης αποδίδει αυτήν την κατά τη γνώμη του υποτίμηση εκ μέρους του Κώστα Βάρναλη της επαναστατικότητας της εργατικής τάξης στο γεγονός ότι ο Βάρναλης συμφωνεί με τον Λένιν τού «Τι να κάνουμε», όπου ο Λένιν κάνει λόγο για την αναγκαιότητα της συμβολής τής «απ’ έξω» από την εργατική τάξη διανόησης, έτσι ώστε αυτή να μπορέσει να αποκτήσει μια επαναστατική συνείδηση3.
Ο Μιχάλης Παπαϊωάννου, λοιπόν, αντιτάσσει σε αυτές τις κριτικές ότι από μια περίοδο και μετά, οπότε τον Βάρναλη τον αφύπνισε η Οκτωβριανή Επανάσταση, δεν αποδίδει πια καμιά σημασία στη μοιρολατρία της εργατικής τάξης και θεωρεί ότι άμεσα και αυθόρμητα είναι όχι μόνο εν δυνάμει επαναστατική, αλλά επαναστατική, και δεν έχει ανάγκη από καμιά μεσολάβηση για να περάσει από το πρώτο στο δεύτερο στάδιο.
Μάλιστα, ο Παπαϊωάννου θεωρεί ότι ο Βάρναλης, ενώ ο ίδιος «ως ατομική ιδιοσυγκρασία έκλινε προς την απαισιοδοξία, ως λογοτέχνης κατόρθωνε να μένει ανεπηρέαστος απ’ αυτήν»4.
Υποστηρίζω λοιπόν ότι ο Βάρναλης, αν και όπως ο ίδιος γράφει διαφωνεί με τον Καρυωτάκη, την ηττοπάθειά του και το ότι δεν είχε μέσα του κανένα σπέρμα ελπίδας, κάτι το οποίο επιβεβαιώνει κι ο ίδιος ο Καρυωτάκης γράφοντας στο σημείωμα που άφησε πριν αυτοκτονήσει ότι «κάθε πραγματικότητα μου ήταν αποκρουστική»5 σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζει ο Μιχάλης Παπαϊωάννου, στην πραγματικότητα και μάλιστα διαχρονικά, ποτέ και ορθώς δεν εγκατέλειψε την απογοήτευσή του για την ανοχή της εργατικής τάξης μπροστά στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων και την κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας και αξιών.
Αυτό όμως το πραγματοποιεί μέσω της, εκ μέρους του, από τη μια καταγραφής της απογοήτευσής του για τη μοιρολατρία της εργατικής τάξης, και από την άλλη την ελπίδα και το κάλεσμά του στον ξεσηκωμό της.
Ιδιαίτερα απ’ όταν ο ίδιος ασπάστηκε την κομμουνιστική ιδεολογία, συνδυάζει αυτήν του την απογοήτευση με την προτροπή του η εργατική τάξη και οι λαοί να ξεφύγουν από αυτήν την κατάσταση εθελοδουλίας και να επαναστατήσουν όπως έπραξε ο Ρούσικος λαός τον Οκτώβρη του 1917.
Κι όπως γράφει στο φινάλε της «Μπαλάντας του κυρ-Μέντιου»
«Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Αν ξυπνήσεις, μονομιάς
θα ‘ρτη ανάποδα ο ντουνιάς.
Κοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει
κι έχ’ η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ’ άλλη θάλασσα, άλλη γης».
Η γνώμη μου λοιπόν είναι ότι ο κομμουνιστής Βάρναλης με την ποίησή του παίζει συνειδητά τον ρόλο του μεσολαβητή της μετεξέλιξης της εργατικής συνείδησης από εν δυνάμει επαναστατική, σε επαναστατική.
Και αυτός είναι ένας ρόλος ανάλογος με τον ρόλο των φιλοσόφων – διανοουμένων στην παραβολή του Σπηλαίου των δεσμωτών του Πλάτωνα, και τον ρόλο που αντιστοιχεί στην αναγκαιότητα της συμβολής της «απ’ έξω» από την εργατική τάξη διανόησης, για να μπορέσει αυτή να ξεφύγει από τον ρεφορμισμό, έτσι όπως τον περιγράφει ο Λένιν στο «Τι να κάνουμε».6
Στην ουσία, ο Βάρναλης με τα ποιήματά του ανταποκρίνεται πλήρως στην τακτική που μας καλεί να ακολουθήσουμε ο Λένιν, δηλαδή στο ότι: «Ολο το πρόβλημα είναι να ξέρεις να εφαρμόζεις αυτήν την τακτική έτσι που να ανεβάζεις και όχι να χαμηλώνεις το γενικό επίπεδο της προλεταριακής συνειδητότητας της επαναστατικότητας και της ικανότητας για τον αγώνα για τη νίκη».7
Αυτό λοιπόν το επίπεδο της λαϊκής συνειδητότητας δεν καθορίζεται άμεσα και μονοδιάστατα από το οικονομικό Είναι του λαού, αλλά και από την ψευδή συνείδηση της πραγματικότητας που αυτός έχει, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται από την καπιταλιστική παραγωγή.
Και αυτή η ψευδής συνείδηση, η οποία κατά τους κλασικούς του μαρξισμού ταυτίζεται με την ιδεολογία, «δεν είναι τίποτε άλλο από την ιδεατή έκφραση των κυρίαρχων υλικών σχέσεων, είναι οι κυρίαρχες υλικές σχέσεις που συλλαμβάνονται σαν ιδέες, άρα είναι η έκφραση των σχέσεων που κάνουν μια τάξη κυρίαρχη, επομένως οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης».8
Αυτή λοιπόν η κίβδηλη συνείδηση για να μπορέσει από εν δυνάμει επαναστατική που είναι, να μετατραπεί σε επαναστατική, απαιτούνται ορισμένες μεσολαβήσεις.9
Και μια από αυτές, όπως και πάλι επισημαίνει ο Λένιν, είναι η παρέμβαση της «απ’ έξω» από την εργατική τάξη επαναστατικής διανόησης.
Είναι νομίζω ενδιαφέρον να επισημάνω ότι αυτή η συλλογιστική του Λένιν είναι ανάλογη με εκείνη που ακολουθεί ο Πλάτωνας στην παραβολή του σπηλαίου των δεσμωτών, το οποίο υπό τη σύγχρονη μορφή του περιγράφεται σε δυο ποιήματά του από τον Κώστα Βάρναλη!!!
Θυμίζω ότι για τον Πλάτωνα οι δεσμώτες του Σπηλαίου είναι δυνατόν να απαλλαγούν από τα ψευτοείδωλα (την ψευδή συνείδηση της πραγματικότητας) τα οποία προσλαμβάνουν, όσο είναι δεσμώτες στο σπηλαίο που τους αποξενώνει από την πραγματικότητα, μόνο με τη μεσολάβηση των φιλοσόφων, οι οποίοι και γνωρίζουν αυτήν την πραγματικότητα.
Γράφει λοιπόν ο Πλάτωνας στην «Πολιτεία».10
«Δες λοιπόν με τη φαντασία σου ανθρώπους που κατοικούν μέσα σε μια σπηλιά κάτω από τη γη, που να έχει την είσοδό της ψηλά στην οροφή, προς το φως, σε όλο το μήκος της σπηλιάς μέσα της να είναι άνθρωποι αλυσοδεμένοι από την παιδική ηλικία στα πόδια και στον αυχένα, έτσι ώστε να είναι καρφωμένοι στο ίδιο σημείο και να μπορούν να βλέπουν μόνο μπροστά τους και να μην είναι σε θέση, εξαιτίας των δεσμών, να στρέφουν τα κεφάλια τους ολόγυρα. Κι οι ανταύγειες της φωτιάς που καίει πίσω τους να είναι πάνω και μακριά από αυτούς».
Και να πώς αναπαράγει ο Βάρναλης αυτήν την εικόνα σε δυο ποιήματά του:
Πρόλογος
Ξαφνικά μου φασκιώνουνε τα μάτια
για να βλέπω το φως το αληθινό!
Με καρυδώνουν, για να μη φωνάζω:
«Ορσε, Ελλάδα Γραικύλων αντιχρίστων!»
Αχερα με μπουκώνουν κάθε μέρα.
Και ποιοι; Του σκλαβοπάζαρου η σαβούρα.
Και πώς; Εχουν αφέντη τα σκυλιά
και δαγκάνουν τα πόδια σου, Ιστορία.
Πώς θα σωθούμε απ’ την «ελευθερία»
της σκλαβιάς μας κι από τον «υπέρ πατρίδος»
των προδοτών; Και πότε απ’ τους θεούς
των αθέων και των ανθρωποφάγων;
Πώς μας θέλει η «αληθής δημοκρατία»
Να μην ακούω και να μη βλέπω να πατώ.
Να μη νογάω και να ‘χω το στόμα βουλωτό.
Να μη με φαρμακών’ η μπόχα του καιρού μου.
Χωρίς αυτιά και μάτια, μύτη και μυαλό,
μουγκός να πηαίνω, όποτε μου ‘ρθει, προς νερού μου,
κι άμα τσινάει ο Γάιδαρος να μη γελώ.
Και σα με καρυδώνουνε μουνούχο σκλάβο
οι Αμερικάνοι, εγώ να βλαστημάω το Σλάβο.
Ας δούμε τώρα πώς αντιμετωπίζει ο Λένιν την αναγκαιότητα παρέμβασης της επαναστατικής διανόησης έτσι ώστε η εν δυνάμει επαναστατικότητα της εργατικής τάξης να μετεξελιχθεί σε επαναστατικότητα.
Για τον Λένιν λοιπόν «το αυθόρμητο στοιχείο» δεν αποτελεί στην ουσία τίποτε άλλο παρά εμβρυακή μορφή του συνειδητού».11
Tούτο σημαίνει ότι ναι μεν είναι απαραίτητη η ύπαρξη αυτού του «εμβρύου» της αυθόρμητης συνείδησης για να γεννηθεί η επαναστατική συνείδηση, μια και δίχως έμβρυο δεν μπορεί να υπάρξει γέννα, από την άλλη όμως αυτό το έμβρυο θα πρέπει να αναπτυχθεί παραπέρα και προς την ορθή κατεύθυνση για να μπορέσει να γεννηθεί η επαναστατική συνείδηση, μια και το έμβρυο που δεν αναπτύσσεται πεθαίνει ή, αν δεν αναπτυχθεί σωστά, οδηγεί σε τερατογένεση.
Και για να συμβεί αυτή η ανάπτυξη, κατά τον Λένιν του «Tι να κάνουμε» χρειάζεται η μεσολάβηση της «απ’ έξω» από την εργατική τάξη διανόησης που πέρασε με το μέρος της εργατικής τάξης.
Σε αυτήν λοιπόν τη διανόηση που μετατρέπεται σε επαναστατική και στρατεύεται στο πλευρό της εργατικής τάξης ανήκει ο Κώστας Βάρναλης.
Και σε αυτό το πλαίσιο αναφέρεται στη μοιρολατρία της εργατικής τάξης.
Να πώς καταγράφεται αυτό στους «Μοιραίους» στον πρόλογο στους «Σκλάβους πολιορκημένους», στους «Πόνους της Παναγιάς», στα «Λοίσθια» και στον «Παλιολαό».
Οι μοιραίοι
Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές,
(απάνου εστρίγγλιζε η λατέρνα)
όλη η παρέα πίναμε εψές,
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής,
ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Οσο κι ο νους αν τυραννιέται
άσπρην ημέρα δε θυμιέται!
(Ηλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος του άσωτου ουρανού,
ω! της αυγής κροκάτη γάζα
γαρούφαλλα του δειλινού,
λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!)
Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος – ίδιο στοιχειό
του άλλου κοντόμερη η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό,
στο Παλαμήδι ο γυιός του Μάζη
κ’ η κόρη του γιαβή στο Γκάζι.
-Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
-Φταίει ο θεός που μας μισεί!
-Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
-Φταίει πρώτ’ απ όλα το κρασί!
«Ποιος φταίει; Ποιος φταίει;… κανένα στόμα
δεν τόβρε και δεν τόπε ακόμα.
Ετσι, στην σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
σαν τα σκουλήκια κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει, μας πατεί:
δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα!
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
Οι πόνοι της Παναγιάς
Θεριά οι ανθρώποι, δε μπορούν το φως να το σηκώσουν!
Δεν είν’ αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!
Πρόλογος (Σκλάβοι Πολιορκημένοι)
Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός.
Κι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι. «-Γεια σου Κωσταντή βαρβάτε!»
«-Καλησπερούδια, αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;»
Ενας σούδινε ποτήρι κι άλλος σούδινεν ελιά.
Ετσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Κι αν σε πείραζε κανένας – αχ εκείνος ο Τριβέλας!-
έκανες πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.
Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνος μπρος, χρόνια μετά…
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Αχ, πούσαι νιότη, που δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!
Τα λοίσθια
Ολα μπροστά σου μαύρα, η κάθε μέρα
πιο μαύρη από τη νύχτα. Η φωτόσφαιρα
σβησμένη χρόνια πίσου απ’ τα βουνά.
Κι αν κάποτες τα μάτια σου γυρνάνε
πίσου, διπλά πονάς, ‘τι βλέπεις να ‘ναι
πιο μαύρ’ απ’ τα παλιά, τα τωρινά!
Παλιολαός
Σαν πρωτόβγα στη ζωή,
τίποτα δε βρήκα.
Ενας δρόμος. Κι ουδέ νους
ουδέ μάτια κι ακοή.
Στο κοπάδι μπήκα
και με δέσαν μ’ ολουνούς.
Θάλασσα, στεριά και φως
τίποτα δικό μας.
Τίποτ’ έξω μας κι εντός.
Μόν’ ο Χάρος αδερφός
και μοναδικό μας
φως και τέρμα του παντός.
-Πού παγαίνουμε, αδερφοί;
φώναζα. Κανένας
δε γυρνούσε. Ηταν, οϊμέ
όλοι τους όμοια κουφοί
και τυφλοί της γέννας
και δεμένοι σαν κι εμέ.
Σκουντουφλούσαμε γερτοί
λάσπη φορτωμένοι.
-Προχωράτε ζωντανά!
Να και τούτη, να κι αυτή
σ’ όποιον αποσταίνει
να μη σηκωθεί ξανά.
Προχωράμε ολοζωής
κι είμαστε όλο πίσου.
Ενας κλαίει, άλλος γελά,
όταν σκάβουμε τη γης,
ξέχειλοι του μίσου,
το δικό μας τάφο… Αλλά
να! μπροστά μας άλλοι οχτροί,
όμοι’ αλυσωμένοι!
-Ισ’ απάνω τους! …Καρδιά!…
Θα σας πάρουν την ιερή
την πατρίδα οι ξένοι,
τις γυναίκες, τα παιδιά!
Μνέσκαμ’ από τη σφαγή
ένας κάθε δέκα
και σακάτηδες! Ξανά
εδικιά τους όλ’ η γη,
τέκνα μας, γυναίκα
και δεμένοι πιο στενά!
Χάιντε πάλι απ’ την αρχή
ξύλο και πορεία
κατά θέλημα θεού,
δίχως σώμα και ψυχή.
Προπατορική ιστορία
του παλιολαού!
Ξαφνικά σεισμός, βουλκάνοι
με φωτιά κατεβατή.
Στοπ! Δεν έχει άλλη πορεία!
Τρέχει ο δήμιος, δεν προκάνει,
σ’ εκκλησιά πελεκητή
να γυρέψει σωτηρία.
Τ’ είναι τούτ’; Οργή Λαού
παρά θέλημα Θεού!
Σε άλλα ποιήματά του ο κομμουνιστής πια Βάρναλης αναφέρεται ταυτόχρονα και στην πτυχή της εθελοδουλίας του προλεταριάτου και στον λυτρωτικό χαρακτήρα της επανάστασης.
Ετσι στο «Τέρμα» γράφει:
Εδώ, π’ ανταμωθήκαμε, αδερφοί,
δεν είναι πλατωσιά μηδέ κορφή,
μήδ’ άκρα του πελάου και τ’ ουρανού.
Το βάθος είναι τ’ άσωτου Κενού.
Δεν πέσαμε μονάχοι στ’ αναιώνια
σκοτάδια. Μας γκρεμίσαν τα τελώνια
της Ανομίας, οι «πρώτοι» του λαού,
κάθε λαού, καινούριου ή παλαιού.
Ηλιος εδώ να φτάσει, ανάσ’, αχός
δεν αφήνει των πλούσιων ο Θεός
και στον Απάνου Κόσμο από τον Κάτου
οι βόγκοι ν’ ανεβούνε του θανάτου.
Τη σάρκα μας τη σάπισε η λασπιά τους,
μα την ψυχή μας πιότερο η ψευτιά τους.
Πουλημένα κοπάδια, νύχτα μέρα
για δικά τους πεθαίνουμε συφέρα.
Ασήμαντοι, χυδαίοι, μηδενικοί
κάναν την οικουμένη φυλακή.
Πέτρα δεν είν’ απάνου να πατήσει
το θύμα, όσο ψηλότερα να φτύσει!
-Πώς εδώθε να βγούμε; -Οχι ένας ένας!
Ολοι μαζί και μοναχός κανένας!
Σα φτάσ’ η εσχάτη ανάγκη να σωθείς,
ενωμένος Λαός θα σηκωθείς
Και στον «Στυλίτη» μάς καλεί:
Τα θύματα χιλιάδες των πολέμων κάτου
σέπονται με της πείνας, της σκλαβιάς αντάμα,
με της αρρώστιας, του δαρμού – δόξα θανάτου!
Ολοι του Παραδείσου ισάγγελοι! Μα εγώ,
που ξεψυχώ και δεν πεθαίνω, το ‘χω τάμα
να τυραννιέμαι ακόμα μόνος. Οσο αργώ,
τόσο και θησαυρίζω πιότερα στα ύψη!…
Μα νά τος πάλι ο Πειρασμός, αχώριστός μου,
(πιότερο εγώ τονε πειράζω. Κι αν μου λείψει,
θα μου κακοφανεί!) μου ξαναλέει: – «Κουνήσου!
Δε σώζεις την ψυχή σου, τους κυρίους του Κόσμου
με τη φυγή, την αρνησιά και τη θανή σου.
Οχι με λόγια, μ’ έργα τ’ Αδικο πολέμα!
Κι όχι μονάχος! Με τα πλήθη συνταιριάσου!
Τ’ άδικο μ’ αίμα θρέφεται! Πνίξε το με αίμα.
Κι άμα θα σπάσουν οι αλυσίδες τ’ αδερφού,
η λευτεριά η δικιά του θα ‘ναι λευτεριά σου,
κι ανάγκη πια δε θα ‘χεις κανενός Θεού.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι ο Βάρναλης με την ποίησή του λαμβάνοντας υπόψη του το επίπεδο συνειδητότητας της εργατικής τάξης, δίχως να είναι ούτε πεσιμιστής αλλά ούτε αιθεροβάμων, λειτουργεί ως μεσολάβηση για την ανόρθωσή της και την προώθηση της ανατρεπτικής επαναστατικής διαδικασίας, κατέχοντας έτσι εξέχοντα ρόλο στο πάνθεο της ελληνικής επαναστατικής διανόησης.
Σημειώσεις:
1. Μ. Μ. Παπαϊωάννου, «Κώστας Βάρναλης – μελέτες», «Σύγχρονη Εποχή», 1984, σελίδες 103 και επόμενες
2. Στο ίδιο, σελίδα 103
3. Στο ίδιο, σελίδα 105
4. Στο ίδιο, σελίδα 114
5. http://users.uoa.gr?arts ?tributes
6. Λένιν, «Τι να κάνουμε», Απαντα, «Σύγχρονη Εποχή», 1986, τόμος 22
7. Β. Λένιν, Ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», Απαντα, τόμος 41, σελ. 59
8. Κ. Μαρξ, Φρ. Ενγκελς, «Η Γερμανική ιδεολογία», ό.π., τόμος πρώτος, σ. 94.
9. Βλέπε πιο αναλυτικά: Γιώργου Ρούση, «Στοχασμοί πάνω σ’ ένα κρίσιμο αναπάντητο ερώτημα», «Γκοβόστης», 2023
10. Πλάτωνα, «Πολιτεία», 514a-517a
11. Λένιν, «Τι να κάνουμε», ό.π. σελίδες 29-30.
Γιώργος Ρούσης
Ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και συγγραφέας
Αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη (Σάββατο 6 Ιούλη 2024 – Κυριακή 7 Ιούλη 2024)