“Ρασομόν / Rashomon”, του Ακίρα Κουροσάβα (1950)

Στην ταινία «Ρασομόν» ο Α. Κουροσάβα μάς καλεί να διαβούμε την Πύλη της αλήθειας…

Το μεγάλο βραβείο (Χρυσό Λιοντάρι) του Διεθνούς Φεστιβάλ Βενετίας που δόθηκε το 1951 στην ταινία «Ρασομόν» -ένα χρόνο μετά η ταινία απέσπασε και το όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας- βρίσκει τον σκηνοθέτη αυτής, τον Ακίρα Κουροσάβα, σε μία όχι ιδιαίτερα ευχάριστη περίοδο της ζωής του. Η ταινία του «Ο ηλίθιος» -που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Φ. Ντοστογιέφσκι- και που γύρισε αμέσως μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων του «Ρασομόν», αποδείχτηκε σκέτη καταστροφή, εξαιτίας της σύγκρουσής του με τους διευθυντές της εταιρείας παραγωγής και των εχθρικών κριτικών που ακολούθησαν, προερχόμενες από κριτικούς που καθρέφτιζαν τα «συναισθήματα» της εταιρείας απέναντί του. Ταυτόχρονα το στούντιο της Νταϊέι όπου εργαζόταν εκείνη την εποχή, του ανήγγειλε ψυχρά τη λύση της συνεργασίας τους. Σε μία κρίσιμη καμπή της ζωής του, απογοητευμένος και αποφασισμένος να απέχει από τον κινηματογράφο, αφού οι συμπατριώτες του σε εκείνη τη φάση τον είχαν απαρνηθεί, έρχεται το βραβείο από την Ευρώπη -και αργότερα από την Αμερική- ως δώρο εξ ουρανού για τον ίδιο, αλλά πρωτίστως ως δώρο προς τους θεατές εκτός Ιαπωνίας που μέχρι τότε δεν γνώριζαν το έργο αυτού του σκηνοθέτη. Μέσα σε μία νύχτα η Δύση γνωρίζει τον Ασιάτη σκηνοθέτη και φέρνει το κοινό της σε επαφή με τον γιαπωνέζικο κινηματογράφο.

Εμπνευσμένος από τα διηγήματα του Ριουνοσούκε Ακουταγκάουα «Ρασομόν» και «Σε ένα αλσύλλιο» που είχε ήδη διασκευαστεί σε σενάριο από τον Σινόμπου Χασιμότο, ο Κουροσάβα συνθέτει το σενάριο της ταινίας του σε μία γραμμική και περιληπτική δομή, προκειμένου να πετύχει μία ευρεία και πλούσια εικονοποιία, μέσα από την οποία θα αναδυθούν τα σύνθετα και περίπλοκα ζητήματα της ανθρώπινης ψυχής, της πολυπλοκότητας αυτής, αλλά και σημαντικά μεταφυσικά θέματα που αφορούν στα δίπολα ιδέες και αισθητά, είναι και φαίνεσθαι, ουσίες και γεγονότα, ρεαλιστικό και φανταστικό. Και στο επίκεντρο όλων αυτών θα τεθεί το βασικό φιλοσοφικό οντολογικό ερώτημα. “Τι είναι αυτό που βλέπουμε;” Πόσο ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και πόσο τελικά το πραγματικό εκφράζει την αλήθεια; Και μήπως τελικά αναλύοντας αυτό που αποδίδεται ως πραγματικό, μέσα από τις διαφορετικές οπτικές του, καταλήγουμε τελικά στη σύλληψη του μη πραγματικού; Αυτού που συντελείται στη συνείδηση του ανθρώπου, που δεν οπτικοποιείται, που δεν γίνεται αντιληπτό μέσω των αισθήσεων, που ωστόσο, όμως, αποτελεί τελικά το πραγματικό, την ουσία των εξωτερικών γεγονότων; 

Στην ταινία, παρακολουθούμε την περιπέτεια ενός σαμουράι στην Ιαπωνία του 15ου αιώνα, ο οποίος ταξιδεύει με τη γυναίκα του, και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού η γυναίκα του βιάζεται (;) και ο ίδιος σκοτώνεται (ενδεχομένως δολοφονείται). Τρεις άνθρωποι περιγράφουν τα γεγονότα, τρεις άνθρωποι που βρίσκονταν στον χώρο και στον χρόνο που διαδραματίστηκαν αυτά, αλλά οι αφηγήσεις τους αλληλοσυγκρούονται. Έχουμε την αφήγηση του ληστή (εξαιρετικός ο Τοσίρο Μιφούνε, σχεδόν μόνιμος συνεργάτης του Κουροσάβα , όπως και ο Τακάσι Σιμούρα, στον ρόλο του ξυλοκόπου) που κατηγορείται πως σκότωσε τον σαμουράι, την αφήγηση της γυναίκας του σαμουράι εντελώς διαφορετική από αυτή του ληστή -μέχρι εδώ κατανοητή αυτή η διαφορετική διάσταση που δίνει ο καθένας στην περιγραφή των γεγονότων αφού είναι οι άμεσα εμπλεκόμενοι στην ιστορία. Έχουμε όμως και την αφήγηση του νεκρού που μιλάει μέσω ενός μέντιουμ, καθώς και την αφήγηση του ξυλοκόπου που ήταν αυτόπτης μάρτυρας σε όσα διαδραματίστηκαν όπου και αυτές οι περιγραφές διαφέρουν εντελώς μεταξύ τους. 

Τέσσερις διαφορετικές εκδοχές για αυτά που συνέβησαν, από τα οποία τελικά για το μόνο που μπορούμε να είμαστε απολύτως σίγουροι είναι ο θάνατος του σαμουράι. Όλα τα άλλα τίθενται στη βάσανο της αμφισβήτησης που προκύπτει από τις διαφορετικές καταθέσεις. Η κάθε κατάθεση, όμως, αποτελεί μία ψηφίδα σε ένα παζλ, όπου συναρμολογώντας τις ψηφίδες του καταλήγουμε να έχουμε μία εικόνα όχι του τι συνέβη τελικά, αλλά του τι συνέβη στις ψυχές των ανθρώπων που μετείχαν σε αυτή την ιστορία. Και το τι συνέβη σε αυτές έχει να κάνει με τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της χώρας και της εποχής στην οποία συναντάμε τους ήρωές μας, έχει να κάνει με τα στερεότυπα των φύλων, έχει να κάνει με τις κοινωνικές κάστες, με τα ιδιαίτερα ατομικά χαρακτηριστικά του κάθε προσώπου καθώς και με τα ηθικά κίνητρα των πράξεων του καθενός. Αναζητώντας λοιπόν την αλήθεια, ανακαλύπτουμε την ενδεχομενικότητα, δηλαδή την ανοιχτότητα σε ενδεχόμενα που ορίζουν τα συμβάντα, χωρίς όμως να καταφέρνουμε να αποκαλύψουμε το ενδεχόμενο εκείνο που θα φέρει τη μέγιστη πιθανότητα να έχει συμβεί έναντι των άλλων. Ακόμη και αν δεχτούμε ως πιο αξιόπιστη από όλες, τη μαρτυρία του ξυλοκόπου, που είναι ο πιο αντικειμενικός κριτής στην όλη ιστορία, αφού δεν μετέχει σε αυτήν, απλά την παρακολουθεί, πάλι δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι και για τη δική του μαρτυρία, αφού ο σκηνοθέτης περνάει από κόσκινο και τα δικά του ηθικά κίνητρα. Καταλήγουμε λοιπόν, στην ανάλυση των εκδοχών της πραγματικότητας που με τη σειρά της μας οδηγεί στο να ανακαλύψουμε τα αίτια των διαφορετικών αυτών εκδοχών, που και αυτό με τη σειρά του μας οδηγεί στην αποκάλυψη του διαφορετικού νοητού κόσμου που εδράζει στον κάθε χαρακτήρα και αποτελεί τη δική του πραγματικότητα τη δική του αλήθεια. Έναν κόσμο όπου στο επίκεντρό του βρίσκεται ένας εξωραϊσμένος εαυτός, ένας εαυτός που σε αυτή τη νοητική κατασκευή είναι πολύ καλύτερος από αυτόν που φαίνεται προς τα έξω και γίνεται αντιληπτός από τους άλλους. Πού βρίσκεται λοιπόν το πραγματικό και πού το μη πραγματικό; Ο Κουροσάβα κατορθώνει το πραγματικό και το μη πραγματικό να μας τα παρουσιάσει μέσα στην ίδια αδιαφοροποίητη ενότητα. Και νομίζω εδώ, βρίσκεται και το μεγαλείο αυτής της ταινίας. 

Στην ταινία «Ρασομόν» ο Κουροσάβα δεν χειρίζεται μόνο αποτελεσματικά τα μεγάλα φιλοσοφικά ζητήματα. Ταυτόχρονα, αξιοποιεί το λογοτεχνικό κείμενο που το εικονοποιεί μέσω της μετατροπής του σε σενάριο, χρησιμοποιεί άψογα τα τεχνικά μέσα του κινηματογράφου που του επιτρέπουν να «παίξει» με το φως και τις σκιές -για πρώτη φορά φιλμάρεται το φως του ήλιου με τη κάμερα στραμμένη κόντρα σε αυτόν- συνταιριάζει τους ρυθμούς του «Μπολερό» στην προοπτική των γεγονότων όπως αυτά παρουσιάζονταν από τους ήρωες της ταινίας -καταφέρνοντας μέσω της μουσικής να πολλαπλασιάσει τη δύναμη της εικόνας- αξιοποιεί την τέχνη της ζωγραφικής, στην οποία είχε εντρυφήσει πριν αποφασίσει να γίνει τελικά σκηνοθέτης -δημιουργώντας κάδρα απίστευτης ομορφιάς- και μας παραδίδει μία ταινία στην οποία επιβεβαιώνεται ο ορισμός που ο ίδιος είχε δώσει σε ερώτηση που του είχε τεθεί σχετικά με το τι είναι ο κινηματογράφος. Η απάντηση του σκηνοθέτη ήταν η εξής: «Ο κινηματογράφος μοιάζει με πολλές άλλες τέχνες, και αν έχει χαρακτηριστικά που είναι πολύ λογοτεχνικά, έχει και επίσης και γνωρίσματα που είναι θεατρικά, έχει και τη φιλοσοφική του πλευρά, έχει ιδιότητες που θεωρούμε ότι ανήκουν στη ζωγραφική και τη γλυπτική, έχει και μουσικά στοιχεία. Όμως σε τελική ανάλυση ο κινηματογράφος είναι κινηματογράφος». («Κάτι σαν αυτοβιογραφία» Ακίρα Κουροσάβα εκδ. Αιγόκερως) 

Ναι, αυτό είναι ο κινηματογράφος. Όλα τα παραπάνω και κάτι εντελώς διαφορετικό που προκύπτει από την σύνθεση όλων αυτών. Και αυτό ο Ακίρα Κουροσάβα μέσα από το πολύ πλούσιο έργο που άφησε πίσω του, μας το απέδειξε περίτρανα.

Η ταινία «Ρασομόν» επαναπροβάλλεται από αυτή την Πέμπτη σε ψηφιακά αποκατεστημένη κόπια.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: