Στυγεροί Καιροί…
Στυγεροί Καιροί… Δημοσιογραφικώς, μετ’ ελαχίστων εξαιρέσεων, αβάσταχτοι…
Σαράντα χρόνια μετά, ο Ιούλιος ξέρασε πάλι φέτος χαλάζι, κεραυνούς, σαν να έστησε ενέδρα στο καλοκαίρι. Το ηλεκτρικό άντεξε αλλά κι οι ντελιβεράδες δεν σταμάτησαν να δουλεύουν ως καμικάζι. Μοντέρνα πράματα. Στη δε ενημέρωση, πιο μοντέρνα πεθαίνεις. Όχι δεν ανήκω σ’ αυτούς που λένε κάθε πέρυσι και καλύτερα. Ανάποδα σκέφτομαι. Κάθε επόμενη γενιά καλύτερη θα είναι. Όμως είναι μερικά πράματα που οφείλουν να μένουν διαχρονικά σταθερά. Να μην προσαρμόζονται, να μην υποκύπτουν σε αλλότριες ανάγκες και συμφέροντα απ’ αυτά του ανθρώπου που ξέρει πως είναι ύβρις να σκυλεύεις νεκρό! Άταφο! Να περιφέρεις το σώμα του και την βλέπεις πως είσαι Αχιλλέας που σέρνει το πτώμα του πρώτου τυχόντα Έκτορα της διπλανής μας πόρτας, ως εξέλιξη κι εκσυγχρονισμό της δημοσιογραφίας των εντυπώσεων, αυτό δεν το αντέχω. Μου γυρνάνε τ’ άντερα. Συναδελφικότατα μάλιστα οργίζομαι.
Ένας τοπογράφος πατέρας δύο παιδιών – αυτά τα παιδιά ουδέποτε τα σεβάστηκαν γενικώς τα δήθεν δημοσιογραφικά λαγωνικά σκυλιά – δολοφονείται. Ούτε τον ξέρω τον δυστυχή, ούτε φαντάζομαι γιατί, σοκάρομαι μετρώντας με το αυτί, στο ηχητικό ντοκουμέντο, που κανείς δεν έκανε τον κόπο να μου πει πώς προέκυψε (ποιος δηλαδή μαγνητοφωνούσε πρωινιάτικα τον …δρόμο, οι κάμερες μαγαζιού, κυκλοφορίας, μικρομέγαλου αδερφού;) είκοσι σφαίρες. Οι δέκα, λένε, τον βρήκαν. Τραγωδία. Κι ασχήμια. Όπως αυτή που περιβάλλει κάθε δολοφονική εκτέλεση απ’ τις τόσο πολυπαιγμένες σε ταινίες και α και ω κατηγορίας, στον τόσο εμπορικό, τόσο χρυσοφόρο, καλλιεργημένο μύθο της Μαφίας.
Μέσα σε λίγες ώρες ο άταφος νεκρός γίνεται κουρελού πληροφοριών κυρίως οικονομικών. Ποιος δίνει φράγκο για τη φαμίλια τους, τους φίλους του, τους συνεργάτες του που τους ήρθε κατακούτελα η είδηση κεραυνός. Μόνο για τα φράγκα ο καημός και το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Δεν είναι μαύρος ο χάρος, είναι τα μαύρα λεφτά η πληροφοριακή προτεραιότητα. Τι άκουσα Χριστέ μου από τις βουτιές στο πόθεν έσχες του νεκρού, τα υποθηκοφυλακεία, τα κτηματολόγια, τις μαφίες των νησιών… Πλειστηριασμός οικονομικών δεδομένων, υπονοούμενα για λαχεία, τυχερά παιχνίδια, δουλειές διόδου και χρησικτησίες στα κυκλαδίτικα ξερολίθια. Δαγκώνανε τα λαγωνικά αβέρτα μεσημεριάτικα. Ο δε εκτελεστής μάγκας. Χωρίς βοηθό, μοναχικός λύκος βαφτίστηκε, ικανός και να οδηγεί και να πυροβολεί κι άλλα τέτοια φρικώδη. Τόσα κοράκια μαζεμένα γιατί «η έλξη ήτο η Μύκονος» που θα ‘λεγε άλλος ποιητής. Εκεί που τα λαγωνικά της δημοσιογραφίας αν δεν έχουν και τη χαρά της ιδιοκτησίας, έχουν οπωσδήποτε μια φωτογραφία με μαγιό, γκομενική ή και οικογενειακή, απ’ το νησί των ανέμων με τις θερινές καταιγίδες της σαμπάνιας και του χαλαζιού από πεντακοσάρικα, στο δημοσιοσχετίστικο παλμαρέ τους.
Πολλή ασχήμια. Πολλή πίσσα πάνω σε νεκρό και τους ζωντανούς συγγενείς του, με θεωρητικό φόντο ένα κατεστραμμένο από την εκμετάλλευση πανέμορφο νησί, και με τους ανθρώπους γενικώς κομπάρσους – θύματα – θύτες, έτσι ανάκατα κατά την κυρίαρχη άποψη κι ενημερωτική αισθητική των καιρών.
Είμαι σίγουρη ότι τις επόμενες μέρες αυτή η… κουλτούρα θα ανθίζει. Το αυτί έχει συνηθίσει. Στο ρήμα γάζωσε π.χ. κανείς δεν ακούει, δεν θυμάται καν τη… Γάζα. Το οικόπεδο δεν προσφέρεται αν δεν ισοπεδωθεί μπας και γίνει μια Μύκονος της Μέσης Ανατολής. Αν φταίνε τα παιδιά που γαζώνονται στη Γάζα, γιατί να μην είναι κι ο δύσμοιρος τοπογράφος υπεύθυνος για τα νευράκια της κτηματομεσιτικής μαφίας… Άλλωστε κι ο Έκτορας έφταιγε που δεν κατάλαβε ότι ο φιλότιμος Πάτροκλος κρυβόταν κάτω απ’ την πανοπλία του αθάνατου Αχιλλέα βουτηγμένου ως άτρωτου στα νερά της Στυγός. Στυγεροί Καιροί… Δημοσιογραφικώς, μετ’ ελαχίστων εξαιρέσεων, αβάσταχτοι…