Αγγελική Ραυτοπούλου – Προς τιμή των προσφύγων γυναικών

“Τι να ωφελεί η λέξη ενός ψιθύρου.
Συ, εξόριστη φωνή της σιωπής
σ’ έναν κόσμο γιομάτο εξορίες,
σ’ ένα κόσμο ανδρών που γυναίκα εγεννήθης…”

Δυο ποιήματα προς τιμή των προσφύγων γυναικών μαζί με μια ζωγραφιά της, η οποία έχει γίνει με σινική μελάνη και έχει χρησιμοποιηθεί για εικονογράφηση βιβλίου, μας έστειλε η ποιήτρια και ζωγράφος Αγγελική Ραυτοπούλου. Την ευχαριστούμε θερμά.

1) ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΦΩΝΗΣ

Και το πρωί και τ’ απόβραδο
τυραγνούσε τα μαλλιά της
να τα πλέξει ήλιους κι άστρα
κι απάνεμα λιμάνια
εξασκώντας την τέχνη των ονείρων,
διατάσσοντας τα στρατεύματα
των δακρύων
να στήσουν πολέμους,
να κατακτήσουν την χώρα της φωνής.

Εκεί στην ξένη χώρα,
πεντάρφανη δεσποσύνη,
με την χάρη των αναπαίστων
στα κουρασμένα δάκτυλα,
με το έψιλον, το άλφα, το ωμέγα
να γδέρνουν τον ουρανίσκο,
να μαρτυρούν πως ο δρόμος
εξορίστηκε χωρίς φως.

Τα δένδρα στο μαράζι,
οι έρημες νότες στις στάλες της βροχής,
η θάλασσα στο μένος των ανθρώπων,
βρόμικες πόλεις στο έλεος της στάχτης
κι εκείνη μια ιστορία της σιωπής.

Πλέξε τα μαλλιά σου-ρόδα ανθισμένα-
κι η μάνα σου κι ο πατέρας σου
νάρκες στο μυαλό.

Και το πρωί και τ’ απόβραδο μην μιλείς,
μέτοικος εσύ των ωρών,
μετανάστης των εποχών
και θλίψη κάποιου ουρανού.

Τι να ωφελεί η λέξη ενός ψιθύρου.
Συ, εξόριστη φωνή της σιωπής
σ’ έναν κόσμο γιομάτο εξορίες,
σ’ ένα κόσμο ανδρών που γυναίκα εγεννήθης…

2) ΜΑΤΑΙΩΣ

Πάλι ξεγελαστήκαμε,
όρθιοι, άυπνοι κι αποκαμωμένοι,
με την κλωστή στο χέρι
να προσπαθούμε να ράψουμε
τον ακομβίωτο καιρό,
να προσπαθούμε ματαίως
να σαβανώσουμε το σκότος.

Κι όσες λάμψεις κι αν καταγράψαμε,
τ´ όνειρο έμεινε μεσοπέλαγα
να θρέψει την αιδώ.
Μας παρενόχλησε ο θεός
με κείνη την ματιά
την γιομάτη με το δάκρυ των πλανητών,
την γιομάτη με την παραπονεμένη
των δένδρων σκιά.

Έτσι στο σύθαμπο χαθήκαμε,
στις γκρίζες ζώνες
με τα χαμερπή γειτνιάζοντα πεύκα…

Θυμάμαι τότε που βάζαμε το σταμνί
στην δροσιά της λεύκας,
τότε που οι επαΐοντες
μας αποκαλούσαν ρομαντικούς.
Ματαίως όλα, ματαίως.
Μοναχά στο φεγγάρι ελπίζουμε…

«Κλωστή του ασημιού, φτερά του αετού,
βαδίζουμε σιγά σε πέλαγο φωτιά,
πεινάνε οι οχτροί σε σάβανο ψυχή,
μικρή και θλιβερή, πεντάρφανη βροχή.

Γιατί μου τραγουδάς; Δεν ξέρεις να σιωπάς;
Μικρή, απατηλή κλωστή σε ασημί.

Ο βίος μας οικτρός, χαμένος ναυαγός,
η θύρα μας κλειστή φωνάζει στην σιωπή,
μας τέλειωσε μεμιάς ο οίνος της χρονιάς,
ποτίσαμε την γης στα έρμαια της ζωής.

Κεντώ την μοιρασιά σε άνθη πυρκαγιά,
βυζαντινή μορφή σε βυσσινί αρετή,
εχάθηκες μακριά, εμέθυσες νοτιά
στην άγια αστραπή μια νότα μισερή.

Η νύμφη μια νυχτιά, καράβι στον βοριά,
παλεύει για να βρει την ασημί κλωστή.
Στα σχέδια και στο νου χαράμισε τον πλου,
οι άνθρωποι μπορούν τον θάνατο να ζουν…
Γιατί μου τραγουδάς; Δεν ξέρεις να σιωπάς;
Μικρή, απατηλή κλωστή σε ασημί..»

Αγγελική Ραυτοπούλου

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: