«Πάντα Υπάρχει Το Αύριο / C’è Ancora Domani» της Πάολα Κορτελέζι (Ιταλία, 2023)
Για τις γυναίκες που πίστεψαν και αγωνίστηκαν, αλλά και για εκείνες που δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να πιστέψουν σε αυτή τη φράση: «Πάντα υπάρχει το αύριο». Το αύριο μιας καλύτερης κοινωνίας, που όλοι μας έχουμε χρέος να οικοδομήσουμε.
Τη Ντέλια την συναντάμε στην Ιταλία του 1946, ως μητέρα, σύζυγο, νύφη, σκληρά εργαζόμενη γυναίκα, μέσα σε μία βαθιά πατριαρχική οικογένεια, όπου η βία κατά των γυναικών αποτελεί μια κανονικότητα. Ο τυραννικός σύζυγός της, Ιβάνο, καθημερινά την χτυπάει και εκείνη ανέχεται τα πάντα μη αντιδρώντας, έχοντας συμβιβαστεί και δεχτεί και η ίδια βαθιά μέσα της, το αναπόδραστο από αυτή την κατάσταση. Ο παραλυτικός φόβος, που έχει κατακυριεύσει ολόκληρο το «είναι» της, που έχει εγγραφεί στο ασυνείδητό της, δεν την αφήνει να σκεφτεί, να προβεί σε περαιτέρω ενέργειες, που θα την βοηθήσουν να βγει από το καθημερινό κολαστήριο της οικογενειακής της ζωής.
Σε μια Ιταλία που προσπαθεί να ορθοποδήσει μετά τον Πόλεμο, σε μια Ιταλία που μετά από δύο δεκαετίες φασιστικού καθεστώτος αναζητά τον δρόμο της δημοκρατίας, η Ντέλια, που ανήκει στην εργατική τάξη -των ανθρώπων που και αυτοί με τη σειρά τους αρχίζουν να διεκδικούν ό,τι τους στέρησε ο πόλεμος κι ο φασισμός- εξακολουθεί να ζει ακόμη στα βαθιά σκοτάδια της βίας, της ενδοοικογενειακής βίας που αποτελεί συνιστώσα της κοινωνικής και πολιτικής βίας, απόρροια φασιστικών καθεστώτων που έκαναν την επέλασή τους, όχι φυσικά μόνο στη χώρα αυτή.
Στη Ντέλια θα συναντήσουμε όλα τα πρόσωπα των κακοποιημένων γυναικών και της δικής της γενιάς, αλλά και των επόμενων, φτάνοντας δυστυχώς ως και τη σημερινή, των γυναικών που εξακολουθούν να κακοποιούνται, που εξακολουθούν να παραμένουν δέσμιες στη βία που ασκείται πάνω τους. Την ενδοοικογενειακή, την κοινωνική, την πολιτική. Τις γυναίκες που αν τις ρωτήσεις γιατί δεν φεύγουν θα σου απαντήσουν αυτό που απαντά και η Ντέλια: «Γιατί δεν έχουν πού να πάνε». Και το «δεν έχω πού να πάω» κρύβει μέσα του αυτόν τον βαθύτερο φόβο για το άγνωστο, που υπάρχει έξω από την πόρτα του σπιτιού τους, αφού το “έξω” δεν διαφέρει και τόσο από το “μέσα”.
Το πολυσύνθετο θέμα της ενδοοικογενειακής βίας επιβάλλεται να αναλύεται κάτω από το πρίσμα της γενικότερης βίας και της γενικότερης ανοχής αυτής, σε όλους τους τομείς που έχουν να κάνουν με τα εργασιακά δικαιώματα, με την προστασία των γυναικών που δεν έχουν κανέναν οικονομικό πόρο, με την ύπαρξη των δομών που θα ενδυναμώνουν αυτές τις γυναίκες και προχωρώντας παραπέρα, με την ύπαρξη ενός κράτους και μιας πολιτικής που βασικά και κύρια θα θέτει ως πρωταρχικό μέλημά της, την παροχή προστασίας και ασφάλειας σε κάθε μέλος αυτής της κοινωνίας που θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ισότιμα.
Τα παραπάνω ζητήματα τίθενται στην ταινία. Και τίθενται με έναν τρόπο που το θύμα της ενδοοικογενειακής βίας δεν παρουσιάζεται ηδονοβλεπτικά μέσα από την κάμερα. Οι σκηνές βίας παρουσιάζονται μέσα από χορογραφημένα μιούζικαλ, όχι φυσικά για να μειωθεί ο βαθμός των ανεξίτηλων και βαθιά τραυματικών καταστάσεων που προκαλούνται στο θύμα, αλλά για να στρέψουν το βλέμμα του θεατή προς τα αίτια πρόκλησης αυτής, καθώς και προς το άτομο που υφίσταται τη βία, και να μας κάνουν να νιώσουμε τη γυναίκα μέσα από το βλέμμα, τη ματιά και τον λόγο της ίδιας. Η κάμερα της Πάολα Κορτελέζι, προσπαθεί να μας φέρει στη γυναικεία θέση θέασης της κατάστασης, όχι μέσα από την ταύτιση ούτε μέσα από τα δομημένα στερεότυπα της πατριαρχίας, που πολλές φορές και η ίδια η κινηματογραφική λειτουργία επανεγγράφει στο ασυνείδητό μας, κάνοντάς μας να βλέπουμε τη γυναίκα μέσα από μια ανδρική ματιά. Γιατί εδώ μπαίνει και ένα άλλο ζητούμενο. Πόσο εκπαιδευμένοι είμαστε να αντικρίζουμε τη γυναίκα, αλλά και το κάθε άτομο που βρίσκεται σε εξαρτησιακή σχέση με τον βασανιστή του, όταν στη σχέση αυτή εμπλέκονται όχι μόνο τα ιδιοσυγκρασιακά στοιχεία του θύματος, αλλά και οι ευρύτεροι κοινωνικοί και πολιτικοί παράγοντες που συμβάλλουν καθοριστικά στο να βρεθεί το άτομο ανήμπορο και αδύναμο στη θέση του θύματος. Πόσο εκπαιδευμένοι είμαστε να αναγνωρίζουμε τις καταστάσεις που βιώνει το θύμα μέσα σε αυτό το πλαίσιο εξάρτησης.
Με απόλυτο σεβασμό στα αναρίθμητα θύματα γυναικών που οι συνθήκες δεν τους επέτρεψαν τη μεγάλη απόδραση, η ταινία αποτίνει φόρο τιμής προς αυτές τις γυναίκες που δεν ακούστηκαν, που δεν βοηθήθηκαν, που εγκλωβίστηκαν και παρέμειναν εγκλωβισμένες στα σκοτάδια της κοινωνίας, που δεν φρόντισε να φωτίσει τις ζωές αυτών των γυναικών και να αναδείξει το μεγαλείο του τεράστιου ψυχικού τους αποθέματος, του να υπομείνουν τη βαναυσότητα, προστατεύοντας τα παιδιά τους που θεωρούσαν τους αδύναμους κρίκους της οικογένειας, μη συνειδητοποιώντας και οι ίδιες, ότι η παραμονή σε ένα βίαιο περιβάλλον καμία προστασία και ασφάλεια, σε κανέναν, δεν μπορεί να παράσχει. Σε εκείνες τις γυναίκες που ούτε και οι ίδιες συνειδητοποίησαν τη δύναμή τους και δυστυχώς αφέθηκαν στη χειραγώγηση του δυνάστη τους.
Για τις γυναίκες που πίστεψαν και αγωνίστηκαν, αλλά και για εκείνες που δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να πιστέψουν σε αυτή τη φράση: «Πάντα υπάρχει το αύριο». Το αύριο μιας καλύτερης κοινωνίας, που όλοι μας έχουμε χρέος να οικοδομήσουμε.
Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους.