Οι κλειδοκράτορες (Από τους διαδρόμους του Matrix στον μαινόμενο Ηρακλή του σήμερα)
Το υπουργείο δεν είναι ότι δε μπορεί, είναι ότι δε θέλει… Θα διαστρεβλώνουν, θα αποπροσανατολίζουν, θα εκδικούνται, θα κυνηγούνε, θα συκοφαντούν, θα καταστέλλουν, θα κάνουν τα πάντα ώστε να μη γίνει αντιληπτό πως η κατάσταση που επικρατεί όχι μόνο στην υγεία, αλλά σε κάθε τομέα σε όλη τη χώρα, δεν είναι ανάγκη αλλά επιλογή.
They are the gatekeepers, they are holding all the keys for every door (The Matrix)
Η ταινία The Matrix είναι μια βαθιά αλληγορική ταινία, η οποία αποτέλεσε τομή για τον κινηματογράφο και τη φιλοσοφία στα τέλη της δεκαετίας του ενενήντα. Σε μια περίοδο όπου το αφήγημα του τέλους των ιδεολογιών αρχίζει να καταρρέει και μια εποχή οικονομικής και πολιτικής κρίσης να ξεκινά. Όλη αυτή την αμφισημία καταφέρνει να αποτυπώσει τόσο σκηνοθετικά όσο και σεναριακά η ταινία. Η φράση με την οποία αρχίζει το άρθρο αναφέρεται στους agent smith, τους πανταχού παρόντες πράκτορες του συστήματος, οι οποίοι ουσιαστικά φράζουν κάθε πρόσβαση προς τους μηχανισμούς λειτουργίας και αναπαραγωγής του συστήματος.
Ο κατασταλτικός αυτός ρόλος τους δεν περιορίζεται στην άπειρη δυνατότητα άσκησης σωματικής βίας (η οποία αποτυπώνεται πολύ παραστατικά με χορογραφικές σκηνές kung fu), αλλά και στην ικανότητα αναπαραγωγής της ιδεολογίας τους σε κάθε άνθρωπο που εντάσσεται και εγκλωβίζεται στο σύστημα. Αυτό το στοιχείο είναι πολύ σημαντικό στο σήμερα. Οι αφηγήσεις του συστήματος έχουν πείσει πως το σύστημα λειτουργεί εύρυθμα για όλη την κοινωνία, πως ο ανταγωνισμός είναι η μόνη οικονομική οδός ρύθμισης των σχέσεων αγοράς και πως οτιδήποτε διαφορετικό ακούγεται, κυρίως ότι έχει να κάνει με σοσιαλισμό και κομμουνισμό, δηλαδή σε διαφορετικό τρόπο οργάνωσης της κοινωνία και της οικονομίας είναι αφελείς ουτοπίες.
Τι ακριβώς όμως λειτουργεί; Όσο επεκτείνεται η λεγόμενη ελεύθερη αγορά τόσο εκτοξεύονται οι τιμές στα προϊόντα, στους λογαριασμούς, στην κατοικία. Όσο ιδιωτικοποιούνται οι δομές της εκπαίδευσης, τόσο λιγότεροι μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτές. Και κάπως έτσι διαλύεται ολοκληρωτικά και το εθνικό σύστημα υγείας. Τα περιφερειακά νοσοκομεία έχουν καταντήσει κέντρα υγείας με ρόλο τροχονόμου για μεταφορά περιστατικών στα πανεπιστημιακά ή στα μεγάλα κεντρικά, τα οποία λειτουργούν στο όριο λόγω της υποστελέχωσης (με το μισό προσωπικό να είναι επικουρικό, μη μόνιμο).
Σε πρόσφατα ρεπορτάζ της εφημερίδας Η Καθημερινή και της δημοσιογράφου Πέννυς Μπουλουτζά (Πέμπτη 11 Ιουλίου 2024, σελίδα 3) με τίτλο “ποιος γιατρός θέλει να γίνει καμικάζι” παρουσιάζει αναλυτικά την παραπάνω κατάσταση: την υποστελέχωση, το προσωπικό που φεύγει προς τον (πιο καλοπληρωμένο και με καλύτερες συνθήκες) ιδιωτικό τομέα (ή στο εξωτερικό), το καθεστώς διάλυσης των νοσοκομείων, το ενδεχόμενο burn out των γιατρών. Τα προβλήματα αναφέρονται, όχι όμως το πότε, το πώς και γιατί ξεκίνησαν. Έχει περάσει βλέπετε η εποχή που οι γιατροί θεωρούνταν υπεράριθμοι και πλεονάζοντες. Παραμένουν ακόμα αναλώσιμοι, καθώς ακόμα και σχετικά ακριβή ρεπορτάζ θέτουν το πρόβλημα μόνο από πλευράς εξάντλησης και χαμηλών μισθών (με μια δόση ηρωισμού και ρομαντισμού για όσους και όσες μένουν) και χωρίς καμία αναφορά στο ότι η κατάσταση αυτή είναι αποτέλεσμα του κεντρικού κρατικού σχεδιασμού των τελευταίων χρόνων.
Ποιος είναι αυτός; Η ιδιωτικοποίηση της φροντίδας και των υπηρεσιών υγείας, το οποίο για να γίνει πρέπει πρώτα να αποσυντεθεί ο δημόσιος τομέας, να καταστεί μη λειτουργικός και οι υπάλληλοί του να αναγκαστούν να φύγουν, ενώ όσα μείνουν να λειτουργούν με όρους ιδιωτικού κέντρου (χαρακτηριστικό παράδειγμα τα απογευματινά χειρουργεία). Οπότε οποιαδήποτε αναφορά σε προκηρύξεις που γίνονται για τα μάτια του κόσμου και δεν καλύπτονται, για κενές θέσεις στην περιφέρεια, για εχθρικά στη διαμονή νησιά, είναι αλλά λόγια να αγαπιόμαστε καθώς παραγνωρίζουν ότι όλα αυτά θα είχαν λυθεί αν υπήρχε κεντρικός σχεδιασμός. Εξάλλου και να βρεθεί κάποιος ή κάποια να καλύψει κάποια τέτοια θέση και να θέλει να κάνει τη δουλειά του, θα αναγκαστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να φύγει, καθώς όλη η λειτουργία και οι αποφάσεις των διοικήσεων και του υπουργείου οδηγούν προς τα εκεί (αναγκαστικές μετακινήσεις, mobbing, εφημέρευση και διακομιδές σε διαφορετικές ειδικότητες, έλλειψη εξοπλισμού, και αλλά πολλά).
Το υπουργείο δεν είναι ότι δε μπορεί, είναι ότι δε θέλει. Εκεί που θέλει και λεφτά δίνονται, και μηχανήματα, και σεβασμός. Όμως όπως έγινε αναφορά αρχικά, αυτοί είναι οι κλειδοκράτορες, ελέγχουν τόσο τη λειτουργία όσο και την παρουσίασή της στο κοινό. Θα διαστρεβλώνουν, θα αποπροσανατολίζουν, θα εκδικούνται, θα κυνηγούνε, θα συκοφαντούν, θα καταστέλλουν, θα κάνουν τα πάντα ώστε να μη γίνει αντιληπτό πως η κατάσταση που επικρατεί όχι μόνο στην υγεία, αλλά σε κάθε τομέα σε όλη τη χώρα, δεν είναι ανάγκη αλλά επιλογή.
Ο πρώτος άθλος του Neo και ο τελευταίος του Ηρακλή είναι να υποταχθούν στη ζωή, να αντέξουν να κοιτάξουν την παρακμή και τη δυστυχία κατάματα. Αυτή είναι και η μεγάλη γενναιότητα, να αντιληφθείς την πραγματικότητα και να σταματήσεις να τρέχεις να δραπετεύσεις από αυτή. Οι δυο αυτοί ήρωες δεν είναι γενναίοι λόγω των κατορθωμάτων τους, αλλά γιατί ακριβώς ενώ φθάρθηκαν και ηττήθηκαν επέλεξαν να σηκωθούν. Και όταν οι αρχές, η εξουσία επιλέγουν να επιφυλάσσουν τα χειρότερα για τον άνθρωπο, η λύση δεν είναι ούτε η αποστράτευση, ούτε η έξοδος – τα προβλήματα, οι ερινύες σε ακολουθούν παντού. Η μόνη λύση, η μόνη ελπίδα, ο μόνος deux ex machina είναι ο άλλος άνθρωπος, η φιλία, η αγάπη, η αλληλεγγύη, η αντίσταση. Ο Ηρακλής καλείται λοιπόν να είναι μαινόμενος, όχι απέναντι σε μυθικά τέρατα ή τον εαυτό του και τους οικείους του, αλλά στην πολύ πραγματική και καθημερινή αδικία.
Πάνος Χριστοδούλου, Βιοπαθολόγος/Εργαστηριακός Ιατρός, Ιατρός Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Ιατρικής, MSc Διοίκησης Μονάδων Υγείας, MSc Διατροφής, Τροφίμων και Μικροβιώματος, Υποψήφιος Διδάκτορας Ιατρικής Πανεπιστημίου Πατρών, PGCert Διαχείρισης κρίσεων στη δημόσια υγεία και ανθρωπιστικής απάντησης